«Ποτέ δεν είναι πολύς ο χρόνος όταν θέλεις κάποιον…»
Το 1959 η Μαργκερίτ Ντυράς , βραβευμένη με τη σημαντικότερη διάκριση στη γαλλική λογοτεχνία, το βραβείο Γκονκούρ, έγραψε έναν ύμνο για τον έρωτα και το αναπόφευκτό του.
Το «Χιροσίμα Αγάπη μου» θα μπορούσε να ήταν μια ακόμη ιστορία αγάπης αν δεν ήταν τόσο οδυνηρά δεμένη με το θάνατο. Μια ανέφικτη σχέση που διεκδικεί να υπάρξει μέσα από μια δαιδαλώδη διαδρομή αναμνήσεων και οδυνηρών γεγονότων που καδράρουν τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Μια Γαλλίδα ηθοποιός φτάνει στη Χιροσίμα για τα γυρίσματα μιας ταινίας με θέμα την ειρήνη. Περνά τη νύχτα της με έναν Γιαπωνέζο αρχιτέκτονα και περιστασιακό εραστή. Οι μνήμες του πυρηνικού ολέθρου που έπληξε την πόλη, συναντούν τις προσωπικές της αναμνήσεις από τον δικό της γενέθλιο τόπο, το Νεβέρ, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εφηβικού της έρωτα μ’ έναν Γερμανό στρατιώτη που δολοφονήθηκε μπροστά στα μάτια της.
Ο Νίκος Διαμαντής μεταφέρει στο θέατρο Σημείο το μυθιστόρημα «Χιροσίμα Αγάπη μου» επιχειρώντας ένα θέατρο που απευθύνεται στις αισθήσεις. Ο τόπος και ο χρόνος είναι έννοιες μεταβαλλόμενες κι αν δεν υπήρχαν οι πληροφορίες του κειμένου θα μπορούσαν να είναι και, εντελώς, αδιευκρίνιστες. Ούτε τα ονόματα έχουν σημασία γιατί πολύ απλά «εκείνος» και «εκείνη» θα μπορούσαν να είναι ο οποιοσδήποτε από εμάς, παρόλα αυτά οι ήρωες δεν είναι ανώνυμοι, κουβαλούν μαζί την ιστορία τους.
Τοποθετώντας ο σκηνοθέτης στη σκηνή τους θεατές και καθοδηγώντας τους ηθοποιούς να μπερδεύονται ανάμεσα μας δημιουργεί πολλαπλούς χώρους δράσης. Η θεατρική πράξη δεν εξελίσσεται πάντα ενώπιον ενός δομημένου περιγράμματος «αναγκάζοντας» τις αισθήσεις μας να αφουγκραστούν σκηνές που διαδραματίζονται στο φως, στο ημίφως και άλλοτε στο απόλυτο σκοτάδι. Πρόκειται για μια σκηνοθεσία που δεν βιάζεται, αλλά εξελίσσεται κάθε στιγμή. Εύστοχες οι μορφικές ανακολουθίες και οι αφηγηματικές παρεκκλίσεις καθώς και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα στην κίνηση των ηθοποιών. Όλα μαζί δημιουργούν μια χρονική ρευστότητα που μπερδεύει το πραγματικό με το ονειρικό. Σε αυτό συντελούν τα γήινα και αέρινα κουστούμια της Άσης Δημητρολοπούλου και η μετάφραση του Χρήστου Χρυσόπουλου αναδεικνύοντας όλο τον λυρισμό ενός έργου που από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως ωδή στον έρωτα.
Η ερμηνεία του Όμηρου Πουλάκη έχει δύναμη και μια αμεσότητα που τοποθετεί τον θεατή στο οικείο περιβάλλον. Καθαρός λόγος, αβίαστος με ωραίες παύσεις και ένα συναίσθημα που δεν αφήνεται να παρασυρθεί περισσότερο από το πολύ που έτσι κι αλλιώς απαιτεί ο ρόλος. Η Λητώ Μεσσήνη αέρινη και εύθραυστη φανερώνει μια γυναίκα παθιασμένη, ανήμπορη να αντισταθεί προκαλώντας καθετί που συμβαίνει. Η ηθοποιός κατάφερεσύντομα να αποβάλλει το άγχος που είχε στα πρώτα λεπτά του έργου και να ταιριάξει απόλυτα με τον συμπρωταγωνιστή της. Η Ιωάννα Μακρή στο ρόλο της ίδιας της Μαργκερίτ Ντυράς, αφηγείται την ιστορία ή πιο σωστά φανερώνει αυτά που δεν εκφράζονται πάνω στη σκηνή δημιουργώντας συνδέσεις με τους ήρωες και βοηθώντας την εξέλιξη του έργου. Ο Βαγγέλης Ρόκκος είναι ο πιο πραγματικός χαρακτήρας του έργου. Έρχεται και διαρρηγνύει τον μικρόκοσμο των δύο εραστών αποκαθηλώνοντας τον έρωτα και επαναφέροντάς τον σε αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Την επόμενη ημέρα μιας πυρηνικής καταστροφής που δεν διαφέρει από κάθε άλλο τέλος όπως το αναπόφευκτο τέλος κάθε έρωτα. Ρεαλιστικό παίξιμο σε έναν ρόλο που αποδίδεται μέσα από μια υπερβολή, έξυπνα τοποθετημένη.
Ο Νίκος Διαμαντής στο «Χιροσίμα Αγάπη μου» αγγίζει το μεταφυσικό μιλώντας για την απόλυτη και πραγματική συνθήκη του έρωτα μέσα από μετατραυματικούς ήρωες που μας μοιάζουν πολύ!!