Στατικό και χωρίς μυστήριο σκηνοθετικά το έργο του Σέπαρντ «True West» στο θέατρο Χώρα.
Σε ένα σπίτι που δεν ξέρουμε αν είναι πιο κοντά στο Λος Αντζελες ή στις ερημικές εκτάσεις της νότιας Καλιφόρνια ένας άντρας περιφέρεται συλλογισμένος, σκυφτός και μονάχος. Ψεκάζει εμμονικά τις αναρριχώμενες πρασινάδες, αλλάζει θέσεις γύρω από ένα τραπέζι και καπνίζει νευρικά, τακτοποιεί ξανά και ξανά σκόρπια δακτυλόγραφα, μετακινεί διαρκώς τη γραφομηχανή του, πάει να γράψει αλλά δεν του βγαίνει γραμμή, γιατί δεν μπορεί να συμμαζέψει ούτε τα χαρτιά ούτε τα μυαλά του.
Αδικαιολόγητα μακρόσυρτη και εμφανέστατα νευρική, αυτή η εισαγωγική σκηνή προϊδεάζει τον θεατή για τον αμήχανο ρυθμό ολόκληρης της παράστασης που υπογράφει μεταφραστικά και σκηνοθετικά η Ελενα Καρακούλη. Το έργο του Σαμ Σέπαρντ όμως είναι ευέλικτο και ταχύ στην εξέλιξη της δράσης του. Οι συγκρουσιακές του σκηνές είναι ήδη φορτωμένες με βαρύ στατικό ηλεκτρισμό, γι’ αυτό και δεν αργούν να ξεσπάσουν, σύντομες σαν καλοκαιρινή καταιγίδα. Οι στιχομυθίες των πρωταγωνιστών του, ειρωνικές και τρυφερές συνάμα, είναι κοφτές. Τα λόγια τους βγαίνουν μετρημένα με την υπολογιστική φόρα που έχουν τα ανταποδοτικά χτυπήματα και οι συμφιλιωτικές τους χειρονομίες αναιρούνται την επόμενη στιγμή.
Η ζωή του άλλου
Βασικοί ήρωες της αυθεντικής Δύσης είναι δύο αδέλφια που ξανασμίγουν έπειτα από καιρό στο σπίτι της απούσας μητέρας τους. Ο μικρότερος είναι σεναριογράφος με ήσυχη ζωή και ο μεγαλύτερος διαρρήκτης, που ζει κατά περιόδους στην έρημο. Με τη θερμοκρασία να χτυπάει σαραντάρια, ενώ έξω από το σπίτι ουρλιάζουν κογιότ και το μονότονο παράπονο των γρύλων δεν σταματάει λεπτό, ο Οστιν και ο Λι πίνουν κάτω από τη σκιά του μέθυσου πατέρα τους. Παρότι απομακρυσμένοι, είναι σφιχτοδεμένοι στη μοναξιά τους κι ο καθένας τους ονειρεύεται μυστικά ν’ αλλάξει ρόλο και να ζήσει τη ζωή του άλλου. Μια ευκαιρία που θα τους δοθεί όταν καταφτάνει στο σπίτι ο Σολ, ένας παραγωγός του Χόλιγουντ, και οδηγεί το δράμα προς τα άκρα, όπως εμφαίνεται άλλωστε από την έξυπνη ιδέα του σκηνογράφου Κωνσταντίνου Σκουρλέτη να αναρτήσει πάνω από τη μοίρα τους την ετοιμόρροπη, όπως αποδεικνύεται, επιγραφή TRUE WEST.
Το μεγάλο ατού
Στην άκρη της σκηνής κάθεται ο Μίκης Παντελούς και παίζει στην κιθάρα την υπέροχη νοσταλγική σύνθεση του Θοδωρή Οικονόμου, που αποτελεί και το μεγάλο ατού της παράστασης. Θα μπορούσαμε λοιπόν να ψιθυρίσουμε το περίφημο «Play it again Sam», γιατί ο Σέπαρντ μας έχει ξαναπεί το σπαρακτικό τραγούδι του πολύ καλύτερα, τόσο ως συγγραφέας και ηθοποιός στο «Τρελός για έρωτα» όσο και ως σεναρίστας στο «Παρίσι, Τέξας». Το ύφος του, εντούτοις, παραμένει και εδώ αδρό και υπόκωφο, ενώ η σκηνοθετική προσέγγιση επέλεξε να τονίσει σε υπερβολικό βαθμό τα εξωστρεφή χαρακτηριστικά των ηρώων, αγνοώντας τις μυστηριώδεις εκτάσεις της εσωτερικής τους ερήμωσης.
Προς την κατεύθυνση αυτή παρέσυρε και τους καλούς πρωταγωνιστές της παράστασης. Ο Νίκος Ψαρράς (Λι), στερημένος από την επιφυλακτική νωχέλεια του τρωκτικού, παρουσιάζεται με επιδεικτική αναίδεια και κινητική ακράτεια, ενώ ο επιβλητικός σωματότυπος και τα σμιλεμένα υποκριτικά του χαρακτηριστικά δεν έχουν καμία ανάγκη από τέτοια καμώματα. Ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης (Οστιν) αδικεί επίσης το ταλέντο του καθώς εμφανίζεται πλαδαρός και τόσο κυρτός ψυχικά ώστε η καταληκτήρια φονική του εκτίναξη δεν προοικονομείται από πουθενά. Ο Νέστορας Κοψιδάς (Σολ), παρά τον φαντεζί ρόλο και την κοσμική του άνεση, είναι παραδόξως διακριτικά ισορροπημένος, ενώ η Αλεξάνδρα Παντελάκη (μητέρα) συμπληρώνει ευπρεπώς με τη σύντομη παρουσία της την όλη διανομή.
Μύθοι επί των ερειπίων
Γέννημα θρέμμα της αμερικανικής Δύσης, ο Σαμ Σέπαρντ (φωτογραφία) συνέβαλε στον μύθο της όσο ελάχιστοι σύγχρονοί του, αν και τα ηρωικά της χρόνια ανήκουν στο παρελθόν. Στα μέσα του 19ου αιώνα η μυθολογία των πιονιέρων που εξορμούν για την κατάκτηση των ακτών του Ειρηνικού είναι κραταιά γιατί στηρίζεται στη δυναμική πορεία ενός νεαρού έθνους. Το ιππικό καθαρίζει τον δρόμο για τα καραβάνια και οι σιδηροδρομικές γραμμές ιδρύουν στο διάβα τους μεγάλες πόλεις, οι Ινδιάνοι δίνουν μάχη επιβίωσης απέναντι στην προγραμματική τους εξόντωση και οι Μεξικανοί παραδίδουν τις βόρειες επαρχίες της χώρας τους στα χέρια των αρπακτικών γειτόνων. Στα κατακτημένα εδάφη δημιουργούνται τεράστια ράντσα ενώ από τα βοσκοτόπια ξεπηδούν οι πρώτες πετρελαιοπηγές. Από τα συστατικά υλικά αυτής της πρωταρχικής μυθολογίας ο Σέπαρντ δεν θα βρει τίποτε άλλο πέραν των ερειπίων που διασώζονται από την κινηματογραφική βιομηχανία. Φτωχή κληρονομιά, που ωστόσο έθρεψε πολλές γενιές Αμερικανών συγγραφέων και έβαλε τα θεμέλια ενός θεάτρου που δεν ασχολείται πια με το χαμένο όνειρο αλλά με την εκκαθάριση των χρεών που άφησε πίσω του. Σκαπανείς αυτής της επιχείρησης είναι ο Ευγένιος Ο’ Νηλ και ο Τενεσί Ουίλιαμς, ο Αρθουρ Μίλερ και ο Εντουαρντ Αλμπι. Στις μοναχικές και χειμαζόμενες συνειδήσεις που ύψωσαν με τα έργα τους έρχονται να προστεθούν και οι απεγνωσμένοι ήρωες του Σαμ Σέπαρντ που μάχονται να ξαναβρούν τον εαυτό τους ή ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτόν, σ’ ένα σκηνικό περήφανης ερημιάς και αβάσταχτης θλίψης.