Κώστας Μουντάκης, ο στυλοβάτης της κρητικής μουσικής

Προδημοσίευση από το βιβλίο «Το χρονικό της πορείας του Κώστα Μουντάκη», μια έκδοση για τον κορυφαίο Κρητικό λυράρη. 

Η περίπτωση του Κώστα Μουντάκη, εκ των στυλοβατών της κρητικής µουσικής παράδοσης, ο οποίος άφησε ανεξίτηλο το ίχνος του µέσα από την προσωπική του τεχνική στη λύρα, καταγράφεται στο βιβλίο που υπογράφει ο γιος του, επίσης δεξιοτέχνης της λύρας, Μάνος Μουντάκης. Η έκδοση µε τίτλο «Το χρονικό της πορείας του Κώστα Μουντάκη» που πρόκειται σύντοµα να κυκλοφορήσει από τον Μετρονόµο αποτελεί ένα είδος κιβωτού για τη διάσωση του έργου του Κρητικού λυράρη και περιλαµβάνει µαρτυρίες και αφηγήσεις που εκµυστηρεύτηκε στον γιο του, καθώς και σπάνιο φωτογραφικό υλικό και ντοκουµέντα από τη γεµάτη ζωή που έζησε ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσµο. Όπως εύστοχα σηµειώνει στην εισαγωγή ο Γιώργος Σγουράκης, ο Κώστας Μουντάκης «υπήρξε ο συνεκτικός κρίκος µε την πατρίδα, µετέφερε στα δύσκολα χρόνια την ελπίδα σε όλη την οικουµένη, τραγούδησε, εµψύχωσε και δίδαξε αξίες, αρχές και διέδωσε παντού το καθοριστικό µήνυµα του συγκρητισµού». Στο απόσπασµα που ακολουθεί καταγράφεται η ζωή του σε µικρή ηλικία στην Κρήτη.

Τα δύσκολα χρόνια πριν από τον πόλεµο

Η Αλφά (σ.σ.: ηµιορεινό χωριό στο Ρέθυµνο) ήταν από τότε ένα πολύ όµορφο, µερακλήδικο και γλεντζέδικο χωριό, αποτελούµενο από τρεις µαχαλάδες –την πάνω, την κάτω και την πέρα γειτονιά– έχοντας την ευτυχία να βρίσκονται σε αυτούς υπέροχοι χορευτές, τραγουδιστές και λυράρηδες, όπως ο Νικήστρατος Μουντάκης, ο ∆ηµήτρης Καφάτος, ο Χαράλαµπος Βολτυράκης, ο Νικόλας Καλλιγιάννης ή Μάστορας, ο Σινιόρης και πρωτίστως ο Στουµπούρης, ο οποίος αποτελούσε σηµείο αναφοράς για το χωριό.

Οι κάτοικοι της Αλφάς ασχολούνταν µε τη γεωργία και την κτηνοτροφία, µε την εξόρυξη της αλφιανής πέτρας και το κτίσιµο, φτιάχνοντας µε αυτήν έργα εξαιρετικής αρχιτεκτονικής και περίτεχνα σκαλίσµατα πάνω της. Ήταν µία µικρή αλλά πλήρης, αυτοτελής και αυτάρκης κοινωνία. Η Αλφά το 1926 ήταν ένα φτωχό χωριό, όπως και ολόκληρη η επαρχία Μυλοποτάµου. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις σχολικές φωτογραφίες όλα τα παιδιά είναι ξυπόλυτα.

Η πολυµελής ορφανή οικογένεια, σε καθεστώς ανέχειας, όπου όλα τα µέλη της έπρεπε να συνεισφέρουν για το καθηµερινό φαγητό… όλα αυτά έπλασαν τον χαρακτήρα του Μουντόκωστα, κάνοντάς τον αεικίνητο, πρόθυµο να βοηθήσει σε ό,τι του ζητηθεί, ικανό για όλες τις δουλειές, προκοµµένο, πολύ υποµονετικό και χαρούµενο άνθρωπο, µε τεράστιο θυµητικό –δεν ξέχναγε ποτέ και τίποτε– που έκανε εύκολα φιλίες και που όλο τραγουδούσε. Εφόσον δεν πήγε στο γυµνάσιο, άρχισε ο γολγοθάς της βιοπάλης – δώδεκα χρονών κοπέλι (µετά το δηµοτικό πέρασε κατόπιν εξετάσεων στο γυµνάσιο Πανόρµου –10 χλµ. µακριά από την Αλφά– χωρίς όµως να καταφέρει να φοιτήσει λόγω οικονοµικών δυσκολιών). Ο Μουντόκωστας έκανε πολλές δουλειές, ξεκινώντας από εργάτης στο µάζεµα της ελιάς και το κλάδεµα, τον τρύγο και έπειτα πραµατευτής, βοσκός, τυροκόµος, αλωνάρης, παραγιός κ.ά.

Ένα αρνί και πέντε οκάδες τυρί για µια λύρα

Εκείνη την εποχή, γύρω στο 1938, αγοράζει η µαµή του χωριού ένα γραµµόφωνο και κάποιους δίσκους 78 στροφών µε ηχογραφήσεις από τον Ροδινό, τον Μπαξεβάνη, τον Καρεκλά, τον Καραβίτη και τον Καλογερίδη. Μέγα γεγονός για το χωριό! Από τη µία ο φωνόγραφος, από την άλλη οι χωριανοί µουσικοί που προσπαθούν να παίξουν ο ένας καλύτερα από τον άλλο και όλοι µαζί καλύτερα από το µηχάνηµα. Κάθε µέρα γίνονται σε ολόκληρο το χωριό γλέντια στις αυλές των σπιτιών, όπως και στα καφενεία µετά την ολοήµερη κοπιαστική εργασία, µε πειράγµατα µεταξύ γλεντζέδων, τα λεγόµενα νάκλια, καθώς και καντάδες, µε τον έφηβο Μουντόκωστα από κοντά να ακούει, να παρατηρεί και να αποτυπώνει τα πάντα στον νου του.

Όλα αυτά τα γεγονότα καταγεγραµµένα στο υποσυνείδητο του Μουντάκη λειτουργούν καθοριστικά, διαµορφώνοντας τον χαρακτήρα του και προσδίδοντάς του χιούµορ, πραότητα, σοβαρότητα. Παράλληλα τον εξελίσσουν σε ετοιµόλογο και ικανό στιχοπλόκο και ριµαδόρο, ικανό να διηγηθεί µια ολόκληρη ιστορία µε στίχους. Στην αποθήκη του σπιτιού µιας θείας του βρίσκει µία µισοσπασµένη λύρα, στην οποία βάζει κάτι σύρµατα για χορδές και ένα δοξάρι στο οποίο περνάει τρίχες από ουρά γαϊδάρου και παριστάνει ότι παίζει.

Για να ολοκληρωθεί το τάµα του πατέρα του, στην ηλικία των δεκαπέντε ετών το 1941, µέσα στον πόλεµο πηγαίνει στο Αρκάδι τασιµατάρης. Ηγούµενος της µονής είναι ο ∆ιονύσης Ψαρουδάκης. Εκεί για σαράντα ηµέρες θα κουβαλάει νερό, θα σκουπίζει τον ναό και τις αυλές του µοναστηριού, θα ανάβει τα καντήλια και θα βοηθάει στις γεωργικές και κτηνοτροφικές ή τυροκοµικές εργασίες της µονής. Οι µέρες αυτές στο µοναστήρι ήταν αρκετές για να µην ξεχάσει ποτέ του το Αρκάδι, που το τραγουδούσε έκτοτε σε όλη τη µουσική του πορεία.

Το 1943 ο δεκαεπτάχρονος Μουντόκωστας πρωτογνωρίζει το Ρέθυµνο και βλέπει το οργανοποιείο του Παπαδάκη, από όπου είχε αγοράσει ο τσαγκάρης του χωριού του µία λύρα. Αργότερα, ο τσαγκάρης του πούλησε αυτήν τη λύρα για ένα αρνί και πέντε οκάδες τυρί, αφού τα κατοχικά χρήµατα δεν είχαν αξία. Ολη η περιουσία της οικογένειας ήταν τρία πρόβατα και δύο αίγες. Για να πείσει τη µητέρα του για την ορθότητα της αγοράς αυτής, έλεγε ότι «αυτή ήταν η αγορά του αιώνα για εµένα – σαν να µου χάρισαν την Κρήτη και κάποια νησιά γύρω γύρω». Κοιµάται και ξυπνάει µε τη λύρα αγκαλιά και τη φυλάει στο βουργιάλι του, όντας η µόνη του παρέα όταν βοσκαρουδάκι αµούστακο βόσκει τα γιδοπρόβατα στην υπηρεσία του ιδιοκτήτη τους. Αντρες στο χωριό δεν υπάρχουν, παρά µόνο παιδιά και γυναίκες, εξαιτίας του πολέµου. ∆εν µπορεί συνεπώς να παίξει λύρα, µιας και το χωριό βρίσκεται σε πένθος.

Το 1947 ο Μουντάκης γνωρίζεται µε τον οργανοποιό Μανώλη Σταγάκη, µε τον οποίο έµελλε να µείνει στενός και πιστός φίλος µέχρι το τέλος της ζωής του. Μια µέρα που βρίσκεται στο οργανοποιείο του ακούει να παίζουν λύρες κάποιοι επίδοξοι αγοραστές. Κάθεται και τους παρακολουθεί. Οταν έφυγαν οι πελάτες οι δύο άντρες συστήθηκαν και ο Σταγάκης του δίνει µια λύρα για δοκιµή. Τον εντυπωσίασε το παίξιµό του και τον ρωτάει αν του αρέσει η λύρα που έπαιξε ή αν θα διαλέξει κάποια άλλη. Από το κόµπιασµα του Μουντόκωστα κατάλαβε ότι δεν υπάρχουν τα χρήµατα για αγορά καινούργιας λύρας. Προς µεγάλη έκπληξή του, ο Σταγάκης του είπε «πάρε τη λύρα και όταν βρεις τα χρήµατα µου τα δίνεις». Ο Μουντάκης του αφήνει όσα χρήµατα κρατάει –περίπου τα µισά του κόστους– και φεύγει για την Αλφά µε την καινούργια λύρα και µε φτερά στα πόδια. Πετάει από τη χαρά του! Σε τέσσερις ηµέρες ένας Αλφιανός πηγαίνει στον οργανοποιό τα υπόλοιπα χρήµατα για την αγορά της λύρας… 

INF0

To βιβλίο «Το χρονικό της πορείας του Κώστα Μουντάκη» του Μάνου Μουντάκη κυκλοφορεί στις 10/2 από τις Εκδόσεις Μετρονόμος