Κριτική θεάτρου – Οι «Υπνοβάτες» και οι νυχτερινές ενοράσεις

Στη σκηνοθεσία της Ελένης Ευθυμίου δεν υπάρχει σωστή και λάθος κίνηση. Αυτή ακριβώς η εσκεμμένη ακαταστασία εναρμονίζει μεταξύ τους όλα τα στοιχεία μιας εντυπωσιακά αρτιμελούς παράστασης

Η ομάδα Εν Δυνάμει με ηθοποιούς με ή χωρίς αναπηρία συγκίνησε ξανά με το νέο της έργο «Υπνοβάτες» που αναψηλαφεί τη σχέση μεταξύ ύπνου, ονείρου και θανάτου.

Από το 2008 η θεατρική ομάδα Εν Δυνάμει που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από την Ελένη Δημοπούλου και τη Μαρία Ιωαννίδου βρίσκεται στην πρώτη γραμμή εναντίον των αποκλεισμών που υφίστανται τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Μετά τα «Ερωτευμένα άλογα», μια παράσταση με διεθνή απήχηση, η ίδια ομάδα, που περιλαμβάνει στους κόλπους της ηθοποιούς με ή χωρίς αναπηρία, επανέρχεται στο προσκήνιο με τους «Υπνοβάτες». Η υπόθεση του έργου, που σκηνοθετεί η Ελένη Ευθυμίου και βασίζεται σε κείμενα που έγραψε η ίδια με τη συνεργασία των μελών του θιάσου, αφορμάται από μια ιδέα της Ελένης Δημοπούλου, που είναι και η καλλιτεχνική διευθύντρια αυτής της τόσο ιδιαίτερης θεατρικής ομάδας. Στο επίκεντρο της παράστασης βρίσκεται η αναψηλάφηση των σχέσεων μεταξύ του ύπνου, του ονείρου και του θανάτου, η σημασία των νυχτερινών ενοράσεων στην αποκάλυψη ενός προβλήματος που εξακολουθούμε να αγνοούμε.

Η κανονικότητα της διπλανής πόρτας

Υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους αποσιωπάται ένα θέμα: έχει τόσο ασήμαντες διαστάσεις ώστε περνά απαρατήρητο ή είναι τεράστιο, οπότε θεωρείται αυτονόητο. Η μόνιμη σκιά που ρίχνει ο όγκος του στην κοινωνική ζωή αντιμετωπίζεται με τη συγκαταβατική ανοχή που δείχνουμε μπροστά σ’ ένα άλυτο πρόβλημα. Εκλαμβάνεται ως μοιραίο δυστύχημα και προκαλεί πικρές αναφωνήσεις που συνοδεύονται μ’ ένα μορφασμό παραίτησης απέναντι στο συντελεσμένο κακό.

Η ζωή των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες όμως δεν είναι διόλου συντελεσμένη, δεν αποτελεί τελειωμένη υπόθεση, όσο κι αν βιαζόμαστε να την περάσουμε στα κατάστιχα των ανεξόφλητων χρεών. Αυτή η ζωή δεν παραγράφεται ως αδίκημα. Υπάρχει και η ύπαρξή της δεν σβήνεται με μια μονοκοντυλιά. Σπαρταρά, χαμογελά, πονά και αναπνέει, εξελίσσεται αθόρυβα αλλά παράλληλα με τη δική μας καθημερινή ζωή, κινείται με τον δικό της συρμό, αποτελεί την κανονικότητα της διπλανής πόρτας. Καμιά φορά ρίχνουμε μια πλάγια ματιά από τις χαραμάδες αυτής της κατάκλειστης πόρτας αλλά διστάζουμε να τη χτυπήσουμε. Φοβόμαστε αυτό που θα αντικρίσουμε στο άνοιγμά της και την προσπερνάμε με κάποια αμηχανία, λίγες απροσδιόριστες ενοχές και περισσότερη ανακούφιση γιατί το αστροπελέκι της κακοτυχίας δεν έπεσε πάνω μας αλλά χτύπησε παραπέρα. Η προβληματική γέννα απωθείται στο περιθώριο μιας βιολογικής μεταφυσικής και το παιδί που-δεν-είναι-σαν-τα-άλλα εξαιρείται σιωπηρά από τη θωρακισμένη κοινότητα που η υγεία της δεν ανέχεται την πάθηση. Ετσι, η απόσταση που χωρίζει ένα παιδί ανυπαίτια σημαδεμένο από τον κοινωνικό του εξοστρακισμό είναι μικρή. Ολοι εξυμνούμε την αξία της διαφοράς εφόσον παραμένει απόμακρη αλλά ξενιζόμαστε όταν μας σιμώνει. Η ετερότητα διαιρείται ανομολόγητα σε καλή και κακή, ενώ στο πλαίσιο αυτής της διάκρισης το στιγματισμένο παιδί ανήκει στη λάθος πλευρά της οικογενειακής ιστορίας.

Οραματίζονται την κοινότητα που έρχεται

Φυσικά και στο ζήτημα αυτό, όπως και σε τόσα άλλα, έχει συντελεστεί μεγάλη πρόοδος. Τα άτομα με κάποια εκ γενετής αναπηρία ή νοητική υστέρηση δεν λοιδορούνται πλέον και η κοινωνική μέριμνα για τις ανάγκες της ζωής τους έχει βελτιωθεί αισθητά. Εχουμε ολοένα και πλουσιότερες βιβλιοθήκες σε γραφή Μπράιγ, τηλεοπτικούς μεταφραστές στη νοηματική γλώσσα, κάποια, λίγα, πεζοδρόμια με ραβδωτά πλακίδια για τους τυφλούς, ειδικές ράμπες και αναβατόρια κατάλληλα για τα αναπηρικά αμαξίδια. Οι όροι του κοινωνικού αποκλεισμού εντούτοις, παρότι δεν είναι τόσο άκαμπτοι όσο παλιότερα, δεν έχουν αρθεί στον απαιτούμενο βαθμό. Και τούτο διότι η υπέρβασή τους δεν εξαρτάται μόνο από την παραμερισμό των τεχνικών εμποδίων. Το ζητούμενο είναι η απαγκίστρωσή μας από προκαταλήψεις αιώνων και η υπερπήδηση όσων ψυχικών εμποδίων τροφοδοτούν την παθητική μας στάση και καθιστούν αόρατο τον ελέφαντα που κυκλοφορεί ανάμεσά μας.

Αυτή η παθητικότητα πάντως δεν είναι γενικευμένη, όπως αποδεικνύεται από τις αντιδράσεις των θεατών στην εναρκτήρια σκηνή της παράστασης με την εικόνα ενός θαλάμου, που στη σκηνική σύλληψη της Ευαγγελίας Κιρκινέ αποτελεί μικρογραφία μια απομονωμένης ζωής εν κινήσει. Οι ένοικοι δεν κείτονται καρτερικά στα κρεβάτια τους αλλά ξυπνώντας από την αφήγηση ενός συνταρακτικού ονείρου αναδεύονται και ξεσηκώνονται, επαναστατούν και χορεύουν, αγκαλιάζονται και ελπίζουν. Μάχονται τη συνθήκη που τους κρατά αποκλεισμένους από τον κόσμο. Οργανώνουν, αργά και πεισματικά, τη δική τους μετοχή σ’ έναν κανόνα που θα προβλέπει την εξαίρεση όχι ως στατιστικό ατύχημα αλλά ως ουσιώδες συστατικό της μέρος. Οραματίζονται την κοινότητα που έρχεται και την πραγματοποιούν επί σκηνής. Ο δρόμος τους είναι φυσικά γεμάτος εμπόδια, μα αντί να τα παρακάμψουν μαθαίνουν, με τη συμβολή του κινησιολόγου Τάσου Παπαδόπουλου, να ελίσσονται ανάμεσά τους, παίζουν μ’ αυτά, τα χρησιμοποιούν ως εφαλτήρια νέων επιδόσεων. Κάποια μέλη της ομάδας εκφράζονται απρόσκοπτα και με ανεμπόδιστο λόγο. Αλλα μιλούν δύσκολα, σπασμένα και με ακανόνιστη ροή. Ολόκληρος ο θίασος όμως, ακολουθώντας τη φωνητική διδασκαλία της Ελενας Μουδίρη-Χασιώτου, επικοινωνεί θαυμάσια με το κοινό – γιατί απλούστατα τα μέλη του έχουν δέσει άριστα μεταξύ τους. Στη σκηνοθεσία της Ευθυμίου δεν υπάρχει σωστή και λάθος κίνηση, η παραπραξία αποτελεί οργανικό μέρος της θεατρικής πράξης, η απρόοπτη αντίδραση είναι εξίσου δεκτή με την προγραμματισμένη και η αυτοσχεδιαστική αναπλήρωση των κενών προκύπτει με απόλυτη φυσικότητα. Τούτη ακριβώς μάλιστα η εσκεμμένη ακαταστασία όχι μόνο νομιμοποιεί την παρεκκλίνουσα διαφορά αλλά και εναρμονίζει μεταξύ τους όλα τα στοιχεία μιας εντυπωσιακά αρτιμελούς παράστασης.


INFO
Δημοτικό θέατρο Πειραιά. Έως 30 Ιουνίου