Στο γκροτέσκο δράμα «Ο τρόμος του κροκόδειλου» της Μέγκαν Τάιλερ παρακολουθούμε ένα κωμικοτραγικό ντελίριο που καθηλώνει.
Μια γυναίκα είναι αφοσιωμένη στη δουλειά της. Καθαρίζει την επιφάνεια μιας οικιακής συσκευής, την επιφάνεια της κουζίνας. Oχι με τα συνηθισμένα, τραχιά και χονδροειδή μέσα, συρμάτινα σφουγγαράκια και απορροφητικά πετσετάκια, αλλά με λεπτότητα επιστημονική. Βουτάει μια οδοντόβουρτσα σε καθαριστικό υγρό και την περνάει επίμονα και με αδιάσπαστη προσοχή γύρω από τα μάτια της κουζίνας, τρίβει κάθε της γωνία και κάθε της εσοχή. Εκτελεί την εργασία της σιωπηλά και με θρησκευτική σπουδή, σαν να πρόκειται για τελετουργικό τυπικό, πράξη λατρευτική με σκεύη ιερά και χειρονομίες προκαθορισμένες από κάποια αιώνια μεταφυσικώς απαρασάλευτη τάξη.
Στη σύντομη αυτή εισαγωγική σκηνή η συγγραφέας του έργου προσφέρει στον θεατή όλα τα κλειδιά για την ανάγνωσή του. Την ιδέα ότι η τάξη της πανταχόθεν ξορκισμένης και ακόμη πανταχού παρούσας πατριαρχίας εξακολουθεί να κυριαρχεί μέσα από την άκαμπτη καθημερινή λειτουργία της παράδοσης που δοξάζει τη γυναίκα ως βασίλισσα της κουζίνας αλλά και κάτι παραπάνω. Την υποψία ότι κάτι πολύ βρόμικο βρίσκεται εδώ, κάτι πολύ σκοτεινό σέρνεται βαρύθυμα κάτω από την απαστράπτουσα επιφάνεια των πραγμάτων ή φωλιάζει στο επάνω πάτωμα, απ’ όπου κατά καιρούς ακούγονται απροσδιόριστοι θόρυβοι ή χτύποι επίμονα βάναυσοι και άκρως απαιτητικοί.
Καταπίεση εις διπλούν
Ο σκηνοθέτης της παράστασης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είδε από την αρχή την αναγκαιότητα να αποδοθεί το κλίμα της αρχικά αόριστης μα σταθερά υφέρπουσας απειλής και να αποτυπωθεί σε πρώτο ιδιωτικό επίπεδο το δημόσιο, άκρως πολιτικό της μήνυμα. Παράλληλα όμως δεν παρέλειψε να υπονομεύσει το κράτος της με μια ευρηματική συρροή κωμικών εντάσεων που ακροβατούν μεταξύ ρεαλιστικής πνοής και εξωφρενικών παραισθήσεων για να βρουν το τραγελαφικό σημείο επαφής τους στη μεταμόρφωση του δυναστικού πατέρα σε ύπουλο κροκόδειλο.
Ο πατέρας είναι άλλωστε το επίκεντρο γύρω από το οποίο αρθρώνεται η υπόθεση του έργου και διασταυρώνονται οι πορείες των δύο θυγατέρων του. Φόντο της δράσης αποτελούν ένα χωριό της Βόρειας Ιρλανδίας το 1989 και οι βίαιες συγκρούσεις των αγγλόφιλων προτεσταντών και των καθολικών οπαδών της ένωσης με την Ιρλανδική Δημοκρατία. Η Φιάνα, ύστερα από έντεκα χρόνια απουσίας, πολλά εκ των οποίων τα πέρασε στη φυλακή, επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι για να συναντήσει την Αλάνα. Οι δύο γυναίκες έχουν διαμετρικά αντίθετα εξωτερικά γνωρίσματα μα εξίσου απόλυτο ταμπεραμέντο. Η Φιάνα έχει παθιασμένο και εκρηκτικό χαρακτήρα ενώ η Αλάνα εμφανίζεται συντηρητική, θρησκόληπτη και υποταγμένη.
Στο πρώτο καταιγιστικό ημίωρο της παράστασης, εντούτοις, οι δύο αδελφές θα ανταλλάξουν τα δυνατά τους χαρτιά. Η μαχητικότητα της μίας θα σμίξει με τη στερεότητα της άλλης σ’ ένα ντελίριο που ο Θεοδωρόπουλος έσπρωξε έως τα άκρα. Πάνω από την τράπεζα των παιδικών τους αναμνήσεων, τα αγαπημένα τραγούδια της εφηβείας τους και την πικρία για την άδικη μοίρα της μητέρας τους οι πρωταγωνίστριες αυτού του γκροτέσκου δράματος θα οπλιστούν μ’ ένα αλυσοπρίονο ενάντια στη διπλή καταπίεση. Στην ανάπηρη αλλά δυναστική φιγούρα του πατέρα-κροκόδειλου και την αβάσταχτη αγγλική κατοχή.
Eκτροχιασμός με χιούμορ
Ο σκηνοθέτης αξιοποίησε πλήρως την ταχύρρυθμη μετάφραση του Αλέξανδρου Σφακιανάκη και το ρεαλιστικό αλλά και παραισθητικό σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού για να οδηγήσει στο απόγειο τον έκτακτο συνδυασμό χιουμοριστικού εκτροχιασμού και εκτραχηλισμένης βιαιότητας και να εξυμνήσει την αλληλοπαθή γυναικεία συντροφικότητα. Η πιο πετυχημένη επιλογή του ωστόσο αφορούσε τις πρωταγωνίστριες της παράστασης. Η Σύρμω Κεκέ διέπλασε τον αντιφατικό χαρακτήρα της Αλάνα με όντως ασυναγώνιστες επιδόσεις σε αισθηματική γλυκύτητα και ασθματική φρενίτιδα, ευπαθή θρησκευτικότητα και εξεγερσιακό ρομαντισμό, παραδίδοντας ένα μάθημα υψηλής τραγικωμικής υποκριτικής. Η Αννα Καλαϊτζίδου απογείωσε με διαρκείς εκτινάξεις την ορμητική διάθεση και το βέβηλο πνεύμα της Φιάνα, προικίζοντας παράλληλα την επαναστατημένη της ιδιοσυγκρασία με βαθιά τρυφερότητα. Ο Δημήτρης Γεωργαλάς, πειστικότατος στον ρόλο του καταχθόνιου πατέρα, και ο Θοδωρής Λαμπρόπουλος ως άκαμπτος Αγγλος στρατιώτης αρτίωσαν μια όλως αξιοθέατη παράσταση.
Η «σωστή» πλευρά της Ιστορίας
Από τη ματωμένη Κυριακή του Πάσχα το 1916 έως τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής το 1998, ολόκληρος ο 20ός αιώνας υπήρξε για την Ιρλανδία πεδίο διαρκών πολιτικών συγκρούσεων και ένοπλων εξεγέρσεων. Ο εντατικός αγώνας αφορούσε αρχικά την ανεξαρτησία του νότιου τμήματός της και στη συνέχεια την ενσωμάτωση των βόρειων επαρχιών της, που ωστόσο παρέμειναν υπό αγγλική κατοχή. Τα επεισόδια αυτής της μακράς περιόδου, συχνά αιματηρά και φορτισμένα με πάθος, σημάδεψαν ανεξίτηλα τόσο τους καθολικούς, που ουδέποτε παραιτήθηκαν από την επιδίωξη μιας ενωμένης Ιρλανδίας, όσο και τους προτεστάντες, που με σύμμαχο τον βρετανικό στρατό ζητούσαν την παραμονή της διεκδικούμενης περιοχής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι δύο πλευρές συναγωνίστηκαν σε αγριότητα, αν και τελευταία είναι της μόδας σε μυθιστορήματα και κινηματογραφικές ταινίες να υπερτονίζονται οι εγκληματικές ενέργειες του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού και να περνούν σιωπηρά και σε δεύτερο πλάνο οι ανήκουστες κτηνωδίες των βρετανικών δυνάμεων. Πράγμα αναμενόμενο. Αφού ο νικητής ξερίζωσε με συστηματική δολιότητα όλα τα στοιχεία της γηγενούς ιρλανδικής παράδοσης και επέβαλε τη γλώσσα και την κουλτούρα του, επιβάλλει τώρα και την άποψή του για τη σωστή πλευρά της Ιστορίας.
INFO
Θέατρο του Νέου Κόσμου. Τετάρτη – Κυριακή