Κώστας Βουτσάς: Ο άνθρωπος που δεν θα πέθαινε ποτέ

Κώστας Βουτσάς: Ο άνθρωπος που δεν θα πέθαινε ποτέ

Αποχαιρετιστήριος λόγος για τον Κώστα Βουτσά που πέθανε την Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου.

Είναι μια από τις μεγάλες απώλειες της μικρής καθημερινότητάς μας. Ο Κώστας Βουτσάς δεν μένει πια εδώ κι αυτό σκόρπισε θλίψη σε όλους μας ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και πολιτικής ιδεολογίας. Το κοινό του δεν απαρτιζόταν μόνο από αριστερούς ή δεξιούς, Κερατσινιώτες ή Κολωνακιώτες, φτωχούς ή πλούσιους. Λογικό όταν αυτός ο άνθρωπος βρισκόταν σε όλες τις κινηματογραφικές οθόνες και στη συνέχεια έμπαινε σε όλα τα σπίτια επί σειρά δεκαετιών χαρίζοντας το γέλιο άλλοτε ως «Γαμπρός από το Λονδίνο» και άλλοτε ως χαριτωμένος νέος, έτοιμος να φλερτάρει με τη Μάρθα Καραγιάννη και τη Ζωίτσα Λάσκαρη. Κι ήταν αυτός ο τύπος που του πήγαινε, του γκομενιάρη μαγκάκου, όπως τον παρουσίασαν στις ταινίες τους οι μέντορές του στο σινεμά, ο Φιλοποίμην Φίνος και ο Γιάννης Δαλιανίδης.

Η ζωή αν και δύσκολη είναι ωραία

Γεννημένος το 1931 σε εύπορη σχετικά οικογένεια –ο πατέρας του ήταν εργοδηγός σε πολεοδομική εταιρεία της εποχής «που έφτιαχνε τον δρόμο από τον Λευκό Πύργο μέχρι τα μνήματα πάνω» στη Θεσσαλονίκη, ο μικρός Κώστας ξεχωρίζει για τις επιδόσεις του στον αθλητισμό, στο άλμα εις μήκος. Λίγο μετά η φρίκη του πολέμου εγγράφεται μέσα του κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της Θεσσαλονίκης, όταν κρύβεται με τους φίλους του σε αυτοσχέδια καταφύγια.

Τα χρόνια της Κατοχής εντάσσεται στην ΕΠΟΝ και μοιράζει παράνομες προκηρύξεις που έφτιαχνε ο ίδιος του ο πατέρας. Παράλληλα πουλάει τσιγάρα και κάνει το «λαμόγιο» στους παπατζήδες: «Εγώ μια ζωή υπήρξα αντιπολεμιστής ή, μάλλον, αντιπολεμοχαρής. Δεν ήμουν από τους ανθρώπους που θα έκαναν κακό σε άλλον. Μπαγάσας ήμουν, πούλαγα τα τσιγάρα μου, έκανα το “λαμόγιο” στους παπατζήδες. Ημασταν τρία τέσσερα “λαμόγια”. Ο παπατζής έκανε πως έβηχε, γύριζα εγώ και τσάκιζα τον παπά. Αυτός, όμως, με το νύχι του τον ξαναΐσιωνε και τσάκιζε άλλο φύλλο. Ετσι έχανε πολλά λεφτά λέμε. Μετά καθόμουν σε ένα δέντρο, μου έκαναν νόημα και φώναζα: “Σύρμα! Ο πατέρας σου! Ο νονός σου!”. Την έκανε σιγά σιγά ο παπατζής, έφευγε κι έτσι έμενε ο άλλος χωρίς φράγκο. Εχει και συνέχεια. Πούλαγα τσιγάρα σε έναν οίκο ανοχής στον Βαρδάρη πίσω από το ξενοδοχείο Καψής. Θυμάμαι κάτι χοντρές, τις καημένες, που ζεσταίνονταν με ένα μαγκάλι, καίγονταν τα μπούτια τους και πετάγονταν οι φλέβες. Εκεί πρωτοπήγα με γυναίκα, 12 ετών, στην Αγγέλα! Κοριτσάκι 16-17 ετών, που την έφερε η μάνα της για να πιάσει δουλειά εκεί».

Το υποκριτικό του ταλέντο φανερώνεται κατά τύχη όταν τον ανεβάζουν στην ταράτσα μιας κατασκήνωσης και υποδύεται έναν μεθυσμένο για τις ανάγκες μιας ερασιτεχνικής παράστασης. Ακολουθούν οι σπουδές του στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, περισσότερο για να ’ναι κοντά σε «ωραία κορίτσια», όπως μου ’χε εκμυστηρευτεί, και λιγότερο για να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός. Περνάει όμως κι από τα μπουλούκια, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή για κάθε παλιό θεατρίνο, δίπλα σε ηθοποιούς όπως ο Κώστας Δούκας, η Μαίρη Μεταξά και ο Νικήτας Πλατής. «Θυμάμαι πώς μας διαφήμιζε ο τελάλης! Κράταγε το χωνί και φώναζε: “Σήμερα ο γελοίος Δούκας” ή “Σήμερα ο γελοίος Πλατής” – το γελοίος τότε δεν ήταν βρισιά, σήμαινε αστείος. Δεν ξεχνάω που θα παίζαμε μια φορά σε ένα στρατιωτικό τολ που είχε όλο ακαθαρσίες και περιττώματα των φαντάρων και τρέμαμε μη γλιστρήσουμε και πέσουμε μέσα».

Το ίδιο διάστημα γνωρίζεται με τον άγνωστο ακόμη Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος έχει φτιάξει στη Θεσσαλονίκη μια χοροθεατρική ομάδα: «Ημασταν πολύ φίλοι με τον Δαλιανίδη από τη Θεσσαλονίκη. Είχε φτιάξει μια ομάδα από νέα παιδιά. Τότε ήταν χορευτής αυτός με τη Μίλλερ την ξανθιά σε καμπαρέ. Υιοθετημένο παιδί, που πήρε το όνομα της θετής του μάνας, η οποία του ’χε δώσει κι ένα διαμέρισμα Μητροπόλεως και Αριστοτέλους. Ηταν πλούσια αυτή. Η μάνα του έμενε σε διαμέρισμα κοντά στον Λευκό Πύργο, αλλά δεν είχαν καμία σχέση. Εκεί, λοιπόν, ο Γιάννης είχε φτιάξει μια πρώτη καλλιτεχνική ομάδα προτού έρθει στην Αθήνα».

Από το εμπορικό σινεμά στον Βαφέα

Στην Αθήνα πια εκείνος του δίνει ρόλο στον «Κατήφορο» (1961), την ταινία που εγκαινίασε τη μεγάλη θητεία και των δύο στην πανίσχυρη Finos Film. Δαλιανίδης και Βουτσάς γίνονται τα αγαπημένα παιδιά του Φίνου και οι ταινίες τους σημειώνουν τεράστια επιτυχία: «Νόμος 4000», «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Eνα κορίτσι για δύο», «Η χαρτοπαίχτρα», «Νύχτα γάμου», «Μια κυρία στα μπουζούκια» κ.ά. Ο Βουτσάς πρωταγωνιστεί δίπλα στη Βλαχοπούλου, στον Κούρκουλο, τον Διαμαντόπουλο, στη Λάσκαρη, τη Χρονοπούλου, την Καραγιάννη και καθιερώνεται ως ένας από τους πιο δημοφιλείς Ελληνες κωμικούς. Αμείβεται εξαιρετικά και μαζί με τη Βουγιουκλάκη και τη Βλαχοπούλου θεωρούνται τα «τρία εμπορικότερα βήτα» στη βιομηχανία του θεάματος.

«Ολοι είχαμε κάνει ταινίες πριν από τον Γιάννη (Δαλιανίδη) που δεν πήγαν καλά. Οταν ξεκίνησε ο Γιάννης η αιτία ήταν ο Φίνος βέβαια, το Α και το Ω του κινηματογράφου. Ημασταν όμως κι εμείς ωραίοι ηθοποιοί. Για καθέναν από εμάς ο Γιάννης έβρισκε τον ρόλο που του πήγαινε, τον χαρακτήρα του. Ο Ηλιόπουλος, η Βλαχοπούλου, ο Βουλγαρίδης, η Λάσκαρη, η Καραγιάννη, όλοι! Και του Φίνου βέβαια δεν του ξέφευγε τίποτε. Τότε οι πρεμιέρες των ταινιών γίνονταν κάθε Δευτέρα. Ο Φίνος την Κυριακή το βράδυ πέρναγε από όλους τους κινηματογράφους όπου θα παιζόταν η ταινία για να ελέγξει τις μηχανές προβολής. Σε δέκα κινηματογράφους θα παιζόμασταν; Από δέκα κινηματογράφους θα πέρναγε και ο Φίνος μέσα σε ένα βράδυ».

Ο ίδιος πίστευε, ωστόσο, πως κάπου είχε τυποποιηθεί ως ηθοποιός από τα δαλιανίδεια μιούζικαλ και γι’ αυτό είπε το «ναι» στον σκηνοθέτη Βασίλη Βαφέα ο οποίος του πρότεινε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Ερωτα του Οδυσσέα». Είμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και η ταινία αυτή μας φανέρωσε έναν άλλο Βουτσά, μελαγχολικό και εσωστρεφή. «Ανέκαθεν πίστευα ότι η καριέρα χτίζεται με τα «όχι» και αυτό το λέω στους νέους ηθοποιούς. Κάνεις μια ταινία ως κωμικός και γίνεται επιτυχία. Αγνωστος είσαι ακόμη, πρόσεξε! Μόλις γίνεται επιτυχία, λοιπόν, πέφτουν όλοι πάνω σου. Κάποτε ένας ηθοποιός της γενιάς μου, γνωστός κι αυτός, ύστερα από μια επιτυχία άρχισε να εμφανίζεται παντού – παντού όμως. “Μα έχω ανάγκη” έλεγε. Κάτσε, ρε συ, άλλους πέντε έξι μήνες στην ανάγκη δεν θα πάθεις τίποτε. Και μετά εξαφανίστηκε».

Ο ίδιος έλεγε πως η ανέχεια, στην οποία έβλεπε να καταλήγουν άνθρωποι από το σινάφι του, τον έκανε να αποταμιεύει τα χρήματά του, ενώ για ένα διάστημα επεκτάθηκε στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Τέσσερις γάμους έκανε και απέκτησε συνολικά πέντε παιδιά: τρεις κόρες και δυο γιους (έναν θετό και έναν βιολογικό). Οι πιο γνωστοί γάμοι του ήταν αυτοί με την Ερρικα Μπρόγιερ, η οποία απεβίωσε τον περασμένο Ιανουάριο, και με την κατά 39 χρόνια νεότερή του Αλίκη Κατσαβού. «Με την Ερρικα Μπρόγιερ έχουμε τη Σάντρα, την κόρη μας. Το ευτύχημα είναι ότι όλα μου τα παιδιά βγήκαν πολύ καλά. Στους γονείς οφείλεται αυτό, γιατί και η Ερρικα και η Θεανώ (Παπασπύρου) ήταν ξεχωριστές κυρίες, αξιοπρεπέστατες. Και οι άλλες κόρες μου, η Νικολέτα και η Θεοδώρα που έκανα με τη Θεανώ, όπως και η Σάντρα, έβλεπαν δύο γονείς που δεν τσακώνονταν, που έκαναν περιουσίες και όλα αυτά».

Πολιτικά ανήκε στο ΚΚΕ – «από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ψήφιζα ΚΚΕ» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά. Ο Κ. Βουτσάς, πάντα αειθαλής και μάχιμος, εμφανιζόταν στο θέατρο μέχρι το τέλος. Τον θυμάμαι να μου λέει πως η πατρότητα, που ξανάρθε στα 85 του, του χάρισε άλλα 20 χρόνια ζωής. Να όμως που κάτι τέτοιο ήταν βιολογικά αδύνατο. Το γνώριζε μα το πίστευε, τέτοια ήταν η αγάπη του για ζωή. Δυστυχώς μια λοίμωξη στους πνεύμονες, εξαιτίας και του άσθματος που τον ταλαιπωρούσε από παιδί, τον οδήγησε στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Η μάχη ήταν άνιση και ο Κώστας Βουτσάς εξέπνευσε τα ξημερώματα της Τετάρτης 26 Φεβρουαρίου ύστερα από 19 ημέρες νοσηλείας. Ο καλλιτέχνης αυτός σαν να πίστευε ότι δεν θα πεθάνει ποτέ. Το ίδιο πίστευε και μια ολόκληρη χώρα.

• Τα λόγια του Κώστα Βουτσά προέρχονται από τη συνέντευξη που είχε δώσει στον Αντώνη Μποσκοΐτη για τη «Lifo»

10 ταινίες αγαπημένες

01 Νόμος 4000, 1962

02 Η χαρτοπαίχτρα, 1964

03 Γαμπρός από το Λονδίνο, 1967

04 Ενα τανκς στο κρεβάτι μου, 1975

05 Ο έρωτας του Οδυσσέα, 1962

06 Ενα έξυπνο έξυπνο… μούτρο, 1965

07 Το θύμα, 1969

08 Ο γόης, 1969

09, Κορίτσια για φίλημα, 1965

10 Κάτι να καίει, 1963

Ετικέτες

Documento Newsletter