Κριτική θεάτρου-«Βάκχες»: Διόνυσος χωρίς πάθος σκοτεινό

Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης δεν έπεισε με την ερμηνεία του στον κεντρικό ρόλο του τρομερού θεού, ενώ η κίνηση του χορού σε κάποια σημεία της παράστασης ήταν υποτονική και δεν συγχρονιζόταν με τη δράση

Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, που ανέβηκαν από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου, δεν είχαν τον ρυθμό και την ορμή που απαιτεί η τραγωδία.

Το ύφος μιας παράστασης –όχι πάντα αλλά αρκετά συχνά– φαίνεται από την αρχή. Η αμήχανη λοιπόν και με διαρκείς αναβολές είσοδος του Διονύσου και η βραδυπορούσα ακολουθία των γυναικών που απαρτίζουν τον θίασό του όρισαν και το στίγμα της σκηνοθετικής προσέγγισης του Θάνου Παπακωνσταντίνου.

Ο Διόνυσος ως πανηδονιστής θεός είναι ασυγκράτητος και μια παράσταση εμποτισμένη από τη ταχυκινησία του οφείλει να διαθέτει ακατάσχετο ρυθμό, γρήγορες εναλλαγές και αιφνίδιες κορυφώσεις. Χαρακτηριστικά που έλειπαν από την ομαλή κατάστρωση της πλοκής και την επιμήκυνση των χορικών που επέλεξε ο σκηνοθέτης, δίνοντας στην παράστασή του εύρος αλλά όχι και το ανάλογο ύψος.

Το διπλό παράδοξο

Οι «Βάκχες» είναι ως γνωστόν η τελευταία τραγωδία που συνέθε σε στη Μακεδονία ο Ευριπίδης και παραδόξως, αφού ο Διόνυσος θεωρείται ο γενάρχης του είδους, η μόνη σωζόμενη που έχει ως ήρωα τον ακαταλόγιστο θεό της αμπέλου και της μέθης, της εκστατικής σεξουαλικότητας και της απελευθέρωσης των ενστίκτων. Το παράδοξο μάλιστα γίνεται ακόμη πιο ανεξήγητο δεδομένου ότι αυτός που επιλέγει τον Διόνυσο ως πρωταγωνιστή μιας τραγωδίας του είναι ο νεωτεριστής Ευριπίδης, ο οποίος λογαριάζεται ως ο κατεξοχήν υπέρμαχος του ορθού λόγου.

Η εκτροπή του λοιπόν προς την ασύδοτη εκστατική μέθεξη εκλαμβάνεται από πολλούς ως ποιητική αυτοκτονία και αποδίδεται στη σαγήνη που άσκησαν πάνω του τα παραπλήσια θρακικά δάση και η επαφή του με τους εναπομείναντες θιάσους της διονυσιακής λατρείας. Αλλοι μελετητές, απεναντίας, θεωρούν ότι ο Ευριπίδης όχι μόνο δεν συντάσσεται με τον αχαλίνωτο μαιναδισμό και την αιματηρή κυριαρχία των εξωλογικών στοιχείων της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά καταγγέλλει την καταστροφική τους δύναμη και προειδοποιεί για τις συνέπειες που θα είχε η ανεξέλεγκτη επενέργειά τους σε μια συντεταγμένη πολιτεία. Ο Παπακωνσταντίνου, έχοντας ασφαλώς υπόψη αυτές τις συγκρουόμενες ερμηνείες, αποφάσισε να κρατήσει ανεξάρτητη γραμμή πλεύσεως και επιχείρησε, με αμφίβολα αποτελέσματα, τον ακροβατικό τους συγκερασμό. Επέλεξε την ποιητικά δόκιμη, αν και ώρες ώρες άρρυθμη, μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά και έπειτα από ανεξήγητα εκτεταμένη εισαγωγή οδήγησε τους θεατές στο επίκεντρο της δράσης.

Χωρίς αυθεντική ορμή

Ενώ ο βασιλιάς Πενθέας λείπει από την πόλη, ο Διόνυσος έρχεται από την Ασία στη Θήβα με την οποία έχει πατρογονικούς δεσμούς και όντας μεταμφιεσμένος ξελογιάζει τις γυναίκες που, ηλεκτρισμένες από την παρουσία του, συγκροτούν νυκτόβιους ορειβατικούς θιάσους και επιδίδονται σε μαιναδικά όργια. Με την επιστροφή του ο Πενθέας πληροφορείται την ανταρσία των γυναικών, στην οποία πρωτοστατεί και η μητέρα του η Αγαύη, αλλά παρά τις συνετές προτροπές του Κάδμου και του Τειρεσία, συγκρούεται με τον Διόνυσο. Αμφισβητεί τη θεία καταγωγή του, αντιτίθεται στην εξουσία του και εμφανίζεται ως πολέμιος της λατρείας του. Τον θεωρεί ανόητα καινούργιο, «νεωστί εισελθόντα» θεό, επιμένοντας να αγνοεί τις πανάρχαιες ρίζες του και επιχειρεί –ανεπιτυχώς, εννοείται– να τον δέσει.

Ως εδώ ο σκηνοθέτης ανταποκρίνεται με τον τρόπο του στο πνεύμα του κειμένου, προσδίδει ελαφρότητα στην αντιμαχία των κεντρικών ηρώων και προικίζει με καυστική ειρωνεία τον Διόνυσο. Τα προβλήματα της παράστασης είναι εντούτοις ορατά και εντοπίζονται αρχικά στη συνεκφώνηση του γυναικείου θιάσου όπου περισσεύουν οι τσιρίδες αλλά λείπει η αυθεντική ορμή. Το μαύρο πλαίσιο της λαιμητόμου που έστησε η σκηνογράφος Νίκη Ψυχογιού είναι υποβλητικό αλλά τα τολμηρά πολύχρωμα κοστούμια της ιδίας δεν συμβαδίζουν με την άνευρη χορογραφία της Νάντης Γώγουλου.

Οι γυναίκες του διονυσιακού θιάσου είναι μαινάδες, οργάδες και κρουόμενες αλλά εδώ εμφανίζονται έρπουσες ή κυλιόμενες, με χαλαρή διάθεση και ελάχιστη αγριότητα. Δεν πείθουν ότι είναι οι παράφορες γυναίκες που θα διαμελίσουν τον Πενθέα όταν τον συλλαμβάνουν να παρακολουθεί κρυφά την οργιαστική τους τελετή. Με την ανάδειξη αυτής της τελετής συνδέεται άλλωστε και η προβληματικότερη όψη της παράστασης. Ο τελετουργικός διασπαραγμός που υφίσταται ο Πενθέας είναι φυσικά αθέατος. Για να ζωντανέψει λοιπόν μπροστά στα μάτια μας απαιτείται εκτός από την αφηγηματική του αγγελία και η παράλληλη, συγχρονισμένη και εντατική κίνηση του χορού – που εδώ ατυχώς ήταν υποτονικός.

Με τη διεγερτική, επαναληπτικών μοτίβων, μουσική σύνθεση του Δημήτρη Σκύλλα και υπό τους εύστοχους στροβοσκοπικούς φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα εμφανίστηκαν και οι ηθοποιοί. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, που υποδύθηκε έναν Διόνυσο με εμφανή ανδρογυνικά χαρακτηριστικά, πλειοδότησε σε σαρκαστικές αιχμές αλλά δεν έπεισε ότι διαθέτει το σκοτεινό πάθος του τρομερού θεού. Ο Αργύρης Πανταζάρας ενσάρκωσε έναν εξαρχής αβέβαιο Πενθέα κι έτσι δεν κατέδειξε τη μετάπτωσή του από την αλαζονεία στη γελοιότητα. Η Αλεξία Καλτσίκη έπλασε μια συγκρατημένη Αγαύη που δεν εξωθεί τον ανάστατο ψυχισμό της ως τα άκρα. Η Μαριάννα Δημητρίου ενσάρκωσε έναν Τειρεσία αφοπλισμένο και δίχως ιερατική επιβολή. Ο Θέμης Πάνου δεν είχε την ευκαιρία να αναπτύξει τα εξαιρετικά υποκριτικά του προσόντα στον ρόλο του Κάδμου. Ο Γιάννης Κόραβος, ο Διονύσης Πιφέας και ο Φώτης Στρατηγός που μοιράστηκαν τον ρόλο του Αγγελιαφόρου ολοκλήρωσαν εντελώς συμβατικά τη διανομή μιας ουδέτερης παράστασης.