Κριτική θεάτρου: «Πέντε μικρά έργα του Σ. Μπέκετ»

Οι ηθοποιοί της παράστασης «Πέντε μικρά έργα του Σ. Μπέκετ» προσέδωσαν εσωτερική συνοχή αλλά και αυθεντικό λόγο ύπαρξης

Στα «Πέντε μικρά έργα του Σ. Μπέκετ» οι ήρωες έχουν μια αίσθηση διαρκούς εκκρεμότητας.

Βλέποντας κανείς να εμφανίζεται επί σκηνής ένας πασίγνωστος και δημοφιλής ήρωας, η Αντιγόνη ή ο Αμλετ, ψάχνει περισσότερο τον βηματισμό της παράστασης παρά τα πρόσωπα. Η γενική ιστορική συνθήκη του είναι έστω και αμυδρά οικεία, η υπόθεση γνωστή, ακόμα κι αν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είδε για τελευταία φορά το έργο. Ακόμα και αν παρακολουθεί μια διασκευή απομακρυσμένη από το πρωτότυπο, το περίγραμμα της δράσης τον αγκαλιάζει σαν ένα σπίτι που το ξέρει, το φόντο της πλοκής μοιάζει με παλιό πίνακα, τα λόγια των ηρώων τα έχει ξανακούσει.

Τα έργα του Μπέκετ, πάλι, βρίσκονται στους αντίποδες αυτής της καθησυχαστικής επαφής. ‘Oσες φορές και να παρακολουθήσει κανείς τους ήρωές του, όσο στενά κι αν τους παραφυλάξει, από οποιαδήποτε γωνία κι αν προσπαθήσει να συλλάβει τη φιγούρα τους, παραμένουν απροσέγγιστοι. Άγνωστοι ακόμα και όταν μας υποδέχονται με γνωστούς μορφασμούς, απόμακροι που χωρίς να τους καλούμε κοντά μας αλλά ούτε και να τους απωθούμε μας αγγίζουν σε ευπαθή σημεία, ξένοι που ωστόσο μας θυμίζουν κάτι όχι πάντα ευχάριστο – ίσως τον ίδιο μας τον εαυτό που μάταια προσπαθούμε ν’ αποφύγουμε. Εάν όμως αυτή η συνθήκη επικρατεί σε όλα τα έργα του Μπέκετ, ακόμα και στα πιο γνωστά στα οποία οι ήρωές του έχουν αναχθεί σε συμβολικές μορφές και έχουν εμπνεύσει άφθονα αντίγραφα, στα πέντε μικρά έργα που μετάφρασε και σκηνοθετεί ο Αλκίνοος Δωρής με γνώση και με πάθος, το παιχνίδι της απόμακρης οικειότητας με το ριζικά ανοίκειο φτάνει στο αποκορύφωμά του.

Αμφιβολίες και περισπασμοί

Στο ύφος της δραματουργικής επεξεργασίας που ο σκηνοθέτης επέλεξε από κοινού με τους ηθοποιούς της ομάδας του, για να παρουσιάσει αυτά τα πέντε μικρά κομμάτια του Ιρλανδού συγγραφέα, είναι πανταχού παρούσα ή αίσθηση μιας διαρκούς εκκρεμότητας. Μια πράξη σε αναβολή συνοδεύεται, ύστερα από πολλές αμφιβολίες και κάπως τυχαίους περισπασμούς, από μια διστακτική εκτέλεση που ισοδυναμεί με την οριστική της ματαίωση. Σε κάθε πτυχή μιας θεατρικής ενέργειας κυριαρχεί μια αμφιβολία δίχως ορατό αντικείμενο, μια δράση χωρίς το κρίσιμο διακύβευμα που θα της προσέδιδε ένα κάποιο νόημα, μια σειρά αποσπασματικών συμβάντων έξω από το πεδίο αναφοράς τους.

Ο Χένρι Τζέιμς αναρωτιέται πώς μπορεί να σταθεί ένας ήρωας χωρίς το σκηνικό του και περιορίζεται στην αυτονόητη για τον ίδιο απάντηση ότι κάθε χαρακτήρας αναζητά το πλαίσιο που θα τον αναδείξει. Ο Τζέιμς Τζόις σε ολόκληρο τον «Οδυσσέα» και ιδιαίτερα στο εξόχως θεατρικό κεφάλαιο της Κίρκης επισυνάπτει λεπτομερείς σκηνογραφικές οδηγίες για την ευκρινέστερη απόδοση της ατμόσφαιρας – και πολλοί θεατρικοί συγγραφείς τον ακολουθούν πιστεύοντας ότι η χωροθέτηση των ηρώων τους ενισχύει την υπαρξιακή τους ταυτότητα.

Μεταξύ μελαγχολίας και κωμωδίας

Στον Μπέκετ εντούτοις το διακοσμητικό φόντο αποσυντίθεται σε σκόρπιες πινελιές, το κάδρο που ορίζει τον διασκελισμό των δρώντων προσώπων διαλύεται και για την τραυματισμένη τους αυτεπάρκεια φτάνει ένας ρηχός νερόλακκος, ένα ξερό δέντρο ή ένας σκουπιδοτενεκές. Αυτήν τη γραμμή προεκτείνει ως τα ακραία της όρια και ο Δωρής, εγκαινιάζοντας έναν καινούργιο θεατρικό χώρο που φέρει το όνομα του Μπέκετ και αφηγούμενος τραχιά και με σπασμένες κουβέντες την ασύμπτωτη μα τεμνόμενη πορεία τριών προσώπων.

Οι μουσικοί υπαινιγμοί που η Στέλλα Γαδέδη πέρασε τις αιχμές τους σχεδόν απαρατήρητες στον θεατή και οι γυμνοί από κάθε εύκολο συναισθηματισμό φωτισμοί του Θωμά Οικονομάκου είναι αρκετοί για τη φόρτιση της Μαρίζας Θεοφυλακτοπούλου, του Γιάννη Μπάτση και της Κατερίνας Ρουσιάκη. Με βάθρο ένα χαλί και κοινό τους ένδυμα μία περιφερόμενη καπαρντίνα, οι ηθοποιοί κινήθηκαν στην κόψη μελαγχολικής εγκαρτέρησης και κωμικής παντομίμας. Εικονογράφησαν με ρυθμολογημένη ένταση τις στιγμιαίες όψεις εναλλασσόμενων πορτρέτων και ανέλπιδης προσμονής και προσέδωσαν όχι μόνο εσωτερική συνοχή αλλά και αυθεντικό λόγο ύπαρξης σε μια παράσταση που αυτοδικαίως θα μπορούσε να έχει τίτλο: «Ολος ο Μπέκετ σε μία ώρα».

Τα συνοριακά τοπόσημα

Κεντρική θέση ανάμεσα στις ποικίλες μεταθανάτιες περιπέτειες των μεγάλων συγγραφέων καταλαμβάνει και η μοίρα του έργου τους. Δεν μιλώ για παραποιημένα ή ψευδεπίγραφα κείμενα ούτε για ημιτελή ή ακρωτηριασμένα χειρόγραφα που πολλές φορές ανασυγκροτούνται εκ του προχείρου ώστε να προβληθούν σε μια εκβιαστική πληρότητα. Δεν αναφέρομαι καν στα αποκηρυγμένα όπως του Καβάφη ή στα αθελήτως διασωθέντα όπως του Κάφκα ούτε σ’ εκείνα που αποτελούν αντικείμενο στα χέρια άπληστων κληρονόμων, φιλόδοξων εκδοτών και κερδοσκόπων παραγωγών.

Μιλώ για τα αυθεντικά και εντελή αλλά μικρής εκτάσεως έργα που αποτελούν δορυφορικούς αστέρες στο σύμπαν ενός μεγάλου δραματουργού. Κείμενα των οποίων η ακριτική θέση ακριβώς επιφορτίζει όσους καταπιάνονται μαζί τους, με την αναλογούσα στην αξία τους σοβαρότητα, να τα αναδείξουν ως συνοριακά τοπόσημα και να αναγνωρίσουν στις διασταυρούμενες τροχιές τους τις γέφυρες που τα συνδέουν με τα πυρηνικά θεωρούμενα και οπωσδήποτε πολύ γνωστότερα έργα του ιδίου συγγραφέα. Τότε, από την επιτυχή συνάρθρωση μικρών αλλά ομόκεντρων κειμένων, τη λειτουργική τους διάταξη και την άλλοτε ευθύβολη και άλλοτε πλάγια εκπομπή τους, μπορεί πράγματι να προκύψει πλήρης δουλειά.

INF0
Σκηνή Μπέκετ, Παρ. & Σαβ. στις 21.00, Κυρ. στις 19.00