Κριτική θεάτρου: «Πλατόνοφ»

Κριτική θεάτρου: «Πλατόνοφ»
Ο σκηνοθέτης έστησε μια παράσταση πιστή στο πρωτόλειο του Τσέχωφ αλλά ψυχρή, ιστορικίζουσα και ακαδημαϊκή, όπου τα αισθήματα δεν αποψύχονται πλήρως, τα σώματα παραμένουν ανελαστικά και τα πάθη ανεπίδοτα

Ο «Πλατόνοφ», το νεανικό έργο του Τσέχωφ, ανεβαίνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με την υπογραφή του Αντολφ Σαπίρο

Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη Ρωσία, το φάντασμα της ανίας – και ο Πλατόνοφ, σε μια αναλαμπή γρηγορούσας συνείδησης, βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι μια φυγή θα τον σώσει. Σαν τον καβαφικό ήρωα που λέει να πάει σ’ άλλη γη, να πάει σ’ άλλη θάλασσα, φαίνεται κι αυτός να μισοπιστεύει ότι έχει το ηλικιακό περιθώριο να πάρει τη ζωή του απ’ την αρχή, μακριά από τον επαρχιακό βούρκο όπου έχει βυθιστεί. Μόνο που η πίστη του είναι λειψή, η βούληση αδύναμη και το βλέμμα του θαμπό. Δεν είναι άλλωστε ο μόνος που καλλιεργεί παρόμοιες, εξαρχής απονευρωμένες αυταπάτες.

Οι στάχτες της ουτοπίας

Εκτός από τη γυναίκα του που κάθεται ήσυχα στ’ αυγά της χωρίς να σκαλίζει τις στάχτες της ουτοπίας, όλες οι άλλες ηρωίδες του έργου συμμερίζονται την ανέλπιδη υπόσχεση της νέας ζωής. Αυτή η λαχτάρα είναι που τις δένει με τον Πλατόνοφ, αυτή η κλωστή υφαίνει τον έρωτά τους για τον άλλοτε πολλά υποσχόμενο νέο που συνταξιοδότησε τους πόθους του πριν τινάξουν κανένα από τα άγρια πέταλά τους. Ενώ όμως οι γυναίκες τουλάχιστον έχουν κάποιο αποθεματικό υπόλοιπο ανταρσίας, οι άντρες το στερούνται παντελώς. Πάσχουν από το σύνδρομο του Ομπλόμοφ, αυτού του θρυλικά αδρανούς ήρωα του Γκοντσαρόφ, είναι τσακισμένοι από την πλήξη, κοιμούνται πάνω σε πολυθρόνες, γέρνουν κατάκοποι πάνω στα τραπέζια, καταρρέουν από έλλειψη ζωτικού ενδιαφέροντος για οτιδήποτε και φυσικά πίνουν, πίνουν ασταμάτητα αλλά χωρίς κέφι, χωρίς ορμή, χωρίς χαρά– ούτε καν την άγρια χαρά της αυτοκαταστροφής τους. Πίνουν γιατί πλήττουν και πλήττουν γιατί πίνουν. Το θέαμά τους είναι οικτρό και δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη ναυαγισμένη τους υπόσταση από την πρώτη τους εμφάνιση στη συγκέντρωση που διοργανώνει η στρατηγίνα Αννα Πετρόβνα στην υποθηκευμένη έπαυλή της.

Ο Μίσα… Μιχαλάκης

Το νεανικό, άπαιχτο όσο ζούσε έργο του Τσέχωφ δεν είναι παρά ένα ατελές, πρώτο σκιτσάρισμα της γελοιοποιημένης επιθυμίας. Εσχάτως έχει μεγάλες πιένες αφού είναι η τρίτη φορά που ανεβαίνει φέτος στην ελληνική σκηνή και η τελευταία του παράσταση, αν και φέρει τη βαριά υπογραφή ενός διαπρεπούς σκηνοθέτη όπως ο Αντολφ Σαπίρο, δεν είναι αντάξια των προσδοκιών του θεατή. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο σκηνοθέτης έβαλε τα δυνατά του για να καταδείξει όλες τις αδυναμίες του έργου. Βασίστηκε στη λαϊκίζουσα μετάφραση της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια, που αποκαλεί τον Μίσα… Μιχαλάκη, ενώ αν ήθελε σώνει και καλά να ελληνοποιήσει το έργο, θα αρκούσε να βάλει στο στόμα του το γνωστό τραγούδι: υπάρχει λόγος σοβαρός που είμαι νέος χλιαρός. Εξίσου συμβατικό ήταν το επικλινές σκηνικό της Μαρίας Τρεγκούμποβα, ενώ τα κοστούμια της ιδίας, με εξαίρεση την όντως χαρωπή βράκα της Μαρίας Γκρέκοβα, ήταν απλώς τα αναμενόμενα.

Στο φως και το ημίφως

Ο Σαπίρο φώτισε λαμπρά την κεντρική σύλληψη του Τσέχωφ για την αφυδάτωση της ζωής στον πνιγηρό ορίζοντα της επαρχίας αλλά άφησε στο ημίφως τις σχηματικές φιγούρες που θα ολοκληρωθούν αργότερα σε μεστούς ήρωες. Προσημείωσε την κατοπινή ανάπτυξη της τσεχωφικής δραματουργίας με ατάκες από τον «Γλάρο» αλλά χωρίς τα φτερά του. Εδειξε τον Πλατόνοφ ως πρόπλασμα του βαριεστημένου Τριγκόριν, αλλά χωρίς τη σπουδαιοφάνειά του. Φανέρωσε την αναλογία με τις «Τρεις αδελφές», αλλά δίχως τη ζωντάνια του σαλονιού τους. Υπενθύμισε ότι ο άξεστος στον οποίο πουλιέται η έπαυλη θα γίνει ο αγροίκος Λοπάχιν που παίρνει τον Βυσσινόκηπο αλλά χωρίς το βαρύ χνότο του. Εστησε, με δυο λόγια, μια παράσταση πιστή στο πρωτόλειο του Τσέχωφ αλλά ψυχρή, ιστορικίζουσα και ακαδημαϊκή. Σ’ αυτό τον πολικό κύκλο όπου τα αισθήματα δεν αποψύχονται πλήρως, τα σώματα παραμένουν ανελαστικά και τα πάθη ανεπίδοτα, παρέσυρε και τους καλούς ηθοποιούς της παράστασης, στους οποίους δεν αποδίδω παρά ελάχιστη ευθύνη για το αποτέλεσμα.

Κάτω από τους προσεγμένους φωτισμούς της Κατερίνας Μαραγκουδάκη ο Γιώργος Χριστοδούλου ερμηνεύει έναν Πλατόνοφ που ούτε στην παροδική του αφύπνιση δεν έχει την εκρηκτική αθωότητα και την αλματική τόλμη που τον κάνουν τόσο ακαταμάχητα γοητευτικό στις γυναίκες. Η Σοφία, με την οποία σχεδιάζουν να δραπετεύσουν, είναι πλασμένη από εύφλεκτα υλικά, αλλά αποδίδεται εξίσου άνευρα από την Ερρικα Μπίγιου, χωρίς να διακρίνεται η ξετρελαμένη από το πάθος γυναίκα που ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τον άντρα της.

Πιο πειστική εμφανίζεται η Παναγιώτα Βλαντή (Αννα Πετρόβνα) στον ρόλο της χήρας, αλλά ο ώριμος αισθησιασμός της παραμένει χαλιναγωγημένος, σε μια ισορροπία μεταξύ παθητικής προσδοκίας και ειρωνικής παραίτησης ακόμη και από τη ζήλια της για τη Σοφία. Ο Ομηρος Πουλάκης (Σεργκέι) ανταποκρίνεται, αν και με κάπως υπερβολικό λυρισμό, στον ρόλο του τρυφερού, εξοργιστικά ενδοτικού και συναισθηματικά ευάλωτου συζύγου της Σοφίας.

Η Ειρήνη Καζάκου (Σάσα) εμφανίζεται ως ανεκτική και καλόβολη σύζυγος του Πλατόνοφ με τα άχρωμα χαρακτηριστικά που απαιτεί ο ρόλος της. Η Ιώβη Φραγκάτου (Μαρία Γκρέκοβα) ενσαρκώνει με την ένταση ενός επίπλαστου ενθουσιασμού την παρορμητική αφέλεια της ηρωίδας της. Ο Κώστας Φλωκατούλας (Πορφύρι) απεικονίζει τις αυτοματοποιημένες αντιδράσεις τού ηθικά αναίσθητου παρατηρητή. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί διεκπεραιώνουν απλώς τους ρόλους τους στην απογοητευτική παρέλαση των συνταξιούχων της ζωής.

INFO
Εως 24 Μαρτίου, Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Ηρώων Πολυτεχνείου 32

Documento Newsletter