Κριτική θεάτρου: «Τζούλια»

Κριτική θεάτρου: «Τζούλια»
Η Ευσταθία Τσαπαρέλη ερμηνεύει την εκκεντρική πρωταγωνίστρια που δεινοπαθεί από το περιβάλλον της και ο Κυριάκος Σαλής τον ντόμπρο επαρχιώτη (φωτογραφία: Πάνος Σταυριανός)

Η «Τζούλια» του Τάσου Ιορδανίδη μεταγράφει στο σήμερα τη «Δεσποινίδα Τζούλια» του Στρίντμπεργκ, σε μια ρεαλιστική παράσταση.

Ενώ το κλασικό πλέον και δημοφιλέστατο έργο του Σουηδού δραματουργού Αύγουστου Στρίντμπεργκ «Δεσποινίς Τζούλια» εκτυλίσσεται στην κουζίνα ενός αρχοντικού, αυτή η σύγχρονη εκδοχή του Τάσου Ιορδανίδη διαδραματίζεται σε αυτό που μεταφορικά αλλά με ισχυρή δόση ρεαλισμού αποκαλούμε «κουζίνα» του θεάτρου. Ο Στρίντμπεργκ εστιάζει στην αντίθεση μεταξύ της ταπεινής κουζίνας (όπου γίνεται η επεξεργασία των βρώσιμων υλικών) και της επίσημης τραπεζαρίας, όπου το μαγειρεμένο φαγητό σερβίρεται με όλους τους κανόνες του αστικού καθωσπρεπισμού. Ο Ιορδανίδης μάς ξεναγεί στις πρώτες ύλες της παράστασης (τις απαραίτητες καλωδιώσεις, τη σκηνογραφική επιμέλεια και τα τεχνικά της ζητήματα) λίγο πρoτού «σερβιριστεί» ολοκληρωμένη στο κοινό της πρεμιέρας.

Και στις δύο περιπτώσεις, εντούτοις, η αφανής προπαρασκευή των υλικών είναι συνυφασμένη με την ακαταστασία των έντονων θυμικών εξάρσεων.

Οι ψυχικές διαθέσεις

Η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη από τις οσμηρές αναθυμιάσεις των αποκηρυγμένων αλλά διεγερτικών ορέξεων. Το σκοτεινό μαγειρείο των αδηφάγων σεξουαλικών ενστίκτων κρύβει επιμελώς ορισμένες πεζές και ενοχλητικές, βρόμικες και λαχταριστές πτυχές των ψυχικών μας διαθέσεων. Η εκδίπλωσή τους ωστόσο δεν είναι παρά ζήτημα αισθηματικού χρόνου, συνδυαστικής δράσης εσωτερικών συναρμογών και κατάλληλης συγκυρίας. Τότε μάλιστα, με την ολοκλήρωση του βρασμού, η φανέρωση των βαθύτερων, δηλαδή των συμπιεσμένων και τραυματικά απωθημένων επιθυμιών μας, παίρνει εκρηκτικό χαρακτήρα και η χύτρα χωρίς βαλβίδα ασφαλείας πλέον τινάζεται στον αέρα.

Εδώ όμως τελειώνουν και οι οργανικές αναλογίες ανάμεσα στο νατουραλιστικών αποχρώσεων έργο του Στρίντμπεργκ και το σύγχρονο ρεαλιστικό κείμενο που υπογράφει και σκηνοθετεί ο Ιορδανίδης. Αντιστοιχίες μεταξύ των δύο προσεγγίσεων φυσικά υπάρχουν, αλλά είναι τόσο χαλαρές ώστε δεν δικαιολογούν τον ορισμό της διασκευής. Η Ευσταθία δεν είναι κανένα ανεπάγγελτο πλουσιοκόριτσο όπως η Τζούλια. Αντιθέτως, είναι πλήρως καταξιωμένη ηθοποιός και σκηνοθέτρια. Δεν είναι η νεαρή κόρη που πλήττει και ονειρεύεται τη φυγή από την ανελέητη πατρική εξουσία, αλλά μια έμπειρη τριανταπεντάρα γυναίκα που στεγάζει το ταλέντο της στο θέατρο ενός χλωμού και ανύπαρκτου πατέρα. Οι μπότες που αποτελούν για την Τζούλια το απειλητικό σύμβολο της αιώνιας πατριαρχικής εξουσίας έχουν αντικατασταθεί από ένα αδειανό σακάκι και η Ευσταθία δυναστεύεται περισσότερο από την ανάμνηση μιας αδιάφορης μητέρας. Η Τζούλια έχει αγεφύρωτες ταξικές διαφορές με τον Ζαν, τον δόλιο υπηρέτη που διαλέγει ως εραστή της μιας βραδιάς, η Ευσταθία χωρίζεται από τον Κυριάκο, έναν τεχνικό του θεάτρου, με βάση την απόσταση μιας σημαίνουσας προσωπικότητας από έναν ασήμαντο Αλβανό.

Τρέχουσα προφορικότητα

Αποδίδοντας στους ήρωές του τα πραγματικά ονόματα των ηθοποιών, ο Ιορδανίδης στήνει μια αυτοδύναμη παράσταση με κυριαρχικώς απτή την αίσθηση της τρέχουσας προφορικότητας. Οι ήρωές του, ακόμη και η ιδιότροπη ντίβα που κατατυραννά με τα ξεσπάσματά της τους συνεργάτες της, είναι πρόσωπα γεμάτα ανασφάλειες. Οι τόνοι τους έχουν το ύφος χειριστικών ελιγμών και τον χαρακτήρα μιας εύθραυστης οικειότητας. Οι διάλογοί τους είναι συνήθως τόσο χαμηλής έντασης ώστε οι θεατές δυσκολεύονται σε κάποια σημεία να παρακολουθήσουν τις συγκεχυμένες εξομολογήσεις τους. Αυτή τουλάχιστον είναι η λεπτή κρούστα που σκεπάζει για λίγο τις βίαιες εξελίξεις που δρομολογούνται μετά την όμορφη ρομαντική βραδιά που περνάει η Ευσταθία στην αγκαλιά του Κυριάκου.

Κρατώντας στα χέρια του τον πλήρη έλεγχο της παράστασης, αφού εκτός από το κείμενο και τη σκηνοθεσία έχει επιμεληθεί τη διαμόρφωση του σκηνικού χώρου και τους φωτισμούς, ο Ιορδανίδης οδηγεί τους ηθοποιούς που είναι ντυμένοι με τα άρτια κοστούμια της Σίσσυς Σουβατζόγλου σε μεστές ερμηνείες. Η Ευσταθία Τσαπαρέλη διαπρέπει στον ρόλο της εκκεντρικής αλλά βαθιά εξαρτώμενης από το πνιγηρό περιβάλλον της και ψυχικά δεινοπαθούσας πρωταγωνίστριας, αποδίδοντας όλη την γκάμα των θυμικών μετατονισμών της ηρωίδας της. Ο Κυριάκος Σαλής εναλλάσσει επιτυχώς την εικόνα του ντόμπρου επαρχιώτη με το συμπλεγματικό προσωπείο της κυνικής του αγωγής. Η Δήμητρα Βήττα συνδυάζει περίτεχνα την υποκρισία της δήθεν επιστήθιας φίλης με τις ανομολόγητες υπολογιστικές της προθέσεις και η Μαρία Καρτσαφλέκη, φιλοτεχνώντας με αρμόζουσα δυσφορία τη φιγούρα της παραγνωρισμένης βοηθού, ολοκληρώνει τη διανομή μιας αξιοθέατης παράστασης.

Αγαπητικός ή ερωτευμένος;

Η διαφορά κάποιου τυχάρπαστου, που τσαλαβουτάει σ’ ένα πασίγνωστο έργο για να το ιδιοποιηθεί λαθραία, και ενός δημιουργού, που στρέφεται με αγάπη σ’ ένα παλαιότερο κείμενο, είναι η διαφορά του αγαπητικού από τον ερωτευμένο.

Ο νταβατζής είναι δειλός, κρύβεται και βάζει στη μαρκίζα του θεάτρου το όνομα της διασημότητας που εκδίδει στην εμπορική πιάτσα, ενώ απεναντίας ο τολμηρός συγγραφέας υπογράφει τη διασκευή που έχει αποτολμήσει και αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για την έκβαση της όλης μεταφοράς. Η διασκευή, σύμφωνα με τη διεθνώς καθιερωμένη ορολογία, έχει τρεις βαθμούς απόστασης από το πρωτότυπο κείμενο. Η πρώτη σηματοδοτείται ως βασισμένη (based on) στο έργο αναφοράς, η δεύτερη δηλώνει ότι εμπνεύστηκε από το συγκεκριμένο έργο (inspired by) και η τρίτη πληροφορεί πως το εξέλαβε ως ορμητήριο της αρχικής του ιδέας (from an idea of). Και οι τρεις προσεγγίσεις είναι απολύτως νόμιμες, οπότε αυτό που κάθε φορά κρίνεται από το κοινό είναι το αποτέλεσμά τους.

Documento Newsletter