Η Εφη Μπίρμπα δεν κατάφερε να καταθέσει μια ενιαία αισθητική πρόταση για το σατιρικό αριστούργημα του Μπουλγκάκοφ.
Το σατιρικό αριστούργημα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ «Η καρδιά του σκύλου» έχει γνωρίσει μεγάλες δόξες στο θεατρικό σανίδι καθώς βρίσκεται διαρκώς στην επικαιρότητα, ιδιαίτερα από τότε που άνοιξε ο χορός των μεταμοσχεύσεων. Ευνοϊκότερη συγκυρία εντούτοις από τη σημερινή για να επανέλθει στη σκηνή δεν θα μπορούσε να βρεθεί, αφότου από τις αρχές του αιώνα μας ο άνθρωπος εξωθείται σε δυσφορία απέναντι στη φυσική του κατάσταση και η τεχνική υπόσχεται την καθολική του μεταλλαγή. Παντού γίνεται λόγος για την κοινωνική κατασκευή της σεξουαλικής ταυτότητας, για την επικείμενη κυοφορία κάποιας δραστικά εξελιγμένης μετανθρώπινης οντότητας, για την επιτυχή μετάβαση στην εποχή της άρτια εκβιομηχανισμένης φυλογενετικής. Στην οθόνη κυριαρχεί με τον χορό της η Μπέλα Μπάξτερ του Λάνθιμου, τα μυθιστορήματα μεταβιολογικής φαντασίας γίνονται ανάρπαστα και η χειρουργική επιστήμη γιορτάζει τους γάμους της με τη ρομποτική.
«Μηχανικοί των ψυχών»
Τίποτε απ’ όλα αυτά ωστόσο δεν είναι τόσο καινούργιο όσο φαίνεται. Ο Μπουλγκάκοφ γράφει το έργο του στη Σοβιετική Ενωση του 1925 και η κυκλοφορία του απαγορεύεται γιατί τορπιλίζει τις δογματικές βεβαιότητες της νέας τάξης πραγμάτων για την ανακατασκευή του ανθρώπου. Είναι η εποχή του ανερχόμενου σταλινισμού. Η ιδέα πως ο άνθρωπος είναι αναλώσιμος σε κάθε πειραματισμό θριαμβεύει και ο Γκόρκι λανσάρει τους διαβόητους πλέον «μηχανικούς των ψυχών». Ενας τέτοιος μηχανικός είναι και ο καθηγητής Πρεομπραζένσκι. Παίρνει ένα αδέσποτο σκυλί, του μεταμοσχεύει ανθρώπινα όργανα και πιστεύει ότι δημιούργησε τον νέο άνθρωπο. Μόνο που η ταχεία ενηλικίωση του ανθρωπόσκυλου κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις γιατί το πολλά υποσχόμενο πειραματικό υβρίδιο βγαίνει άπληστο, αναιδές και πλήρως αντικοινωνικό. Η μεγαλομανιακώς εκβιαστική αναμόρφωση του ανθρώπου αποδεικνύεται τεράστιο φιάσκο και οι πελαγωμένοι ήρωες παρασύρονται σε μια διελκυστίνδα τραγελαφικών εξελίξεων.
Η αισθητική πρόταση
Η παράσταση φέρει το καθοριστικό στίγμα της Εφης Μπίρμπα αφού η σκηνοθέτρια, βασισμένη στη λειτουργική μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου, υπογράφει επίσης τη δραματουργία, τη σκηνογραφία, τη διασκευή (με τον Αρη Σερβετάλη) και τα κοστούμια (με τη Βασιλεία Ροζάνα). Εύλογα λοιπόν θα περίμενε κανείς μια ενιαία αισθητική πρόταση, την οποία ασφαλώς η σκηνοθέτρια επιδίωξε, αλλά με αποτελέσματα μόνο εν μέρει πειστικά. Με τη συμβολή της Βάσιας Λύρη η πλάγια σκηνογραφική διαίρεση του παραστασιακού χώρου κατέδειξε μεν τη γοερή αντίθεση της εργαστηριακής από την πραγματική ζωή, αλλά η αλληλοδιείσδυση των δύο επιπέδων θα μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο εκκωφαντικό τρόπο. Η Μπίρμπα πέτυχε βέβαια, με την εκτενή χρήση της βιντεοπροβολής και τις οξύνσεις της μουσικής σύνθεσης του Vangelino Currentzis, να καταδείξει τον γελοιογραφικό ανορθολογισμό του επιχειρούμενου επιστημονικού πειραματισμού, αλλά το έπραξε με αχρείαστη επαναληπτικότητα και πολύ θόρυβο που κορυφώθηκε προβληματικά στη σκηνή της λαιμαργίας του ανθρωπόσκυλου, προξενώντας μάλλον δυσθυμία παρά γέλιο.
Σύγχυση κοινωνικών ρόλων
Η επιμέλεια της κίνησης των ηθοποιών από τον Μιχάλη Θεοφάνους, αποδοτική σε πολλά σημεία της δράσης και ιδιαίτερα στην ευκινησία του σκύλου, έγινε κουραστική στην παρατραβηγμένη καταδίωξη της γάτας. Ο Σάκης Μπιρμπίλης ενοποίησε τον σκηνικό χώρο του χειρουργείου με το υπόλοιπο σπίτι κρεμώντας παντού γαλακτόχρωμες φωτιστικές σφαίρες και η ουδετερότητα της επιλογής του συνέβαλε στον τονισμό της ψυχρής επιστημοσύνης αλλά δεν έδεσε ούτε με την εξωφρενική δομή του έργου ούτε με τον φρενήρη ρυθμό της παράστασης. Ανάλογο προβληματισμό προξενούν οι ενδυματικές επιλογές. Εδώ η Εφη Μπίρμπα και η Βασιλεία Ροζάνα με την καλλιτεχνική συνδρομή του Αλέξανδρου Γαρνάβου έντυσαν πράγματι τον ανθρωποποποιημένο σκύλο πολύ ευρηματικά και τον καθηγητή Πρεομπραζένσκι σύμφωνα με τη συμβατική του θέση. Τα μεγαλοπρεπή φορέματα των υπηρετριών του σπιτιού, ωστόσο, και οι κάπως βαρύγδουπες τουαλέτες της κομματικής επιτροπής των μπολσεβίκων επέτειναν μια σύγχυση των κοινωνικών ρόλων ανάρμοστη στο νέο –έστω και τυπικά– εξισωτικό καθεστώς και οπωσδήποτε μη ανιχνεύσιμη στο έργο του Μπουλγκάκοφ.
Ο Αρης Σερβετάλης και ο Αντώνης Μυριαγκός υπήρξαν πολύ πετυχημένες επιλογές και αποτέλεσαν τα βαριά χαρτιά της παράστασης. Ο Σερβετάλης στον ρόλο του σκύλου Σάρικ διέθετε τη σωματική ετοιμότητα και την αναγκαία ευελιξία σε όλες τις φάσεις της βίαια μεταμορφωτικής του εξέλιξης. Προσέγγισε την αλλαγή της βιομορφικής υπόστασης του Σάρικ με υποκριτική δεξιοτεχνία που επεκτάθηκε από τα αρχικά σκιρτήματα μιας ευγνώμονος απορίας ως την αναιδή τραχύτητα που επέφερε η αιφνίδια αναβάθμισή του σε ανώτερη μορφή ζωής και κάλυψε με άνεση την γκάμα των αντιφατικών συναισθημάτων απέναντι στον δημιουργό του.
Ο Μυριαγκός επωμίστηκε τον ρόλο του καθηγητή Πρεομπραζένσκι με την επιβλητική πειθώ που του αναλογούσε αλλά και τον βαθύ κλονισμό των άκαμπτων πεποιθήσεών του από την ολωσδιόλου απρόβλεπτη εξέλιξη του ανθρωπογενούς του πειράματος. Οι υπαινικτικά χαμηλόφωνες σκηνές μιας αγωνιώδους αμηχανίας που εξωθείται σε συγχυτική διαταραχή αποδόθηκαν σε στοχαστική ατμόσφαιρα που ευτυχώς διέφερε από το κλίμα της υπόλοιπης παράστασης και υπήρξαν κορυφαίες. Η Ηλέκτρα Νικολούζου, ο Μιχάλης Θεοφάνους, η Χαρά Μάτα Γιαννάτου, η Αλεξάνδρα Καζάζου και ο Σπύρος Δέτσικας συμπλήρωσαν με επάρκεια το υποκριτικό δυναμικό της παράστασης αν και δεν τους δόθηκαν όλες οι ευκαιρίες εξατομίκευσης των ρόλων τους.
INF0
«Η καρδιά του σκύλου», θέατρο Κιβωτός, Πειραιώς 115, Τετάρτη – Κυριακή