Κριτική θεάτρου: «Βρέχει στη Βαρκελώνη»

Ο Κώστας Καζανάς πρόβαλε το μείγμα στεγνής ανθρωπιάς και κυνισμού που διακρίνει τον βιβλιοπώλη Νταβίντ που υποδύθηκε, ενώ η Δήμητρα Ματσούκα ενσάρκωσε μεταξύ χιούμορ και μελαγχολίας τη σεξεργάτρια Λάλι

Μια φαινομενικά άνευρη ιστορία εξελίσσεται σε ένα θλιβερό παιχνίδι γυναικείας εκμετάλλευσης στην παράσταση «Βρέχει στη Βαρκελώνη».

Ενα βρόμικο και θλιβερό ημιυπόγειο στη συνοικία Ραβάλ, μια υποβαθμισμένη περιοχή κοντά στο λιμάνι, είναι ο χώρος όπου μας μεταφέρει ο γνωστός Καταλανός συγγραφέας Πάου Μιρό για να μας αφηγηθεί την ιστορία του. Μια υποθερμική, φαινομενικά άνευρη και αρκετά κοινότοπη ιστοριούλα που εκτυλίσσεται χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς στη σύγχρονη Βαρκελώνη, αλλά μπορεί άνετα να μεταφερθεί σε κάποια φτωχογειτονιά μιας οποιασδήποτε πόλης. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ήρωές της, είναι ταπεινά λουλούδια, φυτρώνουν παντού και μαραίνονται εξίσου απαρατήρητα με την ολιγόζωη ανθοφορία τους.

Ευκαιρία διαφυγής

Η Λάλι, μια σεξεργάτρια, ζει στην απόλυτη πλήξη μαζί με τον Κάρλος, εραστή και προαγωγό της. Μα, ενώ εκείνος περιφέρεται άσκοπα σαν άδειο σακί, πλήρως παραιτημένος και θλιβερός στην απραξία του, η Λάλι δεν έχει ακόμη συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η ζωή της θα κυλήσει στο ίδιο μοτίβο. Νομίζει λοιπόν ότι βλέπει μια ευκαιρία να δραπετεύσει από το πνιγηρό της περιβάλλον στο πρόσωπο του Νταβίντ, ενός καλόβολου και λιγάκι άχρωμου ιδιοκτήτη βιβλιοπωλείου, που είναι τακτικός της πελάτης. Ο Νταβίντ όμως δεν αργεί να γνωρίσει τον Κάρλος και να τα βρει μαζί του πίσω από την πλάτη της Λάλι, με μια συμφωνία επιφανειακά μόνο υπέρ της, αλλά στην πραγματικότητα ύπουλη και ακόμη πιο θλιβερή.

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος επέλεξε, λοιπόν, ένα κείμενο με υποτυπώδη δράση και το προσέγγισε σκηνοθετικά σύμφωνα με το πνεύμα της ελάχιστης, εντελώς αναγκαίας, παρέμβασης σε δρώμενα που μοιάζουν να εξελίσσονται με τη μοιραιότητα του αναπότρεπτου. Για τους υπογειωμένους και αφανείς του ήρωες ο πλατύς, μεγάλος και πολλά υποσχόμενος έξω κόσμος παραμένει απροσέγγιστος. Οι ευκαιρίες τους υπονομεύονται από έλλειψη βούλησης και τα χαρακτηριστικά τους, στερημένα από κάθε αδρότητα, συνθέτουν μια εκ πρώτης όψεως πλαδαρή ιστορία. Η συρραφή των ασήμαντων περιστατικών της δίνει ωστόσο στον σκηνοθέτη τη δυνατότητα να αναπτύξει επί σκηνής μια καλά ζυγισμένη και πάντοτε χαμηλόφωνη ενορχήστρωση της γενικής παθητικότητας που διέπει την όλη δραματουργική σύλληψη του συγγραφέα.

Γύρω από ένα κρεβάτι

Εδώ, γύρω από ένα κρεβάτι που είναι βωμός του αγοραίου σεξ και ταυτοχρόνως κρύπτη απωθημένων ελπίδων, δεν συμβαίνει τίποτε το εντυπωσιακό. Δεν έχουμε άγριους φόνους, εκδικητικούς εμπρησμούς ή λυρικές αυτοκτονίες. Δεν υπάρχουν δραματικές ανατροπές και βίαιες συγκρούσεις, κανένας ήρωας δεν δοκιμάζεται στην κόψη του ξυραφιού ούτε εκτίθεται στο ξαφνικό φως παράτολμων, έστω και αδιέξοδων, μα ανέκκλητων αποφάσεων. Η μόνη έξοδος από τη χαμοζωή, που ο Σάκης Μπιρμπίλης φωτίζει ανεπαισθήτως και ο σκηνογράφος Αντώνης Δαγκλίδης την περισφίγγει στον απέριττο βρόχο του, είναι το μακρόστενο παράθυρο με τα συρόμενα κουρτινάκια, μία οθόνη πίσω από την οποία η πραγματικότητα φαίνεται για λίγο, περνά και χάνεται.

Με τον ίδιο βηματισμό, όπως άλλωστε σαφώς υποβάλλεται και από την εμπρόθετα άνευρη μετάφραση (Els de Paros) και τις υπόκωφες μουσικές νύξεις του Νίκου Κυπουργού, κινούνται και οι ηθοποιοί. Ο Κώστας Καζανάς (Νταβίντ) ενσάρκωσε με προμελετημένη ακαμψία τον ήπιο αλλά και ψυχρά υπολογιστικό χαρακτήρα του βιβλιοπώλη, δίνοντας τον κατάλληλο τόνο στο παράδοξο μείγμα στεγνής ανθρωπιάς και καθημερινού κυνισμού που τον διακρίνει.

Ο Ανδρέας Κοντόπουλος (Κάρλος) απέδωσε στον απονευρωμένο ήρωά του την ιδιάζουσα σε ρεμάλια νωχελή άρθρωση, το αργόσυρτο βάδισμα και την έρπουσα υπόσταση του ανθρώπου που έχει συνθηκολογήσει με την πιο βρόμικη όψη της ζωής. Η Δήμητρα Ματσούκα (Λάλι), ντυμένη με τα ευάρμοστα για την περίσταση κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού, επωμίστηκε το μεγαλύτερο βάρος της παράστασης και διέπλασε στο όριο χιούμορ και μελαγχολίας το πρόσωπο της γυναίκας που μάχεται να υπερβεί τους στενούς μορφωτικούς της ορίζοντες και τις αντίστοιχες περιορισμένες επιλογές.

Η σκηνή που η ηρωίδα της επιχειρεί να ερμηνεύσει έναν στίχο του Ρεμπώ θα μείνει στη μνήμη του θεατή για την παιχνιδιάρικη ελαφρότητα με την οποία διακωμωδεί την εγνωσμένη ανεπάρκειά της.

Ο μύθος του σωτήρα

Η γυναίκα που αρπάζεται από κάποιον επίδοξο σωτήρα για να ξεφύγει από τη ζωή της υπήρξε αγαπημένο μυθιστορηματικό θέμα με μακρά διαδρομή στο θέατρο και στον κινηματογράφο, επειδή η κινδυνεύουσα ζωή προσφέρεται σε πολλές εκδοχές. Πρόκειται για τη ζωή σε μια ασφυκτική επαρχία ή στους κόλπους μιας δυναστικής οικογένειας, στην ταπεινωτική εργασία ή την εξευτελιστική εξάρτηση, στην αποχαυνωτική ησυχία ή τη βαθιά υπαρξιακή ανησυχία. Στις μέρες μας, εντούτοις, και μόνο η αναρώτηση αν ένας άνδρας μπορεί να σώσει μια γυναίκα ακούγεται προβοκατόρικη. Ανεξαρτήτως φύλου, λοιπόν, εάν η λύση για να ξεφύγει μια ναυαγισμένη ύπαρξη από ένα μοτίβο αποπνικτικής ζωής εξαρτάται από έναν «σωτήρα» –στον οποίο αποδίδονται συχνά ιδιότητες που δεν διαθέτει, τουλάχιστον στον αναμενόμενο βαθμό–, τότε είναι καταδικασμένη. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με έναν λαό που ψάχνει για «σωτήρα» σχεδόν πάντα κατώτερο πάσης προσδοκίας. Το πραγματικό πρόβλημα, επομένως, δεν βρίσκεται στο πρόσωπο του άλλου αλλά στο ότι ο άνθρωπος διεκδικεί την ελευθερία από μια δεδομένη συνθήκη, χωρίς τη δυνατότητα να τη στρέψει προς μια ορισμένη κατεύθυνση.

INF0
Συμπαραγωγή Θεάτρου του Νέου Κόσμου και Θεάτρου Τέχνης. Τετάρτη έως Κυριακή στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν – Υπόγειο