Από τον συλλογικό τρόμο του 20ού στον ατομικό του 21ου αιώνα
«Πάντοτε µε γοήτευαν τα νησιά, ίσως όλους µας γοητεύουν. Οι πρώτες καλοκαιρινές διακοπές που θυµάµαι –µόλις είχα κλείσει τα τρία µου χρόνια– ήταν µια εξόρµηση στη νήσο Ουάιτ. Οι αναµνήσεις µου είναι όλες αποσπασµατικές: οι απόκρηµνες ακτές και οι πολλές αποχρώσεις της άµµου, το θαύµα της θάλασσας που αντίκριζα για πρώτη φορά – η ηρεµία της, ο απαλός κυµατισµός της και η θαλπωρή της µε µάγεψαν, όταν όµως σηκώθηκε αέρας µε τρόµαξε η τραχύτητά της. Στο µυαλό µου τα νησιά ήταν τόποι ξεχωριστοί, µακρινοί και µυστηριώδεις· µου ασκούσαν γοητεία ακαταµάχητη αλλά µου ενέπνεαν και µεγάλο φόβο. Θυµάµαι σε µια παιδική εγκυκλοπαίδεια τη φωτογραφία των πελώριων τυφλών αγαλµάτων της Νήσου του Πάσχα στραµµένων προς την ανοιχτή θάλασσα: πόσο είχα τροµοκρατηθεί όταν διάβασα ότι οι κάτοικοι έπαψαν από κάποια στιγµή και πέρα να µπορούν να φύγουν από το νησί, ότι ήταν παντελώς αποκοµµένοι από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, καταδικασµένοι να πεθάνουν σε απόλυτη αποµόνωση» (Oλιβερ Σακς, «To νησί των τυφλών στα χρώµατα»).
Ποια ορατή ή αόρατη δύναµη, ποια ακατανίκητη –διότι κατανοητή– αιτία επιβάλλει την αποστασιοποίηση από τον συλλογικό λόγο, τη συνειδητή κρίση, την ιδεατή άποψη όχι ως απολιθωµένη in vitro αντίδραση αλλά ως δηµιουργική κίνηση και ανατρεπτική εντροπία, έναντι της ελώδους ακινησίας και της πνιγηρής επανάληψης ενός συνόλου όµοιων στιγµών που συµβατικά αποκαλούµε χρόνο; Κατανοούµε το υπαρκτικό γεγονός, το αποδεχόµαστε µόνο ως έννοια αφού πριν έχουµε βιώσει µια πρώτη –ίσως αυτονόητη– απώλεια, κατόπιν µια έλλειψη, µετά µια εσωτερική πνευµατική ή σωµατική ανάγκη, ύστερα βιώνοντας την εύθραυστη ισορροπία βούλησης και νόµου, «θέλω» και «πρέπει» σε ένα περιθώριο που όλο και µικραίνει. Ταυτόχρονα και όσο ο χρόνος εξελίσσεται καταγράφοντας στιγµές υποτίθεται µοιάζει ευρύτερος και σαν φενάκη βολικός. Η στιγµή της βίαιης άφιξής µας στον κόσµο, απότοµα και απροσδόκητα, αποκοµµένοι για πάντα από το σιωπηλό θάλπος της µήτρας, χωρίς πλέον τον ρυθµικό ήχο µιας άλλης καρδιάς πέρα από τη δική µας, αποτελεί την πρώτη βιωµατική µας εν-τύπωση, την πρώτη ανάµνηση που γεννά σχεδόν αυτόµατα το αρχέγονο ασυνείδητο –γι’ αυτό και ασυναίσθητο–, το πρώτο ψυχικό γεγονός: τον φόβο.
Γεννιόµαστε έχοντας λοιπόν στο «συναισθηµατικό µας γονιδίωµα» αυτή την αόριστη πληροφορία που στη συνέχεια της ζωής µας απλώς θα επιβεβαιωθεί και θα καλλιεργηθεί από την εµπειρική βίωση της κοινωνικής πραγµατικότητας σε όλες τις µορφές και τα στάδιά της. Και δεν είναι απίθανο η παρουσία µας σε αυτήν τη διάσταση του χώρου, ανεξάρτητα από πού ερχόµαστε, να συνοδεύεται ακριβώς από αυτό το σκοτεινό ίχνος στη συναισθηµατική µας πραγµατικότητα: τον φόβο.
Ζούµε σήµερα φωτογραφίζοντας τα γελαστά είδωλα των καταθλιπτικών ηττηµένων υπάρξεων, γεµίζοντας ένα άλµπουµ οδυνηρών αναµνήσεων που κάποτε αποκαλούσαµε ζωή
Είναι η µόνο δυνατή και ικανή συνθήκη, απαραίτητη για την επιβολή και επιβεβληµένη για την τάξη. Οµως ο φόβος είναι η αµαρτία (Οριάνα Φαλάτσι, «Ο φόβος είναι αµαρτία») και όχι το ανάποδο. Η ύβρις είναι εντελώς διαφορετική έννοια από την αµαρτία, που προϋποθέτει άκριτη υπακοή σε έναν επιβεβληµένο κανόνα. Η ύβρις προϋποθέτει επιλογή, γι’ αυτό και εµπεριέχει έναν µετρήσιµο βαθµό ελευθερίας, ενώ η αµαρτία οριοθετεί την απαγόρευση και ορίζεται από την απειλή. Η ιστορία του ανθρώπινου είδους διαµορφώθηκε, εξελίχθηκε και κατέληξε να είναι αποτέλεσµα ενός συλλογικού φοβικού παρόντος, µιας µαζικής σιωπηλής υστερίας για την κάθε απειλή, τον κίνδυνο πάσης φύσης, την υποτιθέµενη υπονόµευση του µέλλοντος που όµως εµείς οι ίδιοι έχουµε πρώτα καταργήσει. Καταναλώνουµε καθηµερινά προϊόντα που έχουν παραχθεί µε την τεχνική του φόβου, επιµολύνοντας το «καθαρό πνεύµα», ελαττώνοντας τη διαύγεια, την οξύνοια και την αµφισβήτηση, χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα ή πιο σωστά καθοριστικά της ανθρώπινης φύσης.
«Ο 17ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας των µαθηµατικών, ο 18ος υπήρξε εκείνος των φυσικών επιστηµών και ο 19ος εκείνος της βιολογίας. Ο δικός µας, ο 20ός αιώνας, είναι ο αιώνας του φόβου. Θα µπορούσε να µου αντιτείνει κανείς ότι ο φόβος δεν είναι επιστήµη. Ωστόσο, […] µολονότι δεν µπορεί να θεωρηθεί µια καθαυτό επιστήµη, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι είναι σε κάθε περίπτωση µια τεχνική» (Αλµπέρ Καµύ).
Και αν ο 20ός αιώνας καταγράφει την τεχνική γέννησης και επιβολής του συλλογικού φόβου, ο 21ος καταγράφεται ως εκείνος του ατοµικού φόβου. Στην πρώτη περίπτωση, του συλλογικού φόβου, τα µέσα επιβολής έχουν διαφορετική φύση από τον επιθυµητό σκοπό. Αν και αφορούν το σύνολο, δρουν κατά περίπτωση, σε περιορισµένη κλίµακα και εξατοµικευµένα. Ο τελικός στόχος δεν είναι οι µονάδες αλλά τα οργανωµένα σύνολα όπου τυχόν ανήκουν: κόµµατα, οργανώσεις, οµάδες κ.λπ. Στη δεύτερη περίπτωση, της επιβολής του ατοµικού φόβου, τα µέσα δηµιουργίας και ελέγχου, αν και αφορούν το άτοµο, εφαρµόζονται σε όλο και πιο ευρεία κλίµακα, πολλαπλασιάζοντας εκθετικά την επίδρασή τους στον ατοµικό ψυχισµό. ∆εν είναι βίαια, κατασταλτικά και χυδαία απροκάλυπτα, όπως εκείνα του συλλογικού φόβου· είναι σιωπηλά και «υπονοούµενα», αναγκαστικά και αναπόφευκτα, δήθεν σωτήρια και αυτονόητα. Τώρα η κάθε κόλαση δεν αρκεί. Ούτε η κρίση και η τιµωρία. ∆εν αρκούν το φόβητρο, το δόγµα, η στρατευµένη ιδεολογία, η οικονοµική ισχύς που εξασφαλίζει στρατιωτική υπεροχή, ο κώδικας αξιών και κανόνων που καθορίζει δοµικά τις κοινωνίες. Τώρα θα πρέπει το φθοροποιό συναίσθηµα του φόβου να µην επιβάλλεται αλλά να γεννιέται από το άτοµο. Να µεγαλώνει και να αναπτύσσεται παρασιτικά, αντικαθιστώντας σταδιακά και µεθοδικά το ενεργό, αυτόνοµο και κριτικό εγώ από µια παθητική, εξαρτώµενη και άκριτη υποδιαίρεση της ανθρώπινης φύσης. Οσο λιγότερο ολοκληρωµένο είναι το άτοµο τόσο πιο ασφαλές καθίσταται – υποτίθεται χωρίς να διατρέχει τον φόβο, από τον οποίο όµως τρέφονται αυτό το ίδιο και οι δηµιουργοί. Ζούµε σήµερα φωτογραφίζοντας τα γελαστά είδωλα των καταθλιπτικών ηττηµένων υπάρξεων, γεµίζοντας ένα άλµπουµ οδυνηρών αναµνήσεων που κάποτε αποκαλούσαµε ζωή.
Και «ο φόβος είναι ο σκοτεινός θάλαµος όπου εµφανίζονται τα αρνητικά» γι’ αυτές τις εφιαλτικές απεικονίσεις του παρόντος και, ακόµη χειρότερα, για τις προφητικές αντανακλάσεις του µέλλοντος (Μάικλ Πρίτσαρντ «Listen to what your kids aren’t telling you»).
Ο κόσµος όπως τον ξέραµε τελείωσε στις αρχές αυτού του Μαρτίου. Είναι προ των πυλών ένας άλλος κόσµος, µια διαφορετική πραγµατικότητα. Η ιστορική συνείδηση είναι πλέον πιο ξεκάθαρη και αποκαλυπτική, αν θεωρηθεί µεταιχµιακή και όχι τελολογική. ∆εν υφίσταται καθοριστικό τέλος στην ύπαρξη, όπως δεν υπήρξε και µοναδική αρχή, αλλά µια άλογη ασυνέχεια κι όµως ταυτόχρονα αδιάκοπη και κυκλική, απλώς µεταβαλλόµενη σαν µια δέσµη φωτός. Και η αλλαγή αυτή δεν πρέπει να µας ξαφνιάζει. ∆εν αποτελεί απότοµη διακοπή στις ορισµένες ιστορικές συνέχειες. Το αντίθετο: εξασφαλίζει την ατέρµονη επανάληψη των γεγονότων που καθορίζουν την εξέλιξη. Μένει µόνο να αποφασίσουµε ποια θέση θα πάρουµε σε αυτό τον αγώνα αντοχής και επικράτησης.
Σε αυτήν τη µαραθώνια διαδροµή, τη µάχη δίχως ορατούς εχθρούς, ανήµπορους φίλους, κατατρεγµένους αθώους, ανέστιους των αιώνων και πένητες της Ιστορίας έχουµε µόνο µια ευκαιρία επιλογής πριν από την ολοκληρωτική υποταγή, που αυτήν τη φορά ξεκινάει όχι από τη συλλογική αλλά από την ατοµική υπακοή ως αποτέλεσµα ενός «προσωπικού φόβου», αναπτυγµένου συµβιωτικά, άρα και εξατοµικευµένα στον καθένα χωριστά. Μια µοναδική ευκαιρία. Μετά οι αντιστάσεις κάµπτονται, τα αντανακλαστικά ατονούν, το σθένος και το φρόνηµα υποχωρούν. Και ύστερα µένει µόνο ένα συναισθηµατικό κενό, ένα υπαρξιακό χάσµα που µοιραία θα κορεστεί από περισσότερο φόβο, εσωτερικό έρεβος και οδύνη σε ένα σισύφειο βασανιστικό παρόν, µια αγελαία µηδαµινή πραγµατικότητα, λιγότερο οργανωµένη ιεραρχικά από τις πρωτόγονες φυλές των ανθρωπίδων και πάντως έτη φωτός µακριά από την ιδεατή κυψέλη της κορυφαίας ανθρώπινης διανόησης των κλασικών χρόνων. Μόνο στον συρφετό αυτό άβουλου όχλου χωρίς µνήµη και κρίση επικρατεί και επιβάλλεται ως αυτονόητο ίσως και απαραίτητο γεγονός η Αρχή. Η ατοµική γνώση δεν θα αρκεί ώστε να αντισταθµίσει τη σαρωτική συλλογική άγνοια. Σε ένα τέτοιο κοινωνικό µοντέλο συµβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο όγκος της πληροφορίας είναι τέτοιος που αυτοακυρώνεται, είναι µη διαχειρίσιµος και προπάντων δεν οδηγεί σε κάποιο συµπέρασµα ή πρακτική εφαρµογή.
Ας αναρωτηθούµε λοιπόν αν σε αυτό το παγκόσµιο νησί θα καταλήξουµε όπως εκείνοι οι τελευταίοι κάτοικοι των Νησιών του Πάσχα που τόσο γλαφυρά περιγράφει ο Ολιβερ Σακς. Καταδικασµένοι στη µοναξιά της ύποπτα οριοθετηµένης και υπονοµευµένης ελευθερίας µας. Η ευκαιρία επιλογής θα µας δοθεί µόνο µία φορά. Θα είναι εκείνη η µοναδική και κρίσιµη στιγµή που θα πάψουµε να ορθώνουµε τυφλά αγάλµατα στραµµένα µάταια στο πέλαγος των απωλειών µας, αλλά ανδριάντες αγωνιστών που κάποτε πάλεψαν ή προορίζονται να παλέψουν έως το τέλος όχι για την αβέβαιη νίκη αλλά για τη δόξα του αγώνα. ∆εν υπάρχει ουσιαστικό δίληµµα ούτε εναλλακτική οδός για εκείνους που ακόµη στέκονται όρθιοι πάνω από την τύρφη των καταιγιστικών γεγονότων, την απειλή του αφανισµού, ακόµη και προ του σκοτεινού φάσµατος του θανάτου που πλανάται θλιβερό ανάµεσα σε σκιές αναµνήσεων στην ερειπωµένη πια χώρα των ηττηµένων.
Το ερώτηµα παραµένει αµείλικτο: ελευθερία ή φόβος;
Ο Κωνσταντίνος Μούσσας είναι MD, Phd