Κριτική θεάτρου: «Το σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα»

Η ανάθεση του πρωταγωνιστικού ρόλου σε άντρα ηθοποιό είναι απολύτως ταιριαστή, αφού έτσι καταδείχτηκε ότι ο πατριάρχης πέθανε αλλά η πατριαρχία επιζεί όταν μια γυναίκα διαιωνίζει το πνεύμα του

Η Μαρία Πρωτόπαππα σκηνοθετεί το τελευταίο έργο του Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα», με τον εξαιρετικό Χρήστο Στέργιογλου στον ρόλο της κεντρικής ηρωίδας.

Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας μπορεί να έληξε στην Καταλονία το 1936 με τον θάνατο του θρυλικού Ντουρούτι αλλά στην Ανδαλουσία δεν άρχισε ποτέ. Εκτελέστηκε τις πρώτες εβδομάδες του φασιστικού πραξικοπήματος μαζί με τον Λόρκα. Οπως προφήτεψε ο ποιητής με το τελευταίο του έργο, ολόκληρη η Ισπανία θάφτηκε για σαράντα χρόνια στο ασβεστωμένο σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα. Εδώ τα παραθύρια είναι κλειστά και οι κουρτίνες τραβηγμένες. Ο ήλιος ξορκισμένος και ο αέρας λιγοστός. Το μοιρολόι μουγγό και το πένθος ατελείωτο. Αυτή είναι η σιδηρά συνθήκη που μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της επιβάλλει η χήρα στις πέντε κόρες της.

Τι χώρα είν’ αυτή, αναρωτιέται ο Μπουνιουέλ, που βγάζει τα κορίτσια της Τριστάνες και Σολεδάδ; Και το ίδιο ερώτημα αιωρείται αναπάντητο σε ολόκληρη τη δραματουργία του Λόρκα, τυλίγοντας σφιχτά σε άσπρο σάβανο ή ματωμένο νυφικό τις μοναχικές και θλιμμένες ηρωίδες του. Η Δόνια Ροζίτα παραμένει δέσμια μιας ανεκπλήρωτης γαμήλιας υπόσχεσης, η Γέρμα αποζητά τη γονιμότητα για να ξεφύγει από τη μαραμένη ζωή της, η νύφη το σκάει με τον εραστή της από το γλέντι ενός απελπισμένου γάμου για να βρεθεί μπροστά σε διπλή κηδεία. Οι έγκλειστες θυγατέρες της Μπερνάρντα Αλμπα δεν θα έχουν όμως ούτε αυτήν τη θανάσιμα λυτρωτική ευκαιρία. Τα αναβράζοντα πάθη τους θα κατασταλούν αμείλικτα ώσπου να σβήσουν με την ψυχρολουσία, οι ελπίδες τους για μια γιορταστική έξοδο στον κόσμο θα φυλλορροήσουν, οι φωνές και τα παρακάλια τους θα σιγήσουν υπό το καθεστώς της πιο στυγνής πειθαρχίας.

Τεχνική αντί για duende

Ενα καθεστώς που η σκηνοθέτρια Μαρία Πρωτόπαππα, βασισμένη στην κοφτερή μεταφραστική απόδοση που εκπόνησε με την Ελένη Σπετσιώτη, απέδωσε σε όλη του τη σκληρότητα και με όλες του τις ρωγμές για να στήσει μια παράσταση με αρκετά πλεονεκτήματα και λίγες αστοχίες. Η πρώτη ήταν η εισαγωγική τοποθέτηση μιας ηθοποιού που με το βιογραφικό της μας πληροφορεί πλαγίως ότι πρόκειται να δούμε μια σύγχρονη εκδοχή του έργου. Προαγγελία αχρείαστη, μια και το μοντέρνο ύφος της προσέγγισης γίνεται αμέσως αντιληπτό. Η δεύτερη αστοχία αφορά το κλείσιμο του ματιού στον θεατή με την ειρωνική δήλωση «λιγότερο duende και περισσότερη δουλειά». Μια επισήμανση που αποδείχθηκε αυτεπίστροφα αληθής, γιατί το duende (οι μαύροι ήχοι που ακούγονται στην εναγώνια πάλη με τον θάνατο) έλειψε – και ο Λόρκα χωρίς αυτό είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. Ελλειψη που αντισταθμίζεται σε κάποιο βαθμό από την τεχνική δουλειά, που θα ήταν αποδοτικότερη με περισσότερη εσωτερικότητα και λιγότερες κραυγές.

Το μεγάλο ατού της παράστασης

Η Πρωτόπαππα εντούτοις είχε φαεινές ιδέες, με λαμπρότερη ανάμεσά τους την ανάθεση του πρωταγωνιστικού γυναικείου ρόλου σε άντρα ηθοποιό. Μια πρακτική συνηθισμένη πια, καθ’ υπερβολή μάλιστα, αλλά απολύτως ταιριαστή στη συγκεκριμένη περίσταση, αφού έτσι καταδείχτηκε ότι ο μεν πατριάρχης πέθανε αλλά η πατριαρχία επιζεί όταν μια γυναίκα διαιωνίζει το πνεύμα του. Επιλογή με βαρύνουσα σημασία ήταν επίσης το ότι σε πλήρη αρμονία με το σκηνικό της Εύας Νάθενα, τη μουσική του Φώτη Σιώτα και τους φωτισμούς της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη η σκηνοθέτρια αποφεύγοντας τους λυρισμούς προέκρινε το πεζολογικό ύφος που διαλύει την εύκολη συγκίνηση. Το μεγαλύτερο ατού της παράστασης είναι ωστόσο ο πρωταγωνιστής.

Ο Χρήστος Στέργιογλου φιλοτεχνεί με ελάχιστους μορφασμούς εκείνο το προσωπείο που (καθώς μου θύμισε η Χάρη Σταθάτου) ανταποκρίνεται σ’ ένα στίχο του Σαίξπηρ: συννεφιασμένη φάτσα Φεβρουαρίου, γεμάτη παγωνιά και καταιγίδα – «You have such a February face, so full of frost, storm and cloudiness». Σ’ αυτήν τη φάτσα, όμως, πίσω από το ανεξιχνίαστο ύφος του Στέργιογλου υπάρχει επιπλέον και κάτι το αορίστως εμπαικτικό, ο ειρωνικός σπινθήρας που μισοκρύβεται σε κάθε μακάβρια φάρσα – και ο σπουδαίος ηθοποιός μας τον αξιοποιεί άριστα. Πότε ιερατικά βαρύς και πότε ανάλαφρος, με άκαμπτη αλλά και παιγνιώδη βούληση, ο Στέργιογλου προσδίδει στην Μπερνάρντα χαρακτηριστικά που αν και δεν υφίστανται στο έργο του Λόρκα, εκπορεύονται εντελώς αβίαστα και υπογραμμίζουν το σχεδόν γκροτέσκο πρόσωπο της νοσηρής ηρωίδας.

Η Νορβηγία του ισπανικού νότου

Εγκλωβισμένοι χωρίς ελπίδα στο κλίμα αυτής της νοσηρότητας κινούνται (με την καθοδήγηση της Μαργαρίτας Τρίκκα) και οι καλοί ηθοποιοί της παράστασης: Ευγενία Αποστόλου, Αννα Καλαϊτζίδου, Ελένη Σπετσιώτη, Κατερίνα Φωτιάδου, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη και Δημήτρης Μαργαρίτης, σπαρταρούν με το ίδιο αγκίστρι στον λαιμό, περνούν από την παθητική απόγνωση στην άγρια υστερία, ελίσσονται και καραδοκούν ν’ αρπάξουν μια ευκαιρία διαφυγής, παραμονεύουν πίσω από τις κουρτίνες, ψάχνουν μια χαραμάδα φωτός αλλά δεν τη βρίσκουν παρόλο που ζουν στην ηλιόλουστη Ανδαλουσία. Η Ντίκινσον γράφει πως ο Νοέμβρης της φαινόταν ανέκαθεν η Νορβηγία του χρόνου – «November always seemed to me the Norway of the year» κι εδώ στον πολύπαθο ισπανικό νότο η Νορβηγία είναι ατελείωτη.

ΥΓ.: Παρατηρώ με αυξανόμενη ανησυχία ότι ενώ παλιότερα στα δελτία Τύπου των θεάτρων δίπλα σε κάθε ηθοποιό αναφερόταν ο ρόλος που έπαιζε, τώρα ολοένα και συχνότερα οι ηθοποιοί παρατάσσονται απλώς με αλφαβητική σειρά. Ομολογώ ότι αυτό τον δήθεν δημοκρατικό εξισωτισμό, που μόνο σύγχυση προξενεί, δεν τον κατανοώ.

INFO
Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Υπόγειο Πεσμαζόγλου 5. Τετάρτη έως Κυριακή