Οι «Τρεις αδελφές» του Άντον Τσέχωφ στο Εθνικό Θέατρο αναζητούν μια Μόσχα που ολοένα τους διαφεύγει.
Πού βρίσκεται η αυθεντική ή άξια του ανθρώπου ζωή; Το ερώτημα είναι αιώνιο και οι απαντήσεις ποικίλλουν. Ο Πίνδαρος βλέπει με καχυποψία όσους «τα ντόπια τους καταφρονώντας στρέφουν τα μάτια τους στα μακρινά, τον άνεμο μ’ ελπίδες μάταιες κυνηγώντας» και ο Σωκράτης προτιμά τον θάνατο παρά την εξορία από την Αθήνα. Ο Καβάφης βεβαιώνει πως η πόλις θα σ’ ακολουθεί παρέα με τη χαλασμένη σου ζωή αλλά ο Κούντερα επιμένει, με θλίψη αυτοειρωνική, πως η ζωή είναι αλλού. Ο Ορέστης Λάσκος, πάλι, κατεβαίνει από το τρένο πριν μπει στο Παρίσι γιατί φοβάται πως η πόλη που ονειρευόταν μια ζωή θα τον απογοητεύσει.
Οι «Τρεις αδελφές» του Άντον Τσέχωφ ωστόσο δεν σκιάζουν με παρόμοιους φόβους την παρορμητική τους αθωότητα. Ισα ίσα, όσο η αγαπημένη τους Μόσχα απομακρύνεται σ’ έναν χρονικά αβέβαιο, εντελώς φασματικό ορίζοντα τόσο επίμονα κυριαρχεί στις φαντασιώσεις τους η ιδέα πως εκεί τις περιμένει κάποτε μία ευτυχισμένη ζωή. Ο φευγαλέος αντικατοπτρισμός της περιούσιας πόλης είναι λοιπόν το αναπόφευκτο φόντο σε κάθε προσέγγιση του τσεχωφικού έργου, αλλά η βαρύτητά του στην εξέλιξη της δράσης ποικίλλει. Η Μαρία Μαγκανάρη στη δική της σκηνοθετική λαβή όχι μόνο δεν απωθεί την εύθραυστη ονειρική διάσταση της Μόσχας, αλλά τη φέρνει σε πρώτο πλάνο παρασύροντας στη δίνη της και τα αδύναμα ανδρικά πρόσωπα του έργου.
Πάνω στον βίαιο διχασμό πεζής πραγματικότητας και έφιππης ονειροφαντασίας, ρηχής επιβίωσης και βαθύτατης προσδοκίας, τετριμμένων υποσχέσεων και άφθαρτης ελπίδας, το εσωτερικό τοπίο των παγιδευμένων ηρώων είναι ασταθές και η περπατησιά τους αβέβαιη. Γι’ αυτό και τα ψυχικά τους ελλείμματα βρίσκουν ιδεώδες αντίβαρο στα υλικά της συμπαγούς σκηνογραφίας που φιλοτέχνησε η Φιλάνθη Μπουγάτσου. Καρέκλες ευθύγραμμα στοιχισμένες σε παράταξη που συνεχώς διαλύεται και διαρκώς ανασυγκροτείται, ένα τεράστιο στιβαρό τραπέζι κι ένα τηλέφωνο με αόριστα μηνύματα από τον χώρο της διαφεύγουσας ελπίδας αποτελούν λοιπόν το πεδίο αναμέτρησης των τριών ηρωίδων με το στενό περιβάλλον τους.
Πνιγηρός ορίζοντας
Οι πρωταγωνίστριες του έργου ζουν σε μια ασήμαντη πόλη με εξαρχής δεδομένο τον πνιγηρό ορίζοντα και τις τελματωμένες προσδοκίες. Η λουσάτη και ελαφρόμυαλη νύφη τους απατά τον άντρα της περισσότερο από ανία παρά από σφοδρή επιθυμία και ο ίδιος, ενώ για καιρό βαυκαλίζεται με την ιδέα μιας λαμπρής ακαδημαϊκής καριέρας, τελικά συμβιβάζεται με μια θεσούλα στο επαρχιακό συμβούλιο. Ανάλογες εκπτώσεις στιγματίζουν και τη ζωή των υπόλοιπων ηρώων. Οι άντρες παραιτούνται βαθμηδόν από κάθε πνευματική φιλοδοξία και το ρίχνουν στο πιοτό ή στη χαρτοπαιξία, ενώ οι γυναίκες βουλιάζουν σε συμβατικούς γάμους ή εναποθέτουν τις τελευταίες τους ελπίδες σε αδιέξοδους έρωτες.
Παραισθητική όαση
Μοναδική τους παρηγοριά οι ανιαρές κοσμικές συγκεντρώσεις που γίνονται μόνο σχετικά υποφερτές με την παρουσία κάποιων αξιωματικών – και φυσικά η αιώνια Μόσχα, μια παραισθητική όαση στην καρδιά της επαρχιακής ερήμου. Στη σύλληψη της Μαγκανάρη ωστόσο η έμφαση αποδίδεται όχι μόνο στην ανία αλλά κυρίως στην υπόκωφη, απειλητική φόρτιση των ανήσυχων διαλόγων και την τραυματική πρόσκρουση της συνείδησης στον κυματοθραύστη μιας ανελέητης πραγματικότητας.
Κομβικού ενδιαφέροντος στη δυναμική της παράστασης είναι ασφαλώς η Μαρία Σκουλά, που ενσαρκώνει τη Μάσα με την εξεγερσιακή δυναμική της σύγχρονης γυναίκας, τα απότολμα σκιρτήματα ενός πνιγμένου αισθησιασμού και την οριακά ανεπίδοτη τρυφερότητα μιας εφηβείας τρυφερής και πρόωρα στραγγαλισμένης. Δίπλα της ο αισθαντικός Γιωργής Τσαμπουράκης αποδίδει τον άτυχο Βερσίνιν με τη βεβιασμένη εγκαρτέρηση που γεννά η χρόνια απελπισία. Η Νάνσυ Σιδέρη προικίζει την Ιρίνα με την επίγνωση της χαμηλής προσδοκίας. Η Αμαλία Καβάλη σμιλεύει στη μορφή της Ολγας την ευγενή πίστη και ο Αινείας Τσαμάτης οδηγεί με μικρά βήματα τον Αντρέι στην παραδοχή της ήττας του. Κοντά τους μια καλοδουλεμένη ομάδα έμπειρων ηθοποιών σε μια παράσταση με εντυπωσιακά καθαρό στίγμα και έντονες αρμονικές συνηχήσεις.
Στολές ξεθωριασμένες
Ο θεατής ή ο αναγνώστης της εποχής μας, που έχει συνδέσει την εικόνα του επαγγελματία στρατιωτικού με το ύφος του άχρωμου καραβανά, δύσκολα αντιλαμβάνεται την τρέλα των κοριτσιών του 19ου αιώνα για τους αξιωματικούς. Μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εντούτοις η γοητεία των ενστόλων κυριαρχεί εξίσου στο ισπανικό δράμα και το γαλλικό μελόδραμα, στην ιταλική όπερα και τη βιεννέζικη οπερέτα, στην αγγλική κωμωδία και τη γερμανική τραγωδία.
Η αίγλη τους αποτυπώνεται στα έργα του Σίλερ και του Δουμά, του Τσέχωφ και του Τολστόι, του Πούσκιν και της Οστιν, του Ντ’ Ανούντσιο και του Λαμπεντούζα, όπως και στα άφθονα λαϊκά κωμειδύλλια. Εύθυμοι και λόγω της διακεκριμένης τους καταγωγής αρκετά καλλιεργημένοι, οι αξιωματικοί μαγεύουν τα κορίτσια με τη λάμψη της στολής, το μπρίο και τις χορευτικές τους επιδόσεις. Ευπρόσδεκτοι σε ύποπτα καταγώγια και περιζήτητοι σε κοσμικά σαλόνια, πρωτοστατούν σε πιπεράτα ανέκδοτα που κυκλοφορούν με οσμή σκανδάλου, επιδίδονται σε μοιχείες με θλιβερή κατάληξη και διαπρέπουν σε δακρύβρεχτες απαγωγές. Είναι φυσικό λοιπόν να γίνονται εντέλει ήρωες θεατρικών έργων και πρωταγωνιστές μυθιστορημάτων.
INFO
Πλάγια Σκηνή Κτιρίου Τσίλλερ. Τετάρτη – Κυριακή