Κριτική θεάτρου: Στην έρημη χώρα της «Αρκουδοράχης»

Κριτική θεάτρου: Στην έρημη χώρα της «Αρκουδοράχης»
Στην «Αρκουδοράχη» ένας σφιχτοδεμένος θίασος υπενθυμίζει με τη δραστική σύμπραξη των μελών του ότι το θέατρο είναι ομαδικό άθλημα ατομικών επιδόσεων

Το έργο του Εντ Τόμας, που αιχμαλωτίζει το κοινό για δεύτερη χρονιά σε σκηνοθεσία της Ιούς Βουλγαράκη, ο πόλεμος έχει αφήσει τα σημάδια του στα σώματα και στις καρδιές των ανθρώπων.

Ενα υποκίτρινο ασθενικό φως καλύπτει τη σκηνή: δυο τρία κούτσουρα κοπής κρεάτων, τσιγκέλια χωρίς σφάγια και μια ορφανή καρέκλα μοναχά. Πάνω της απόκειται σωριασμένος ένας άνθρωπος. Μοιάζει σαν να βγαίνει από ληθαργικό βύθισμα ή να συνέρχεται από κάποιο τραυματικό πλήγμα που τον έριξε σε κατάσταση καταληψίας.

Ανασηκώνεται χωρίς επιτυχία, συστρέφεται με κόπο, τανύει αναγνωστικά τα μέλη του προς τον έξω κόσμο, προσπαθεί ν’ αρπαχτεί από το χείλος της πραγματικότητας και ξαναπέφτει στον βυθό της μέχρι που σταδιακά με παλινδρομικές απόπειρες καταφέρνει να ξεκολλήσει απ’ αυτόν. Από το στόμα του μόλις ακούγονται συγκεχυμένοι ήχοι, πνιγμένοι στεναγμοί και αγκομαχητά, γρυλίσματα και ρογχασμοί, θολοί ψίθυροι και ακρωτηριασμένες λέξεις από στραγγισμένη κι ακατάληπτη γλώσσα. Είναι ο χασάπης, φοράει βαριά ποδιά κι από κάτω ένα ξέταιρο ριγωτό, κάπως αστείον, παντελόνι που δείχνει ότι έχει χάσει το δικό του. Είναι όμως το μόνο αστείο στην εμφάνισή του καθώς το παντελόνι που στερήθηκε δεν είναι το μόνο. Μαζί του έχασε και τη ζωή που ήξερε και μάταια τώρα μοχθεί να ξαναβρεί με την επίκληση των αναμνήσεων που διασώθηκαν από τη συντριβή της.

Η καθηλωτική εκκίνηση

Συμβαίνει κάποτε στην ποίηση κι ακόμη συχνότερα στη μουσική το εισαγωγικό μοτίβο να περικλείει συμπυκνωμένα και με αδρό σκιτσάρισμα ολόκληρο το έργο που ακολουθεί. Σε μια θεατρική παράσταση όμως σπάνια ο θεματικός πυρήνας της υπόθεσης αποκαλύπτεται πλήρης σε μια σύντομη εναρκτήρια σκηνή ενώ συνάμα συγκαλύπτονται με τα πέπλα μιας σκόπιμης αοριστίας οι απαρχές του δράματος. Αυτό είναι το πρώτο που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στη σκηνοθέτιδα Ιώ Βουλγαράκη. Το αντιλήφθηκαν με τις κεραίες τους οι θεατές που παρακολούθησαν καθηλωμένοι αυτή την άναρθρη εκκίνηση και ασφαλώς θα το επισήμανε ο Ουαλός συγγραφέας Εντ Τόμας που βρέθηκε στην Αθήνα για να παραστεί στην επανέναρξη των παραστάσεων του έργου του που φέρει τον διόλου τυχαίο τίτλο «Αρκουδοράχη».

Πρόκειται για ένα χωριό απομονωμένο και ανεντόπιστο από κάθε άποψη: γεωγραφική, εθνική, φυλετική ή θρησκευτική. Βρίσκεται πάντως στην Ευρώπη όπως προκύπτει από μια πεταχτή αναφορά σε διασυνοριακές ευρωπαϊκές γλώσσες όπως και από τα ονόματα των ηρώων, που είναι ωστόσο προσεκτικά διαλεγμένα ώστε να μην παραπέμπουν με σαφήνεια σε κάποια συγκεκριμένη εθνικότητα. Το μόνο συγκεκριμένο εδώ είναι ένας πόλεμος των ημερών μας αλλά και πάλι όχι εντελώς προσδιορισμένος χρονικά. Το χωριό φαίνεται να βρίσκεται σε περιοχή που έχει αλλάξει αρκετές φορές χέρια και η δριμύτητα των αναμετρήσεων ανάμεσα σε διάφορους αντίπαλους στρατούς έχει εξωθήσει τους κατοίκους του σε φυγή. Οι μόνοι που παραμένουν πεισματικά αγκυροβολημένοι στο έρημο απομεινάρι είναι ο χασάπης, η γυναίκα του κι ένας βοηθός του σφαγέας.

Ο πόλεμος είναι χαμαιλέων

Ο γιος τού ζευγαριού είναι ένα από τα παράπλευρα θύματα του πολέμου – που δεν αργεί να εισβάλει στη σκηνή με τη μορφή ενός στρατιώτη. Ο απρόσκλητος επισκέπτης, απειλητικός στην αρχή και αφοπλισμένος στο τέλος, παραμένει άγνωστων προθέσεων γιατί ο πόλεμος είναι χαμαιλέων και στη διάρκειά του φίλοι και εχθροί συχναλλάζουν ρούχα. Είναι όμως το ίδιο απελπισμένος με τους προσωρινούς του οικοδεσπότες, εξίσου απροσανατόλιστος και βαθιά μπερδεμένος. Πάσχει κι αυτός όπως και οι υπόλοιποι ήρωες από βασανιστικές αμφιβολίες σχετικά με την αποστολή, την ταυτότητα και τη λειτουργία του στην ελάχιστη ζωή που έχει απομείνει στον ρημαγμένο τόπο.

Η έρημη χώρα έχει αφήσει τα σημάδια της στις καρδιές και στα σώματα των ανθρώπων και η αποτύπωσή τους στην κίνηση, στις χειρονομίες και στην έκφραση των ηρώων υπήρξε κεντρικό σκηνοθετικό μέλημα. Η Βουλγαράκη με τη συνδρομή της κινησιολόγου τής παράστασης Κατερίνας Φώτη συνέλαβε εξαρχής ότι η ελλειπτική, γεμάτη χάσματα και στα πρόθυρα της απεξάρθρωσης γλώσσα αυτών των σακατεμένων ανθρώπων δεν μπορεί παρά να βρει το έσχατο καταφύγιό της στη σωματική τους αμηχανία.

Με οδηγό τη μετάφραση του Αργύρη Ξάφη που δείχνει τα όρια της εμποδισμένης γλώσσας, τα διάκενα του λόγου βοούν στη συγκοπτόμενη κίνηση. Οπως ακριβώς μετά δυσκολίας οι χαρακτήρες του έργου μπορούν να ολοκληρώσουν μια πλήρη πρόταση, έτσι και μετά βίας μπορούν να περπατήσουν. Περιφέρονται στο φασματικό τοπίο των αναμνήσεων μέσω των οποίων προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν τη ζωή τους, αλλά η εκδηλωτικότητά τους στον παρόντα χρόνο είναι ανεσταλμένη. Γλιστρούν σαν μουδιασμένοι στις ράγες ημιτελών πράξεων, εκφράζονται με διστακτική αμφισημία και χειρονομούν αποσπασματικά, με έμφοβη απορία. Ολα τα ψυχικά ρευστά μένουν οριακά ανεπίδοτα και επικρέμανται αλειτούργητα σαν τα αιωρούμενα τσιγκέλια.

Κάτω από τα χλωμά φώτα του Αλέκου Αναστασίου, υπό τους ήχους της παραπλανητικά γλυκίζουσας, ψυχεδελικά μεταλλαγμένης μουσικής σύνθεσης του Θόδωρου Αμπαζή και ντυμένοι με τα απροσποίητα κοστούμια της Αννας Φεντόροβα εμφανίζονται και οι ηθοποιοί της παράστασης: Δημήτρης Γεωργιάδης, Δημήτρης Δρόσος, Δέσποινα Κούρτη και Αργύρης Ξάφης.

Ενας σφιχτοδεμένος θίασος που υπενθυμίζει με τη δραστική σύμπραξη των μελών του ότι το θέατρο είναι ομαδικό άθλημα ατομικών επιδόσεων. Ολοι μαζί αποδίδουν στην εντέλεια την πελιδνή ατμόσφαιρα του έργου και ο καθένας χωριστά υπογραμμίζει με προσωπικό ύφος τα ιδιάζοντα πάθη του ήρωα που ενσαρκώνει.

INFO
Θησείον (Τουρναβίτου 7), τηλ. 2103255444, κάθε Πέμπτη έως Σάββατο στις 9 μ.μ., Κυριακή στις 6 μ.μ., έως 26 Νοεμβρίου

Ετικέτες

Documento Newsletter