Κριτική θεάτρου: «The dreamers/Οι ονειροπόλοι»

Το μυθικό ίζημα της εξέγερσης του Μάη του ’68 μεταφέρουν στην παράσταση του Γκίλμπερτ Αντέρ ο σκηνοθέτης Πέρης Μιχαηλίδης και ο συγγραφέας – μεταφραστής Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης.

Οι μεθοδευμένες επαναστάσεις ξεκινούν ενθουσιώδεις και καταλήγουν βλοσυρές αλλά οι αυθόρμητες εξεγέρσεις δεν προλαβαίνουν (ευτυχώς!) να ωριμάσουν και παραμένουν γελαστές. Η γεύση τους μένει αξέχαστη επειδή είναι φρούτα που τρώγονται άγουρα – και τέτοια φρούτα, μοσχομυριστά, η δεκαετία του 1960 έβγαλε πολλά και σε όλα τα χρώματα της ελπίδας που υπόσχεται το ουράνιο τόξο. Είναι η δεύτερη μεταπολεμική δεκαετία κι όλα όσα στον ζόφο που προηγήθηκε έμοιαζαν ανέφικτα φαντάζουν τώρα εφικτά. Ενα απρόβλεπτο, όμορφο κύμα ταράζει την επιφανειακή ηρεμία τόσο του καλοκαθισμένου δυτικού κόσμου όσο και της παγωμένης σοβιετικής επικράτειας. Η δυναμική του αναστατώνει τις βολεμένες συνειδήσεις και βγάζει στον δρόμο τον κόσμο που ασφυκτιά κλεισμένος σε στεγνά πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, πνιγηρά εταιρικά γραφεία και στρατοπεδικά πειθαρχημένα εργοστάσια. Οι εστίες της σφοδρής πολιτικής ανυπακοής γίνονται πυρκαγιά, απλώνονται γοργά από την Καλιφόρνια ως την Πράγα κι απ’ το Βερολίνο ως το Παρίσι ενώ οι ασυμμάζευτες σπίθες τους μεταφέρουν το μήνυμα: Να είστε ρεαλιστές, να ζητάτε το αδύνατο!

Ποιος φοβάται το νερό όταν κολυμπάει στα νιάτα;

Το 1968 αυτό το κύμα κορυφώνεται, ορμά στη Γαλλία και κατακλύζει το Παρίσι. Μα ποιος φοβάται το νερό όταν κολυμπάει στα νιάτα; – όπως οι τρεις ήρωες του Γκίλμπερτ Αντέρ από το βιβλίο «The dreamers», το οποίο μετέφρασε και διασκεύασε θεατρικά ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης. Στο ίδιο βιβλίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, αλλά ο Μπαμπασάκης κορφολόγησε με το δικό του αισθητικό κριτήριο και αναδιέταξε τα σημεία αιχμής που επαρκούν για ένα γρήγορο πέρασμα του θεατή από το σημείο της ταραχής. Τα προανακρούσματα και το τελικό ξέσπασμα της παρισινής εξέγερσης περνούν απ’ τον φακό της κάμερας. Διανθίζονται με θεατρικές αναπαραστάσεις στιγμιοτύπων από το φιλμ νουάρ και τη νουβέλ βαγκ και εστιάζουν ιδιαίτερα στον Ζαν-Λικ Γκοντάρ και τον Φρανσουά Τριφό. Ο Μπαμπασάκης είχε αναμφίβολα ευρύ περιθώριο αν ήθελε να μακρηγορήσει γύρω από τα ιστορικά γεγονότα μια που γνωρίζει λεπτομερώς τη δεκαετία του ’60 και την εκρηκτική της κορύφωση τον Μάιο του ’68. Προτίμησε όμως να αποστάξει το μυθικό ίζημα της εξεγερσιακής εμπειρίας και να μιλήσει συνοπτικά με κομμάτια κι αποσπάσματα, επιστρατεύοντας παράλληλα για τις τρέχουσες περιστάσεις την τεχνική μιας περιοδεύουσας αφίσας που θα σκεπαστεί εδώ για να φανεί παρακάτω, στην ελεύθερη ζώνη μιας ψυχογεωγραφικής περιπλάνησης ανοιχτής σε ζωηρές εντυπώσεις. Αντί για το ομιχλώδες φάντασμα κάποιας ούτως ή άλλως ανέφικτης εγκυκλοπαιδικής πληρότητας, κυνήγησε την εγκυρότητα της φλεγόμενης στιγμής κι αντί για το χρονικό των συμβάντων, περιέτρεξε με κομμένη ανάσα τον αισθηματικό τους ανάγυρο.

Το κερδισμένο στοίχημα της σκηνοθεσίας

Η συντομία της παράστασης υπήρξε όμως κερδισμένο στοίχημα και για τον σκηνοθέτη Πέρη Μιχαηλίδη, καθώς η επιλογή του ανταποκρίνεται άριστα στη συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου που χαρακτηρίζει κάθε εξέγερση. Στη θεατρική διασκευή του Μπαμπασάκη το κείμενο παίζει τον ρόλο επειγόμενου ξεναγού και η ευάρμοστη σκηνοθεσία του Μιχαηλίδη, συντονίζοντας σχεδόν αθέατα τον βηματισμό του, μεριμνά ώστε τα αφηγηματικά τοπία να εναλλάσσονται με ταχύτητα και οι στάσεις να είναι μικρές. Η απρόσκοπτη ροή υπηρετείται από την κινηματογραφική τεχνική του απότομου κοψίματος μιας σκηνής ή ακολουθεί τον ρυθμό μιας βιαστικής μετακόμισης όπου πολλά πράγματα παραμερίζονται για να ξεχαστούν. Ο,τι απομένει μοιάζει περισσότερο με διανεμόμενο φυλλάδιο παρά με βαριά δερματόδετη έκδοση, το μάτι τρέχει στα περιεχόμενα πριν από την ανάγνωσή τους και το ελεύθερο σχέδιο δραπετεύει από το κάδρο του.

Ο αδέσποτος δρομέας της ύπαρξης

Ο Μάης του ’68 ήρθε, έλαμψε και πέρασε με τη χάρη που έχει μόνο ο αδέσποτος δρομέας της ύπαρξης. Ετσι, με γνώμονα την ελαφρότητά του, την ευκινησία και την ιπτάμενη διάθεση της εποχής, ο Μιχαηλίδης δεν έχει ανάγκη να φορτώσει τη σκηνή με περιττά αντικείμενα ούτε να θωρακίσει τους ήρωές του με περίτεχνες κομμώσεις και βαρύ μακιγιάζ. Αρκείται στα καθημερινά κοστούμια με τα οποία η Δέσποινα Χειμώνα ντύνει τους ηθοποιούς και τους βγάζει βόλτα με τη χορογραφική αμεσότητα της Μαρίας Μάργαρη, φυλάγοντάς τους από τις κακοτοπιές κάθε μάταιης πόζας και χωρίς ο ίδιος να πολυφαίνεται ούτε βέβαια να υπογραμμίζει τη σκηνοθετική του άποψη με το ύφος αυστηρού σχολικού επιστάτη. Ο Μπάμπης Αθανασόπουλος ενσάρκωσε τον Μάθιου, τον Αμερικανό φοιτητή που βρίσκεται στον κυκλώνα της εξέγερσης, με τη δέουσα αμηχανία, τη σαστισμάρα και την έκπληξη του νεαρού που παρευρίσκεται τυχαία σε γεγονότα που τον υπερβαίνουν. Η Βιβή Λέκκα υποδύθηκε την άγουρη Ιζαμπέλ με ρυθμική άνεση και έδωσε στην ηρωίδα της τα απτά χαρακτηριστικά της αφρόντιστης διάθεσης και του άδολου ερωτισμού που χρωμάτισαν την εποχή των μεγάλων ονειροπολήσεων. Ο Δημήτρης Δημάκης, που συνέθεσε και τη μουσική της παράστασης ταμιεύοντας ποικίλες αναφορές από τη σκηνή του ’60, έπαιξε τον εμπειρότερο αδερφό της Ιζαμπέλ, τον Τεό, με την απαραίτητη σκιά τής κάπως πρώιμης, σχεδόν αναδρομικής μελαγχολίας που συνοδεύει τον ανάστατο παλμό των λαμπρών ιστορικών εκτινάξεων.


INFO
«Oι Ονειροπόλοι» του Γκίλμπερτ Αντέρ. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη, θέατρο Φούρνος, Μαυρομιχάλη 168

Ετικέτες