Η σοφία_x000D_
των λέξεων δεν υπήρξε ποτέ το δυνατό σημείο του Κώστα Καραμανλή. Προτιμούσε_x000D_
πάντα να μιλάει με τους όρους και τις λέξεις που αποστράγγιζε στα focus groups_x000D_
ο Γιάννης Λούλης από τυπικούς εκπροσώπους του μεσαίου χώρου.
Σεμνότητα και ταπεινότητα, για παράδειγμα, ενώ στην κυβέρνησή του έδινε κι έπαιρνε η ταύτιση του νόμιμου με το ηθικό. Ή στοχευμένες μεταρρυθμίσεις ενώ η οικονομία πήγαινε κατά διαόλου, το έλλειμμα έπαιρνε εφιαλτικές διαστάσεις και η κρίση πλησίαζε με άλματα την ανοχύρωτη χώρα. Κοινοτοπίες, εν ολίγοις, και φράσεις-καταπλάσματα από έναν πολιτικό ο οποίος είχε όλα τα ταλέντα αλλά ένα μεγάλο μειονέκτημα: βαριόταν. Το αξίωμά του, τον κόσμο, ίσως και τον εαυτό του.
Υστερα, μετά την ιλαροτραγωδία της παράδοσης, της ήττας και της αποχώρησής του από το προσκήνιο, βυθίστηκε στη σιωπή. Προφανώς ο κόπος που κατέβαλλε για να κουβαλάει το όνομά του, να πηγαινοέρχεται κάθε έξι μήνες στη Βουλή, να παραθέτει γεύματα σε φίλους του στη Ραφήνα ισοπέδωσε τελείως τη γλωσσική του λειτουργία. Η Ελλάδα βυθίστηκε στην κρίση, αιχμαλωτίστηκε από τους δανειστές, έχασε την αξιοπρέπειά της στα σκουπίδια, μάτωσε και σμπαραλιάστηκε, αλλά αυτός μούγγα. Ούτε μια λέξη παραμυθίας για όσους κάποτε τον πίστεψαν και τον στήριξαν. Μόνο κανέναν χρησμό εσωκομματικής χρήσης, που όλο κάτι να σημαίνει και να μην ξέρουμε τι, χάραζε πότε πότε στις μαρμάρινες πλάκες. Και τον έστελνε στη Γη μέσω του Αντώναρου.
Εκατό φορές καλύτερα να έμενε κολλημένος στη σιωπή του όμως, όπως απέδειξε η πρώτη έπειτα από δέκα χρόνια προσπάθεια να βάλει λέξεις στη σειρά και να μας μεταλαμπαδεύσει κάτι από τη σοφία του. Επί του… σκόρου ομιλία έκανε στο Βελλίδειο, στην πόλη όπου οι καραμανλικοί ανταγωνίζονται σε πλήθος τους παοκτσήδες. Ενας Καραμανλής σκοροφαγωμένος από τη χρόνια πολιτική ξάπλα, χωρίς κανένα πάθος, καμιά πρωτοτυπία, καμιά προσπάθεια να πει κάτι μεστό, αναλώθηκε σε μελό σιγουράντζες εθνικής ενότητας, εθνικής Ελλάδας, εθνικής φανέλας, εθνικής σούπας εντέλει που μέσα της έπλεε ένα δύσπεπτο κόκαλο: ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που απόλαυσε όχι την εξύμνηση, ούτε καν την αναγνώριση, αλλά τη συγκατάνευσή του.
Πώς φτάσαμε στην κρίση; Τι και ποιος ευθύνεται; Ποια λάθη συσσώρευσαν την καύσιμη ύλη για να φτάσουμε στην καταστροφική πυρκαγιά που έκαψε κόσμο και κοσμάκη; Πώς, με τόσους σοφούς γύρω του και με τόση σοφία των ηγετών του, το σύστημα τράβηξε ντουγρού όχι στη λεωφόρο του Συγγρού αλλά στα σαγόνια του ΔΝΤ; Επ’ αυτών σιωπή. Συμπονετική –αν όχι συνένοχη– σιωπή για τις κατραπακιές της εθνικής του Σαμαρά, του Βενιζέλου, του Παπανδρέου, του Μητσοτάκη. Και μόνο τον Τσίπρα, που εν πάση περιπτώσει μας έβγαλε από κει που οι άλλοι μας έριξαν, βρήκε να κατονομάσει στην κριτική του ο γκουρού της δεξιάς σοφίας. Σα δεν ντρέπεται…