Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης και οι πρώην υπουργοί Δημόσιας Τάξης Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και Αμυνας Γιάννος Παπαντωνίου μπαίνουν στο κάδρο της έρευνας για τα εξοπλιστικά και την προμήθεια του συστήματος ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, μετά την τροπή που παίρνει η έρευνα, κατά την ανακριτική διαδικασία.
Παράλληλα, αποκαλύπτεται ένα σκάνδαλο που αφορά την ίδια τη Δικαιοσύνη, αφού τμήμα των αποκαλυπτικών στοιχείων που έπρεπε να ερευνηθούν, δεν ερευνήθηκαν, ενώ είναι γνωστά από το 2005 ακόμη ή αποσιωπήθηκαν.
Η απόφαση της ανακρίτριας Διαφθοράς Ηλιάνας Ζαμανίκα να μεταφέρει επισήμως στους ανωτέρους της παραλείψεις και σκοτεινές πλευρές της έρευνας όπως διεξάχθηκε από την Εισαγγελία Διαφθοράς με ευθύνη της εισαγγελέα Ελένης Ράικου δημιουργεί σοβαρές εξελίξεις αλλά θέτει και ερωτήματα. Το Documento είχε αποκαλύψει στις 28 Φεβρουαρίου και στις 2 Απριλίου 2017 ότι σε πολύ σοβαρές υποθέσεις η Εισαγγελία Διαφθοράς τροφοδοτούσε την ανακριτική διαδικασία με ελλιπή στοιχεία, ενώ εμφανιζόταν να είναι σε επαφή με τον κατηγορούμενο έμπορο όπλων Θωμά Λιακουνάκο, ο οποίος με sms έδειχνε να είναι υποβολέας ή έστω γνώστης των εισαγγελικών κινήσεων.
Η Ελένη Ράικου δεν παρέδωσε στην ανακρίτρια 250.000 έγγραφα που αφορούσαν την υπόθεση της ανακατασκευής των φρεγατών τύπου S από τη γαλλοολλανδική εταιρεία Thales και άσκησε «ελαφρές» διώξεις στους εμπλεκόμενους, ενώ με τον τρόπο αυτό έστειλε στη Βουλή δικογραφία για τον Γιάννο Παπαντωνίου για αδικήματα που είχαν ήδη παραγραφεί και όχι για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. H Εισαγγελία Διαφθοράς αναγκάστηκε τελικώς να παραδώσει στην ανακρίτρια τα «χαμένα» στοιχεία, ο έλεγχος των οποίων όχι μόνο οδηγεί σε νέες διώξεις, αλλά εμπλέκει και κορυφαίους πολιτικούς, φέρνοντας στην επιφάνεια καταθέσεις που δεν ερευνήθηκαν.
Στις 6 Απριλίου του 2017 η ανακρίτρια Διαφθοράς Ηλιάνα Ζαμανίκα απευθύνθηκε στην Εισαγγελία Διαφθοράς, από την οποία ζήτησε να ασκηθεί συμπληρωματική ποινική δίωξη για το σκάνδαλο της ανακατασκευής των φρεγατών τύπου S. Οι συμβάσεις γι’ αυτά τα εξοπλιστικά προγράμματα είχαν υπογραφεί από τον Γιάννο Παπαντωνίου ως υπουργό Αμυνας και το έργο είχε αναλάβει η εταιρεία Thales.
Ως εκείνη τη στιγμή η Εισαγγελία Διαφθοράς είχε μεν ασκήσει διώξεις για τα μη πολιτικά πρόσωπα και είχε στείλει τη δικογραφία για τον Γιάννο Παπαντωνίου στη Βουλή, για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, το οποίο είχε παραγραφεί για τον πρώην υπουργό Αμυνας. Η Εισαγγελία Διαφθοράς είχε κρατήσει κρυφό από την ανακρίτρια το υλικό το οποίο είχε κατασχεθεί από τους υπολογιστές του Ελληνα εκπροσώπου της εταιρείας, Λουκά Ρωμανού. Η παράδοση και μελέτη του υλικού που δεν παραδόθηκε στην ανακρίτρια ήταν ο λόγος που τελικώς ζήτησε τις συμπληρωματικές διώξεις. Παρ’ όλα αυτά, η Εισαγγελία Διαφθοράς όσο ήταν υπό τη διεύθυνση της Ελένης Ράικου αρνιόταν να επεκτείνει τις διώξεις, παρά το αίτημα της ανακρίτριας, στάση πρωτοφανής για τα δικαστικά χρονικά. Η επέκταση της δίωξης έγινε τελικώς από τη νέα προϊσταμένη της Εισαγγελίας Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη.
Σημίτης, Χρυσοχοΐδης και καταθέσεις για μίζες
Στο αίτημά της για να επεκταθεί η δίωξη εναντίον όσων διώκονται για το σκάνδαλο των φρεγατών η ανακρίτρια επικαλείται οκτώ λόγους, οι οποίοι προκύπτουν από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και όσα της είχαν αποκρύψει. Σύμφωνα με πληροφορίες, ένα από αυτά αφορά καταθέσεις του Γάλλου εμπόρου όπλων Μισέλ Ζοσεράν (Michel Josserand), πρώην προέδρου της Thales, στις γαλλικές αρχές, στις οποίες όχι μόνο επιμένει σε όσα έχει πει για τον Γιάννο Παπαντωνίου, αλλά προσθέτει και ότι η εταιρεία του έχασε το έργο του συστήματος ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 επειδή άλλη εταιρεία χρημάτισε τον τότε πρωθυπουργό και τον υπουργό Εσωτερικών (στη Γαλλία το υπουργείο Εσωτερικών έχει την ευθύνη της δημόσιας τάξης).
Οι καταγγελίες αυτές φαίνεται από το 2005 να βρίσκονται στη διάθεση της ελληνικής Δικαιοσύνης, ενώ το 2016 υπήρξε και νέα κατάθεση του Μισέλ Ζοσεράν που εμπλέκει τους Ελληνες πολιτικούς, χωρίς όμως να γίνει σχετική έρευνα στην Ελλάδα.
Στις 20 Μαΐου 2005 ο Μισέλ Ζοσεράν κατέθεσε επισήμως στους εισαγγελείς της Νίκαιας της Γαλλίας Gilles Accomando και Muriel Fusina ότι «το 2002 και στις αρχές του 2003 κλήθηκα να παρουσιάσω ένα σχέδιο για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Από εκείνη τη στιγμή πηγαινοερχόμουν συνέχεια στην Ελλάδα και είχα επαφές με τον κ. Ρωμανό (σ.σ.: πρόκειται για τον Λουκά Ρωμανό), πρόεδρο της ΤΗΙΝΤ (Thales International) Ελλάδος. Εκείνος μου υπόδειξε ότι θα έπρεπε να προβλέψουμε μια προμήθεια της τάξης του 7% με 10% για τον υπουργό Αμυνας. Και μου επέδειξε επίσης ότι και στην προηγούμενη αγορά των φρεγατών στην Ελλάδα είχε μεσολαβήσει συμφωνία με τον ίδιο τον υπουργό για την καταβολή των προμηθειών, χάρη στην οποία η εταιρεία Thales κέρδισε τον διαγωνισμό. Στην αγορά του συστήματος για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων ανταγωνιστής ήταν μια εταιρεία ονόματι SAIC, την οποία υποστήριζε ευθέως ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσένι. Και κατά τον κ. Ρωμανό χάσαμε αυτή την αγορά επειδή δωροδοκήσαμε χαμηλά, ενώ οι Αμερικανοί στόχευσαν τον υπουργό Εσωτερικών και τον πρωθυπουργό».
Οι περιγραφές αυτές από τον Ζοσεράν αναφέρονται προφανώς στον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη (2002-03 η χρονική περίοδος) και τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ο οποίος είχε τη θέση του υπουργού Δημόσιας Τάξης (Εσωτερικών για τη Γαλλία).
Η Γαλλία επιμένει, η Ελλάδα αδιαφορεί
Το 2006 οι γαλλικές αρχές, στο πλαίσιο της δικαστικής συνδρομής, ζητούν να γίνει κατ’ οίκον έρευνα στον Λουκά Ρωμανό. Το υλικό της έρευνας αποστέλλεται στη Γαλλία, αλλά η ελληνική πλευρά δεν ενδιαφέρεται έντονα για ένα έγκλημα που φαίνεται να έχει διαπραχθεί κατά της Ελλάδας. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2016 ο Ζοσεράν καταθέτει και πάλι όσα έχει καταθέσει το 2005, επιμένοντας ότι ο εκπρόσωπός του στην Ελλάδα Λουκάς Ρωμανός θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να πάρουν το έργο της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων παρά τη συμμετοχή της αμερικανικής SAIC, γιατί είχε διαμορφώσει ένα κύκλωμα το οποίο τον βοήθησε και στην υπόθεση των φρεγατών.
Ο εκπρόσωπος της Thales στην Ελλάδα είναι πρόσωπο-κλειδί στην υπόθεση των εξοπλισμών, αφού η εταιρεία είναι συστηματικός προμηθευτής του Πολεμικού Ναυτικού.
Στις 18 Μαρτίου 2014 η Εισαγγελία Διαφθοράς υπό την Ελένη Ράικου διενεργεί κατ’ οίκον έρευνα στο σπίτι του Ρωμανού. Ωστόσο το υλικό που κατάσχεται ούτε αξιοποιείται νομικά ούτε παραδίνεται στην ανακρίτρια, η οποία όταν εντοπίζει από τα συνοδευτικά έγγραφα της δικογραφίας ότι υπήρξε έρευνα ζητά να της παραδοθούν τα στοιχεία και καταγγέλλει την απόκρυψη στους ανωτέρους της.
Η Siemens και ο Σημίτης
Η SAIC, η οποία ανέλαβε τελικά το έργο της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων (το γνωστό σύστημα C4I), επέλεξε ως βασικούς υπεργολάβους του έργου τη Siemens, την IBM, την Altec του Θανάση Αθανασούλη, την εταιρεία Πουλιάδης, τη ΔΙΕΚΑΤ, την Πάνου και την AMS. Η απόφαση της ανάθεσης στη συγκεκριμένη εταιρεία προέκυψε ύστερα από πιέσεις που ασκήθηκαν από το υπουργείο Δημοσίας Τάξης, το οποίο μετέφερε τις πιέσεις των «συμμάχων Αμερικανών» οι οποίοι ανησυχούσαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ουσιαστικά οι αποφάσεις που οδήγησαν στην επιλογή της SAIC ήταν πολιτικές. Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης αναφέρει στην επιστολή του στην Εξεταστική Επιτροπή για τη Siemens, τον Μάιο του 2011:
«Το υπουργείο Δημόσιας Τάξης σε σημείωμά του της 15ης Ιουλίου 2002 τόνιζε τα εξής: “Απαιτείται λήψη απόφασης εάν θα ολοκληρωθεί η μελέτη των επιχειρησιακών κέντρων με ενσωματωμένο σύστημα TETRA από τον κατασκευαστή οπότε θα σταματήσει ο προηγούμενος διαγωνισμός, αλλιώς θα πρέπει ο υπάρχων διαγωνισμός TETRA να προχωρήσει με εντατικά βήματα αλλά με κίνδυνο να μην μπορέσει να υλοποιηθεί στο σύντομο εναπομένον χρονικό διάστημα”… Η Διυπουργική Επιτροπή Συντονισμού Ολυμπιακής Προετοιμασίας (ΔΕΣΟΠ) είχε δύο δυνατές επιλογές. Η πρώτη ήταν να προχωρήσουν χωριστά οι διαγωνισμοί για C4I και TETRA. Η δεύτερη ήταν να ενοποιηθούν. Προτίμησε τη δεύτερη. Η ΔΕΣΟΠ αποφάσισε μετά τα παραπάνω να αναθέσει στο ΥΕΘΑ τη διενέργεια της προμήθειας του C4I… Tο υπουργείο Δημοσίας Τάξης συμμετείχε σε όλο το έργο μαζί με το ΥΕΘΑ».
Μεταξύ της SAIC και της Τhales Raytheon Systems, το ΚΥΣΕΑ επέλεξε τη SAIC.
Στις 7 Μαΐου 2003 ο ειδικός σύμβουλος του υπουργού Εθνικής Αμυνας Αλέξανδρος Πολυμενόπουλος κατέθεσε στην εισαγγελέα Ελλη Τουμπάνου («Ελευθεροτυπία», 18 Ιανουαρίου 2014): «Ο κ. Μαλέσιος (σ.σ.: υφυπουργός Δημόσιας Τάξης) εισηγείται στο ΚΥΣΕΑ, όπου “συμπτωματικά” έλειπαν οι Υπουργοί Εξωτερικών, την επιλογή του προσωρινού αναδόχου, SAIC. Επειδή η πρόταση της THALES παρέμενε τεχνικά ισχυρότερη –προηγείτο κατά 3,5 μονάδες της SAIC– και οικονομικά συμφερότερη κατά 6,5 εκατ. δολάρια, πιστεύω ότι ο κύριος πρωθυπουργός εξηπατήθη».
Ο Κώστας Σημίτης δεν απάντησε ποτέ αν «εξηπατήθη» αλλά ο υφυπουργός Δημόσιας Τάξης Ευάγγελος Μαλέσιος παραιτήθηκε σκανδαλωδώς το 2003, όταν αποκαλύφθηκε ότι διέμενε στο σπίτι του Αθανασούλη της Altec, που ήταν υπεργολάβος της SAIC υπέρ της οποίας εισηγήθηκε.
H «Liberation», ο Γιάννος και οι αγωγές
Τον Σεπτέμβριο του 2005 η γαλλική εφημερίδα «Liberation» δημοσίευσε αποσπάσματα από τη δικογραφία που συνέταξαν οι δύο Γάλλοι εισαγγελείς και αφορούσε τη δράση της Thales στην Ελλάδα, με βάση την κατάθεση του Μισέλ Ζοσεράν. Σε αυτό το δημοσίευμα αναφερόταν ονομαστικά ο Γιάννος Παπαντωνίου και φωτογραφίζονταν ο Κώστας Σημίτης και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης.
Ο κ. Παπαντωνίου έκανε αγωγή κατά της «Liberation». Το Πρωτοδικείο του Παρισιού καταλόγισε 5.000 ευρώ στην εφημερίδα για απλή δυσφήμηση του Παπαντωνίου, αφού δεν επρόκειτο για έρευνα με αποδεικτικά στοιχεία αλλά για αναπαραγωγή δημοσιευμάτων. Το ποσό αυτό δεν καταβλήθηκε ποτέ, αφού ο πρώην υπουργός δέχθηκε να κλείσει εκεί το θέμα. Σε διαρροές όμως στα ελληνικά ΜΜΕ ο κ. Παπαντωνίου έλεγε ότι η «Liberation» καταδικάστηκε για ψεύτικο δημοσίευμα με 20.000 ευρώ και ο ίδιος δεν δέχθηκε κανένα συμβιβασμό.
Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης επέλεξε να απαντήσει απαξιωτικά για τις καταθέσεις του Ζοσεράν, λέγοντας στο Documento: «Δεν με αφορά, όπως δεν με αφορούσαν ποτέ γελοίοι ισχυρισμοί διεφθαρμένων –κατά δήλωσή τους– επιχειρηματιών και των επιχειρήσεών τους». Σε αντίστοιχη δήλωσή του το 2005 στο Γαλλικό Πρακτορείο μετά το δημοσίευμα της «Liberation» για τα λεγόμενα του Ζοσεράν o πρώην υπουργός Δημόσιας Τάξης είχε επαναλάβει παρόμοια δήλωση, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε σχέση με το σύστημα SAIC, κάτι που όμως διέψευσε αργότερα ο ίδιος ο Σημίτης λέγοντας ότι υπήρξε συνεργασία γι’ αυτό ανάμεσα στον υπουργό Δημόσιας Τάξης Χρυσοχοΐδη και τον υπουργό Αμυνας Παπαντωνίου.
Μετά την εξέλιξη της γαλλικής έρευνας υπήρξαν διώξεις για δωροδοκία σε ξένη χώρα και παρασχέθηκαν στοιχεία στην ελληνική πλευρά. Από το 2005 έως το 2017 η υπόθεση και φυσικά τα αποδεικτικά στοιχεία παραμένουν στα συρτάρια και απ’ ό,τι φαίνεται αποκρύπτονται κιόλας από αυτούς που οφείλουν να τα ερευνήσουν.
Ενα ακόμη σημαντικό στοιχείο είναι ότι ο εκπρόσωπος της Thales στην Ελλάδα Χαράλαμπος Μπεκατώρος, πρώην αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και γνώστης όσων συνέβησαν στην Ελλάδα, σκοτώθηκε σε περίεργο τροχαίο στις 18 Ιανουαρίου του 2012.
Το τραμ της Νίκαιας, οι μίζες και οι καταγγελίες Ζοσεράν
Το 2004, ο διευθύνων σύμβουλος της Thales Engineering and Consulting (THEC) Μισέλ Ζοσεράν περνούσε για τελευταία φορά το κατώφλι της εταιρείας. Αν και ξεκίνησε από διευθυντής πωλήσεων, κατάφερε να αναρριχηθεί και την τριετία 2001-2004 να γίνει διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, θυγατρικής της Thales.
Ενα από τα συμβόλαια της εταιρείας είχε να κάνει και με το τραμ της Νίκαιας. Η εταιρεία φέρεται να χρημάτισε δημοτικό σύμβουλο της Νίκαιας την περίοδο που ο Μισέλ Ζοσεράν βρισκόταν στο τιμόνι της εταιρείας. Ακολούθησαν έρευνες. Η Γαλλική Υπηρεσία Οικονομικού Εγκλήματος προχώρησε σε κατασχέσεις εικονικών τιμολογίων όταν ανακαλύφθηκαν περίεργες διαδρομές χρημάτων σε offshore. Σε βάρος του Μισέλ Ζοσεράν απαγγέλθηκαν κατηγορίες για δωροδοκία. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι δεν ακολουθούσε τίποτε άλλο παρά τη συνήθη εταιρική πρακτική.
Σύμφωνα με αυτή το 2% του τζίρου της εταιρείας δινόταν για μίζες. Η υπόθεση οδηγήθηκε σε δίκη. Κατά την ακροαματική διαδικασία ο Μισέλ Ζοσεράν έκανε λόγο για 80 περιπτώσεις διαφθοράς από την πλευρά της THEC, ενώ περιέγραψε μια εικόνα σύμφωνα με την οποία η καταβολή μιζών ήταν κάτι συνηθισμένο για την εταιρεία.
To 2008 η γαλλική Δικαιοσύνη επέβαλε πρόστιμο ύψους 600.000 ευρώ στην εταιρεία για ενεργητική δωροδοκία και της απαγόρευσε να συμμετέχει σε κρατικές συμβάσεις τα επόμενα δύο χρόνια. Ο Μισέλ Ζοσεράν καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλακή, ενώ σε τέσσερα χρόνια καταδικάστηκε ο Dominique Monleau, ο δημοτικός σύμβουλος που σύμφωνα με τις καταγγελίες του Μισέλ Ζοσεράν είχε χρηματιστεί.
Bαγγέλης Τριάντης