Ο Δημήτρης Καταλειφός προσπάθησε να εκσυγχρονίσει τον «Θείο Βάνια» του Τσέχωφ σε μια παράσταση με άνισα αποτελέσματα.
Τα θεατρικά έργα που κατάφεραν να σταθούν επί σκηνής παραπάνω από έναν αιώνα έχουν κλείσει εισιτήριο διαρκείας με το τρένο της φήμης. Μ’ αυτό ταξιδεύει και ο «Θείος Βάνιας», όπως μας υπενθυμίζει έξυπνα ο Δημήτρης Καταλειφός με τον ήχο της αφίξεώς του. Η ταχύτητα του συρμού έχει φυσικά αλλάξει και οι σταθμοί ανανεώνονται. Με όχημα λοιπόν την ανθεκτική μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη και σεβασμό στην πληρότητα του κειμένου, ο Καταλειφός προσπάθησε να εκσυγχρονίσει το έργο, αλλά με άνισα αποτελέσματα. Ετσι, η σύνδεση των οικολογικών πεποιθήσεων του Αστρωφ με την παρούσα κλιματική κρίση ήταν εύστοχη, αλλά ο σχολιασμός του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας έμοιαζε εμβόλιμος.
Αδιέξοδη εμμονή στα ιδεώδη
Οφείλει κανείς να επισημάνει ωστόσο τις δυσχέρειες που παρουσιάζει το ίδιο το έργο σε κάθε απόπειρα «ανακαίνισης». Ο «Θείος Βάνιας» είναι ταυτόχρονα επίκληση στον αγροτικό παράδεισο και αναγνώριση της αδιέξοδης εμμονής στα ιδεώδη του. Η ζωή του πρωταγωνιστή είναι το χρονικό μιας ατέλειωτης ανίας. Τόσο ο ίδιος ο Βάνιας όσο και οι άνθρωποι που τον περιστοιχίζουν βουλιάζουν στην πλήξη όπως οι ρόδες του κάρου στη λάσπη. Η ανιψιά του η Σόνια, η γηραιά υπηρέτρια του σπιτιού, ακόμη και ο δραστήριος γιατρός Αστρωφ βλέπουν τις μέρες να περνούν μονότονα, σ’ ένα θόλο κλειστό, χωρίς προοπτική εξόδου.
Εως ότου τουλάχιστον καταφθάνουν από την πόλη ο κουνιάδος του Βάνια, ο συγγραφέας Σερεμπριάκοφ, και η δεύτερη γυναίκα του Ελένα. Η παρουσία τους κάνει άνω κάτω στο σπίτι γιατί οι νεοφερμένοι έχουν εκκεντρικές συνήθειες. Το σαμοβάρι σφυρίζει από το πρωί αλλά το ζευγάρι ξυπνάει το απομεσήμερο και το γεύμα σερβίρεται πλέον την ώρα του δείπνου. Οι αναταράξεις ωστόσο είναι ευρύτερες και ξεπερνούν κατά πολύ το ωρολόγιο πρόγραμμα. Μοχλός της ανατροπής είναι η νέα και γοητευτική Ελένα, που ασφυκτιά κάτω από τη δυναστική φιγούρα του γηραιότερου συζύγου της χωρίς να τολμά να αποσκιρτήσει απ’ αυτόν.
Η χρόνια ερωτική προσήλωση της Σόνιας στον Άστρωφ εκδηλώνεται χωρίς επιτυχία καθώς ο γιατρός είναι ήδη ερωτευμένος με την Ελένα και ο Βάνιας συνειδητοποιεί ότι ο Σερεμπριάκοφ, που τον θεωρούσε σπουδαίο άνθρωπο, δεν είναι παρά σκέτη νούλα. Στο έργο του Τσέχωφ η μελαγχολία και ο σπινθηρισμός της ειρωνείας συνυπάρχουν αβίαστα, αλλά στην παράσταση του Καταλειφού η εκρηκτική τους σχέση δεν αναδεικνύεται επαρκώς. Ο βραδύς διασκελισμός των ηρώων ορθά υπογραμμίζεται, αλλά οι θυμικές εξάρσεις τους υποβαθμίζονται. Η κατήφεια προβάλλεται σε πρώτο πλάνο, αλλά τα κωμικά στοιχεία, όπως ο κούφιος πυροβολισμός του Βάνια προς τον Σερεμπριάκοφ, απωθούνται. Η συμβιβαστική διάθεση αποτυπώνεται έκδηλα, αλλά ο αναβρασμός των αποκηρυγμένων παθών συντηρείται σε χαμηλή φωτιά.
Οι ηθοποιοί της παράστασης
Με γραφικό φόντο τα ξύλινο σκηνικό της Μικαέλας Λιακατά και τα συμβατικά κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, τα χλιαρά μουσικά αποσπάσματα του Σταύρου Γασπαράτου και τους σύμφωνους με τη ατμόσφαιρα φωτισμούς του Ανδρέα Σινάνου εμφανίστηκαν και οι ηθοποιοί της παράστασης. Ο Δημήτρης Καταλειφός διεκπεραίωσε τον ρόλο του Βάνια με βάση την πλούσια υποκριτική του εμπειρία γι’ αυτό, έστω χωρίς να προσθέσει καμία καινούργια πινελιά στον ήρωά του, κατέδειξε πώς η αφλογιστία του ακυρώνει τη συμπιεσμένη ορμή του. Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης ως αδιέξοδα παγιδευμένος Αστρωφ και η Τζένη Θεωνά ως μελετημένα υποθερμική Ελένα υπήρξαν ιδεώδεις επιλογές αλλά νομίζω ότι δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξουν την υφέρπουσα ερωτική έλξη των προσώπων που υποδύονται με την απαιτούμενη ένταση. Η Αμαλία Νίνου στον ρόλο της αφανούς και συμπαθέστατης Σόνιας και ο Βαγγέλης Ρόκκος ως αλαζονικά κενόδοξος Σερεμπριάκοφ ανταποκρίθηκαν επιτυχώς στους συμμετρικά αντίθετους χαρακτήρες που ενσάρκωσαν. Η Κλεοπάτρα Τολόγκου (Νένα), ο Μενέλαος Χαζαράκης (Τελιέγκιν), η Στέλα Κρούσκα (Μαρία Βασίλιεβνα) και ο Φοίβος Σαμαρτζής (Εφήμ) ολοκλήρωσαν με επάρκεια μια διανομή που υπερείχε του παραστασιακού της αποτελέσματος.
Από το δρεπάνι στο σφυρί
Ολόκληρη η λογοτεχνία του 19ου αιώνα στηρίζεται στην αντιπαράθεση της επαρχίας με την πόλη. Καθώς η βιομηχανική παραγωγή παίρνει τα πρωτεία από την αγροτική, η πόλη γιγαντώνεται και η ύπαιθρος μαραζώνει. Τα χέρια περνούν από το δρεπάνι στο σφυρί και το κλειστό εργοστάσιο κλέβει τον ορίζοντα από το ανοιχτό χωράφι. Η αλλαγή προοπτικής που ήδη αποτυπώνεται στον Ντίκενς και τον Μπαλζάκ γίνεται περισσότερο έκδηλη στη ρωσική λογοτεχνία και την αμφίδρομη κίνηση των ηρώων της.
Τα καινά δαιμόνια εξορμούν από τη μεγαλούπολη για να δυναμιτίσουν την επαρχιακή ζωή, αλλά και οι επαρχιώτες ορέγονται τη γεμάτη υποσχέσεις Βαβυλώνα. Ο «Επιθεωρητής» του Γκόγκολ, οι «Δαιμονισμένοι» του Ντοστογέφσκι και οι επισκέπτες που φιλοξενεί ο «Θείος Βάνιας» έρχονται ως ταραξίες από την πολύβουη πόλη, αλλά οι «Τρεις Αδελφές» ονειρεύονται να δραπετεύσουν από τον μικρόκοσμο της επαρχιακής ασφυξίας.
Οι τσεχωφικοί ήρωες παλινδρομούν επώδυνα από την εξοχική νοσταλγία στη δυναμική έλξη του άστεως. Αντιμετωπίζουν με αμυντική καχυποψία την εισβολή των εκπροσώπων του κοσμοπολιτισμού αλλά σαγηνεύονται από την αίγλη τους. Αποστρέφονται τα ξένα βότσαλα στη λίμνη τους ενώ παραλλήλως διαβλέπουν ότι τα στάσιμα νερά γίνονται βάλτος.
INFO
Δημοτικό θέατρο Πειραιά. Τετάρτη έως Κυριακή.