Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ μιλά για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών.
Επιχειρηματίες από άλλον πλανήτη. Ο ένας, ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας, παρέστη στα εγκαίνια της ΔΕΘ, αλλά δεν παρέστη στην καθιερωμένη ομιλία του πρωθυπουργού προφασιζόμενος ανειλημμένη υποχρέωση· ο άλλος, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, συμμετείχε και στα δύο. Αν και επιχειρηματίες, εργοδότες και εκπρόσωποι των μεγαλύτερων εργοδοτικών οργανώσεων της χώρας, προκύπτει ότι δεν έχουν τις ίδιες αγωνίες για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας στο μεταμνημονιακό τοπίο. Και αν η τρόικα επισήμως έχει αποχωρήσει, οπότε δεν έχει λαμβάνειν σημειώματα κάτω από το τραπέζι, όπως ακούστηκε κατά το παρελθόν για πλείστες από τις αντιλαϊκές παρμβάσεις των θεσμών, φαίνεται ότι ο ΣΕΒ θα παίξει το τελευταίο του χαρτί στην προσπάθεια επανάκαμψης της Νέας Δημοκρατίας.
Ως εκπρόσωπος του επιχειρηματικού κόσμου και του μεγαλύτερου εργοδοτικού επιμελητηρίου ο Κ. Μίχαλος μίλησε στο Documento για τα μέτρα που εξήγγειλε ως προς την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την τόνωση της αγοράς ο πρωθυπουργός από το βήμα της ΔΕΘ. Σημειώνει ταυτόχρονα ότι θα τοποθετηθεί στη συνέχεια και για τα μέτρα που εξήγγειλε ο πρόεδρος της ΝΔ, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Να τα ακούσουμε και στη συνέχεια θα τα αξιολογήσουμε».
Για πρώτη φορά ύστερα από μία δεκαετία ακούστηκαν από πρωθυπουργό, από το βήμα του κατεξοχήν επιχειρηματικού θεσμού, της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, μέτρα ανακούφισης του επιχειρηματικού κόσμου.
Το μόνο ζήτημα που προκύπτει από τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού είναι ο χρόνος υλοποίησηςτων μέτρων. Αλλο σε τέσσερα χρόνια, άλλο σε δύο και άλλο αύριο για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αποτελούν ακόμη ένα σταθερό βήμα προς αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και του ήρεμου κλίματος στην αγορά.
Μόλις βγήκαμε από τον αυστηρό κλοιό των μνημονίων, οπότε οι ανακοινώσεις συσχετίζονται με τις αντοχές της οικονομίας.
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών από το 29% που είναι σήμερα στο 25% σε βάθος τετραετίας δεν ηχεί καλά στα αυτιά του επιχειρηματικού κόσμου, που θα περίμενε η εξέλιξη αυτή να έρθει πιο σύντομα.
Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε επίσης μέτρα που αφορούν το μη μισθολογικό κόστος. Ηδη επαγγελματικές ομάδες, όπως οι δικηγόροι, οι μηχανικοί και οι γιατροί, κάνουν τους υπολογισμούς τους. Τι σημαίνει αυτό για το κόστος των επιχειρήσεων και την προσέλκυση επενδύσεων;
Προς τη σωστή κατεύθυνση κινείται και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η οποία δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 20% επί του συνόλου των αποδοχών. Δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 1.000 ευρώ, όταν σήμερα διαμορφώνεται πάνω από τα 1.500 ευρώ. Το σημαντικότερο όλων όμως είναι η ανάγκη ενός σταθερού φορολογικού και ασφαλιστικού περιβάλλοντος, ειδικά ως προς το σκέλος του μη μισθολογικού κόστους, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα παράγοντα για την προσέλκυση επενδύσεων. Οι επενδύσεις θα έρθουν από τη στιγμή που η φορολογία των επιχειρήσεων θα έχει σταθεροποιηθεί και οι επενδυτές θα ξέρουν ότι δεν θα υπάρξουν άλλες αλλαγές, έστω στο 25% ο συντελεστής για τις επιχειρήσεις και στο 20% για τον ΦΠΑ.
Παράλληλα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δίνει το δικό του στίγμα στην οικονομία.
Θα είναι τεράστιο λάθος το πολιτικό σύστημα της χώρας να επιδοθεί αυτή την κρίσιμη περίοδο σε νέα πλειοδοσία παροχών, οξύτητας και σκανδαλολογίας. Θα είναι ολέθριο έγκλημα να γκρεμίσουμε μόνοι μας ό,τι κτίσαμε με θυσίες και κόπους τα τελευταία οκτώ και πλέον χρόνια. Η χώρα χρειάζεται εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, συναίνεση και συνεργασία. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ακούσουμε τις ανακοινώσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στη συνέχεια να τις κρίνουμε.
Η έξοδος από τα μνημόνια είναι γεγονός. Πώς θα μετουσιωθεί σε φρέσκο χρήμα στην αγορά και την οικονομία;
Για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των αγορών, αλλά και για να βελτιωθεί αισθητά η κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3% ετησίως για τα επόμενα χρόνια. Τα στοιχεία για το 2017, όσο και οι εκτιμήσεις για το 2018 και το 2019 δείχνουν ότι απέχουμε αρκετά από αυτό τον στόχο, γι’ αυτό και θα απαιτηθούν, εντός της επόμενης πενταετίας, νέες επενδύσεις ύψους άνω των 200 δισ. ευρώ. Με δεδομένο ότι οι προβλεπόμενες ροές χρηματοδότησης για την περίοδο αυτή δεν ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ, γίνεται προφανής η ανάγκη για προσέλκυση νέων κεφαλαίων από την Ελλάδα και κυρίως από το εξωτερικό.
Στην προσπάθεια αυτή, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μια σειρά από εμπόδια όπως η δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, οι αρνητικές συνθήκες χρηματοδότησης των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και, βέβαια, η μείωση της παραγωγικότητας εργασίας που προκαλείται από παράγοντες όπως η διαρροή ανθρώπινου κεφαλαίου προς το εξωτερικό, η συμπίεση των μισθών και γενικότερα οι αρνητικές δημογραφικές προοπτικές που εμφανίζει σήμερα η χώρα. Το σημαντικότερο, τέλος, εμπόδιο στην αναπτυξιακή προσπάθεια της Ελλάδας είναι ότι εξακολουθεί να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα, καταλαμβάνοντας χαμηλές θέσεις σε όλες τις διεθνείς κατατάξεις.
Όλα τα παραπάνω δεδομένα οδηγούν σε ένα σαφές συμπέρασμα: οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις είναι ακόμη μπροστά μας. Τώρα είναι η ώρα να τις εφαρμόσουμε στη βάση ενός εθνικού σχεδίου, για να επιταχύνουμε την ανάπτυξη και να κερδίσουμε το στοίχημα της επόμενης ημέρας.