Κώστας Νεστορίδης: «Με αγαπούσε ο κόσμος γιατί δεν έκανα αλητείες»

Κώστας Νεστορίδης: «Με αγαπούσε ο κόσμος γιατί δεν έκανα αλητείες»

Η ζωή του ανθρώπου που ξεκίνησε από τα προσφυγικά της Καλλιθέας για να γίνει το είδωλο πολλών γενιών.

Όταν πήγα στο πρακτορείο ΠΡΟΠΟ του 90χρονου θρύλου του ποδοσφαίρου Κώστα Νεστορίδη είχα στο µυαλό µου κυρίως να καταγράψω τις µνήµες του από την Καλλιθέα µιας άλλης εποχής. Προτού τον συναντήσω είχα διαβάσει για τη µεγάλη προσφορά του στην ΑΕΚ και την εθνική Ελλάδας, είχα µιλήσει µε ανθρώπους που γνώριζαν την πορεία του, αλλά τίποτε δεν µε προετοίµασε για την ευγένειά του ούτε για τις εκδηλώσεις αγάπης όσων πέρασαν από το µαγαζί για να του πουν απλώς µια καληµέρα. Όσα είπε σε εκείνη τη συνάντηση ακολουθούν σε µορφή αφήγησης.

Από τις αλάνες στα γήπεδα

Η οικογένειά µου έφυγε κυνηγηµένη από τον Πόντο – εγώ γεννήθηκα στη ∆ράµα. ∆ηµοτικό ξεκίνησα να πηγαίνω εδώ στην Καλλιθέα στον δρόµο που είναι λίγο πιο κάτω από τη Σκρα – το είχανε κάποιοι Καρατζαφέρηδες. Στην πρώτη τάξη άφησα το σχολείο, γιατί µια µέρα η γυναίκα αυτού που το είχε µε χτύπησε µε τη βίτσα. Σηκώθηκα πάνω και την κλότσησα κι έτσι δεν ξαναπήγα στο σχολείο, µε διώξανε. Πολλά χρόνια µετά που ήµουν υποψήφιος βουλευτής και τους ξαναείδα εκείνη η δασκάλα µε ρώτησε: «Καλά, υποψήφιος εσύ; Χωρίς γράµµατα; Ούτε πρώτη δηµοτικού δεν πήγες». Κι όµως δεν µου είχε κρατήσει κακία από τότε που την είχα κλοτσήσει.

Η γειτονιά εδώ ήταν χώµα, δεν είχε άσφαλτο πουθενά. Ρεύµα, ηλεκτρικό δεν είχε. ∆εν είχε ούτε σπίτια, όλοι σε παράγκες ήµασταν. Κι εδώ που είµαστε τώρα παράγκα ήτανε κάποτε. Μέναµε η αδερφή µου, ο αδερφός µου, η µάνα µου, ο πατέρας µου κι εγώ. Το 90% της περιοχής ήµασταν Πόντιοι. Κοίτα, όσο φτωχοί ήταν οι άνθρωποι τόση καλοσύνη είχανε. Με λάµπες ήµασταν µε φιτίλι και πετρέλαιο, τι τραβούσανε οι µάνες τότε… Φαγητά όµως είχαµε γιατί οι µάνες µας επειδή ήµασταν πρόσφυγες ξέρανε και τα φτιάχνανε όλα. Ο πατέρας µου ήταν αµαξάς, είχε άλογο και έκανε µεταφορές. Εγώ έκανα λούστρο στο Σύνταγµα. Τότε όλα τα πιτσιρίκια είχαµε ένα κασελάκι και δύο µπουκάλια –το ένα µαύρο και το άλλο καφέ– και κάναµε λούστρο. Επειδή όλα τα παιδάκια κάνανε κασελάκια εδώ στην περιοχή, εγώ πήγα στο Σύνταγµα κι εκεί έβγαζα καλά λεφτά. Το Σύνταγµα, µη νοµίζεις, δεν έχει αλλάξει πολύ από τότε, κάνα δυο µέγαρα γίνανε ακόµη. Και λούστρο έκανα και τσιγάρα πούλαγα. Είχε τότε κάτι εταιρείες που πουλάγανε χοντρικώς. Παίρναµε δέκα δέκα τα τσιγάρα και τα πουλάγαµε τρία τρία – θυµάµαι το Εθνος είχε τη µεγαλύτερη ζήτηση.

Μια µέρα µικρός που ήµουνα κλότσαγα ένα πάνινο τοπάκι. Εφτιαχνε µπαλάκι η µάνα µου και έπαιζα κι όποιος πέρναγε κοίταγε. Η διαφορά η δική µου από τους άλλους ήταν ότι είχα και τα δύο πόδια ίδια, ενώ οι περισσότεροι από µικροί παίζουν µε το ένα πόδι. Τι σήµαινε αυτό; Οτι όταν παίζαµε τους πέταγα δεξιά, µετά αριστερά, έκανα τρία τέσσερα σπασίµατα στη µέση και έτσι πέρναγα ελεύθερα και έβαζα γκολ. Εδώ στη γειτονιά έµενε και ένας του Ολυµπιακού που µε είδε να παίζω και µου είπε «θες να σε πάω στον Ολυµπιακό;». Είπα «πάµε». Με πήγε εκεί λοιπόν και µου είπανε: «Είσαι µικρός, πού να σε πάµε; Θα σε δώσουµε σε ένα σωµατείο δικό µας, στην Ελλάδα Μοσχάτου, για να σε έχουµε όταν µεγαλώσεις». Και είπα εντάξει. Ηρθε τότε ο Κοτρίδης του Ολυµπιακού και µου λέει «τι υπογράφεις εδώ ρε;». Με πήρε τότε και µε πήγε στον Πανιώνιο.

Εγώ, όπως είπαµε, την µπάλα την κλότσαγα µια µε το αριστερό µια µε το δεξί. Από την εξέδρα µε είδε ο Ρουσόπουλος του Πανιωνίου, ο οποίος κατέβηκε την εξέδρα και µου είπε: «Μικρέ, θέλεις να παίξεις; Έλα µαζί µου». Μου έδωσαν ρούχα, µπήκα στο γήπεδο και µόλις έπαιξα περίπου ένα τέταρτο, µου ζήτησαν να πάω να υπογράψω για να βγάλω δελτίο. Έτσι έφαγα πέντε χρόνια στον Πανιώνιο και καταστράφηκα, γιατί ήταν φτωχό σωµατείο. Και µε είδανε µετά από την ΑΕΚ στον δρόµο εδώ που έπαιζα και µου είπανε να πάω να παίξω εκεί. Είπα ναι κι έφαγα δύο χρόνια τιµωρία. Όταν είπα το ναι στην ΑΕΚ ο αντιπρόεδρος της οµάδας ο Σεβαστάκης µου έφτιαξε το σπίτι απάνω, µου έφτιαξε το µαγαζί, όλα µου τα έφτιαξε. Ο Σεβαστάκης είχε βιοτεχνία µε παπούτσια. Μετά έγινε κουµπάρος µου, µε πάντρεψε µε τη γυναίκα µου.

Ο γάµος, ο βασιλιάς και η Αραµπέλα

Τη γυναίκα µου τη γνώρισα όταν ήταν 15 χρονών. Ηταν µοδίστρα. Περνούσα έξω από τη δουλειά της και της έλεγα καληµέρα από το ανοιχτό παράθυρο κι εκείνη γύριζε το πρόσωπό της από την άλλη. Την επόµενη µέρα ξαναπέρναγα, ξανάλεγα καληµέρα, τα ίδια. Και κοίτα να δεις τώρα πώς έρχονται τα πράγµατα. Ο αδερφός της της είπε µια µέρα: «Πάµε να δούµε ποδόσφαιρο; Παίζει ο Κώστας». Την πήρε λοιπόν και την έφερε στο γήπεδο και ήταν η µέρα που κέρδισα την Ιταλία. Με πήρε τότε ο Μουράτης του Ολυµπιακού, µε έβαλε στις πλάτες του και µε γύριζε στο γήπεδο. Ο κόσµος χειροκροτούσε από τις εξέδρες. Αυτή τα ’χασε. Σκέφτηκε «έτσι κάνουνε γι’ αυτόν; Τον κουβαλάνε στην πλάτη και ο κόσµος τον χειροκροτάει;». Και µε αγάπησε. Από εκεί που µε αντιπαθούσε µε αγάπησε. Έτσι την παντρεύτηκα. Εγώ ήµουν 21-22 χρονών τότε.

Εκείνα τα χρόνια είχα γνωρίσει και τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Έπαιζα µαζί του, µε αγαπούσε πολύ, πιτσιρίκος ήτανε κι αυτός τότε. Οι δυο µας παίζαµε πάνω στην Κηφισιά. Πολύ καλό παιδί ήτανε, νόµιζες ότι ήτανε ίδιος µ’ εµάς. Επαιζε µαζί µας και ας ήτανε του βασιλιά παιδί. Και όταν έφυγε να πάει στην Αγγλία µου είχε κάνει πρόταση να πάω µαζί του. «Πώς να έρθω; Έχω οικογένεια εδώ» του είπα. Από τότε που πήγε στην Αγγλία δεν τον ξαναείδα ποτέ.

Όταν έβγαλα λεφτά πήρα ένα φορτηγάκι και πήρα και µια κούρσα, την Αραµπέλα. «Έρχεται η Αραµπέλα του Νεστορίδη» έλεγε τότε ο κόσµος. Αυτό ήταν ένα κίτρινο αυτοκίνητο που το είχα δει στη λεωφόρο Συγγρού και επειδή έπαιζα στην ΑΕΚ το πήρα λόγω χρώµατος. Πηγαίναµε τότε βόλτα στην παραλία µε την Αραµπέλα. Κάποιες φορές πήγαινα και στα µπουζουξίδικα στις Τζιτζιφιές. Είχε τότε εκεί τρία τέσσερα µαγαζιά µεγάλα. Όπου πήγαινα γινότανε χαµός. Πήγαινα στο τάδε κέντρο, ερχόταν ο άλλος κι έκανε παράπονα γιατί δεν πήγαινα στο δικό του. Με αγαπούσε ο κόσµος γιατί δεν έκανα αλητείες. Εγώ ήθελα να είµαι εντάξει µε τον κόσµο. Κι ακόµη µ’ αγαπάνε.

Μου λέγανε τότε κάποιοι «Είσαι αθλητής και έρχεσαι κάθε βράδυ στα µπουζούκια;». Μου άρεσε όµως. Πήγαινα εκεί που τραγούδαγε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Με τον Καζαντζίδη ήµασταν κολλητοί φίλοι. Όλο µαζί ήµασταν. Άµα δεν πήγαινα στα µπουζούκια, δεν τραγούδαγε, τόσο που µ’ αγαπούσε. Πολύ αγαπηµένοι ήµασταν, τόσο που τον ανάγκασα να έρθει να µείνει εδώ κοντά µου. Μια µέρα έφυγε να πάει να παίξει στην Ελευσίνα και µου είπε ότι θα πήγαινε για µια µέρα και θα γύρναγε. Και πήγε εκεί και δεν τον ξαναείδα. Πέθανε. Άσ’ τα.

Ο Πελέ που ’ναι παιδί µάλαµα και οι 150 χιλιάδες δραχµές

Όταν πήγα στην Αυστραλία στον σύλλογο των οµογενών Ελλάς Μελβούρνης ήµουν µεγάλος, 35-36 χρονών. Πήγα εκεί, πήρα το πρωτάθληµα, βγήκα πρώτος σκόρερ και µου δώσανε 150.000 δραχµές. Με τα λεφτά αυτά µπορούσα να κάνω µια πολυκατοικία τότε. Τα έφερα εδώ και τι τα έκανα; Να σου πω τι τα έκανα; Είχα δει τότε έναν ποδοσφαιριστή, τον Τσάµη από το Αγρίνιο, που µου άρεσε πάρα πολύ και πήγα στην ΑΕΚ και τους λέω «πηγαίνετε να τον πάρετε, είναι µεγάλος παίκτης». Και µου λένε: «Ναι, αλλά λεφτά δεν έχουµε». Μου ζήτησαν τότε να τους δώσω τα 150 χιλιάρικα και µου είπαν ότι θα µου τα έδιναν πίσω σε δέκα µέρες. Όσο τα ’δες εσύ τα ’δα κι εγώ. Τα πήρε η ΑΕΚ, αγόρασε τον παίκτη και ακόµη περιµένω να µου δώσουν έστω και ένα κατοστάρικο. Τότε έκανε κουµάντο στην ΑΕΚ ο Σταµάτης Παπασταµατίου.

Πάντα θαύµαζα τον Λουκανίδη που είχε όλα τα καλά, µετά τον Παπαωϊάννου, τον Ποµώνη, τον ∆οµάζο. Όλοι αυτοί ήτανε παικταράδες. Αυτοί εκείνη την εποχή έκαναν όνοµα και τους συζήταγε όλος ο κόσµος. Την εποχή που έπαιζα εγώ έπαιζε και ο Πελέ. Και θέλανε οι δηµοσιογράφοι να µας βάλουνε να παίξουµε µαζί και όντως µας βάλανε σε κάτι παιχνίδια. Έχω πολλές φωτογραφίες µαζί του. Ξέρεις τι παιδί ήτανε ο Πελέ; Μάλαµα. Οι µεγάλες βεντέτες κάποτε ήτανε καλά παιδιά όλοι. Τώρα δεν µιλάει ο ένας στον άλλο. Κοίτα να δεις, όλοι αυτοί που φτιάχνουνε ένα όνοµα γίνονται εγωιστές και κάνουνε φιγούρες. Ξέρω παικταράδες που δεν µπορείς να τους µιλήσεις.

Πιστεύω ότι ο κόσµος µε αγαπούσε γιατί τους άρεσε που βλέπανε ότι έπαιζα καλή µπάλα. ∆εν είµαι εγωιστής. Γι’ αυτό έµεινα και χωρίς λεφτά, γιατί κάνω τα χατίρια του καθενός και δεν κοιτάω να κονοµήσω.

Documento Newsletter