Όταν παρακολουθείς μια θεατρική παράσταση, όπου ανεβαίνει για πρώτη φορά και μάλιστα με ένα κείμενο «ζεστό» που δεν το γνωρίζεις υπάρχει πάντα άγχος, αλλά και μια προσδοκία. Είναι άγνωστη, απάτητη γη και η ευθύνη είναι, ίσως, λίγο μεγαλύτερη.
Το Trio Lumpen – Η Φράουλα είναι το συγγραφικό και σκηνοθετικό διάβημα ή ορθότερα η πολιτική διαμαρτυρία του Γιώργου Τσαγκαράκη απέναντι σε μια συνθήκη, τραγικά επίκαιρη και θλιβερά οικεία. Προτού, μιλήσω για την κάθε αυτή παράσταση έχει σημασία πόσο καθρέφτης μας είναι αυτό το έργο κι αν κρίνω από τις αντιδράσεις των θεατών, μάλλον, πρόκειται για καθολική διαπίστωση.
Η υπόθεση θέλει τρεις νέο-άστεγους -που θα μπορούσαν να είναι ο καθένας από εμάς- να προσπαθούν να επιβιώσουν (με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό) καταγράφοντας και σχολιάζοντας την ιστορία της Ελλάδας πιάνοντας το ιστορικό κουβάρι από πολύ παλιά, επιχειρώντας μια βουτιά στο χρονικό διηνεκές. Μέσα από άπειρους συμβολισμούς και ιντερμέδια, που δεν ξεφεύγουν από τη στιβαρή δομή του κειμένου, χλευάζουν και αποδομούν το πριν και το τώρα αφήνοντας, όμως, μια μικρή ελπίδα για το αύριο, ένα λουλούδι που θάβεται και μια… φράουλα. Κι αν αναρωτιέστε τι δουλειά έχει η φράουλα σε ένα πολιτικό έργο το μόνο που μπορώ να πω είναι πως αν κάτι μπορεί, ακόμα να μας σώσει είναι οι μικρές και μεγάλες φράουλες αυτού του κόσμου, κόκκινες και πολύτιμες…
Από την άνοδο του ναζισμού, τον εμφύλιο και τα Δεκεμβριανά, την απάτη του αμερικανικου ονείρου με αποκορύφωμα τη μεταπολίτευση και τη λογική της καβάτζας , μέχρι, τον αυταρχισμό και τις τακτικές του παρακράτους οι τρεις ήρωες προσπαθούν να επιβιώσουν μένοντας πιστοί και αιχμάλωτοι σε ένα καθεστώς που συντηρείται και τρέφεται από τους ίδιους. Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με ένα στρατευμένο έργο, που από κάποιους, ίσως, θεωρηθεί βλάσφημο και αιρετικό. Δεν νομίζω πως οι συντελεστές έχουν άγνοια κίνδυνου, τουναντίον, το διασκεδάζουν πολύ και αυτό φαίνεται από την πρώτη στιγμή. Υπάρχει μία σκηνή που, πραγματικά, αναλύει με τον πιο ξεκάθαρο και ωμό τρόπο όλη τη θεωρία του Καρλ Μαρξ για τον καπιταλισμό και το φιλελεύθερο κράτος , την υπεραξία και όλα αυτά με λίγο από τζαζ και χρυσά κομφετί να στροβιλίζουν στον αέρα.
Σκηνοθετικά ο Γιώργος Τσαγκαράκης αποφεύγει έξυπνα την αυτοαναφορικότητα, μιας και φέρει το βάρος και της συγγραφής και της σκηνοθεσίας, αλλά και του ενός εκ των χαρακτήρων του έργου, δίνοντας περισσότερο ερμηνευτικό «αέρα» στους δυο συμπρωταγωνιστές του και κυρίως στον Φώτη Λαζάρου, που κεντάει πάνω στη σκηνή. Αξιοποιώντας όλους τους επιμέρους χώρου ακροβατεί μεταξύ σκληρής πολιτικής σάτιρας και κοινωνικής αφύπνισης. Σκοτεινοί ήρωες, κλοσάρ φυσιογνωμίες, χαμένοι κάπου μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, κομμένοι και ραμμένοι στο κουστούμι του κάθε νεοέλληνα.
Ο Φώτης Λαζάρου στο ρόλο του Χάρη έχει, όπως ανέφερα και πιο πάνω, το μεγαλύτερο ερμηνευτικό βάρος. Μεταμορφώνεται, οδηγεί, αυτοαναιρείται και είναι εκείνος που ακόμα διατηρεί τη φλόγα μέσα του, έστω και ως ξέσπασμα. Περνάει δι ἐλέου καὶ φόβου με όλη την τραγικότητα του ήρωα που παλεύει και ματαιώνεται καταφέρνοντας να τοποθετήσει τον θεατή εκεί όπου και συμβολικά είναι η θέση του, πάνω στη σκηνή.
Ο Δημήτρης Κουφαλάκος, στο ρόλο του μουγκού και υπεύθυνος για τη μουσική της παράστασης δίνει τις απαραίτητες παύσεις αποφορτίζοντας τις δραματουργικές εντάσεις και μέσα από τους ήχους του «σκουντάει» τους χαρακτήρες διευκολύνοντας την θεατρική οικονομία. Ο Γιώργος Τσαγκαράκης σε άριστη χημεία με τον Φώτη Λαζάρου είναι απολαυστικός στους μεταξύ τους διαλόγους δημιουργώντας ένα alter ego πιο προσγειωμένο και κωμικό θέτοντας πολλές φορές τα ερωτήματα.
Η παράσταση έχει στοιχεία Variète και σωματικού θεάτρου με την Βαγγελιώ Κυριαζίδου να έχει επιμεληθεί την κίνηση. Το σκηνικό της Σοφίας Καρακάση, λειτουργικό, λιτό παραπέμπει σε μια αποθήκη. Ιδιαίτερα εύστοχα τα κουστούμια και όλα τα υλικά που διευκόλυναν τις μεταμορφώσεις, όπως οι περούκες των δικαστών και τα καπέλα, που μαρτυρούσαν ιστορικές προσωπικότητες. Ιδιαίτερη μνεία στους φωτισμούς του Γιώργου Ζιώγαλα που υπογράμμιζαν και αναδείκνυαν τα σκηνοθετικά μέρη. Στην παράσταση ακούγονται οι ηχογραφημένες φωνές του Δημήτρη Αντωνιάδη, του Σπύρου Κοντορίζου και του Δημοσθένη Ξυλαρδιστού. Στο τραγούδι ο Θανάσης Χουλιαράς.
Το Trio Lumpen – Η Φράουλα, μέσα από «μπεκετικές» αναφορές, που αγγίζουν, βέβαια, την κοινωνικοπολιτική και όχι υπαρξιακή διάνοια μας, είναι ένα έργο που αντανακλά με τον πιο θρασύ και συνάμα ουτοπικό τρόπο τη ζωή μας, μια ζωή που παραπαίει μεταξύ επιθυμίας και συνθηκολόγησης!!