Κριτική θεάτρου: «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ»

Ο σκηνοθέτης φωτίζει κάθε γωνιά του ψυχισμού των ηρώων, αποσαφηνίζει πρόωρα τις εσκεμμένες ασάφειες και βιάζεται να μετατρέψει τα ανήσυχα προαισθήματα σε βεβαιότητες, υπονομεύοντας έτσι την υπόγεια ένταση του έργου της Χάισμιθ

Εξωστρεφής και προκλητικός ο «Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» που διασκεύασε και σκηνοθέτησε ο Πέτρος Ζούλιας, σε αντίθεση με τον αινιγματικό ήρωα της Πατρίσια Χάισμιθ.

Στην τοιχογραφία των διακεκριμένων λογοτεχνικών ηρώων του εικοστού αιώνα ο Τομ Ρίπλεϊ περνά αρχικά απαρατήρητος. Στέκεται σε διακριτικό ημίφως, κρύβεται πίσω από τις πλάτες επιφανέστερων συναδέλφων του και μορφάζει σιωπηλά. Κάποιοι διαδηλώνουν τις προθέσεις τους με έντονες χειρονομίες, εκείνος κρύβει τις δικές του κάτω από αδιαφανή πέπλα. Αλλοι προβάλλουν τις δεξιότητές τους περνώντας από το τελωνείο μεγαλεπήβολων στόχων, εκείνος παραχώνει τις δικές του σε βαλίτσα με διπλό πάτο. Απέναντι στα λιοντάρια προσποιείται τον χαμαιλέοντα κι από το οξύ βλέμμα του γερακιού προτιμά να επιστρατεύει την έρπουσα επιφυλακτικότητα της ύαινας. Οι προβεβλημένες φιγούρες αγαπούν τον φακό που θα αποδώσει την προσωπικότητά τους αλλά ο Ρίπλεϊ έχει αντί για πρόσωπο μια σειρά εναλλασσόμενων προσωπείων που τελειοποιεί με διαρκείς πρόβες στον καθρέφτη των εκάστοτε επιδιώξεών του. Στη μοναδικότητα του εγώ αντιτάσσει την πολλαπλότητα αυτών που υποδύεται. Πιστοποιεί το αντίγραφο παραμερίζοντας το πρωτότυπο και τελικά ως έμπειρος ηθοποιός ερμηνεύει τους ρόλους που παίζει κατά καιρούς ως αδρά στιγμιότυπα της δικής του σκιώδους παρουσίας.

Η τέχνη να ξεγλιστράς

Μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά επιτήδειου ψευδολόγου και εφευρετικού πλαστογράφου, δεινού υπολογιστή και ευφυούς δολοπλόκου, χαρισματικού απατεώνα και περιστασιακού δολοφόνου, η Αμερικανίδα συγγραφέας Πατρίσια Χάισμιθ από το 1955 ως το 1990 καθιερώνει τον Ρίπλεϊ ως πρωταγωνιστή πέντε μυθιστορημάτων και κατακτά μαζί του την κινηματογραφική οθόνη και τη θεατρική σκηνή. Το μυστικό της επιτυχίας του εντούτοις παραμένει αινιγματικό όπως και ο ίδιος, η γοητεία του ανεξακρίβωτης εκπομπής και η φιγούρα του επιμελώς απροσδιόριστη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι με την εμφάνιση του Ρίπλεϊ η πυξίδα του εγκλήματος αποκαλύπτει μια νέα διαδρομή προς την εκτέλεσή του. Αν η Αγκαθα Κρίστι μετατρέπει τον φόνο σε σκακιστικό πρόβλημα προς τέρψιν των αναγνωστών και ο Ντάσιελ Χάμετ (σύμφωνα με την οξυδερκή παρατήρηση του Ρέιμοντ Τσάντλερ) τον επιστρέφει σε όσους έχουν πράγματι ανάγκη να τον διαπράξουν, η Χάισμιθ τραβάει ακόμη μακρύτερα. Προικίζει το αστυνομικό μυθιστόρημα με διαισθητικές ενοράσεις και μπολιάζει στο σώμα του όλα τα στοιχεία του ψυχολογικού θρίλερ που διαγράφονται ήδη στις ταινίες του Χίτσκοκ. Ετσι αναβαπτίζει τη δολοφονία στην κολυμπήθρα των καιροσκοπικών τεχνών και επιπλέον αφήνει τον δολοφόνο να ξεγλιστρά ανενόχλητος. Κατάληξη που έχει, όπως φαίνεται από τη δημοφιλία του Ρίπλεϊ, ιδιαίτερη απήχηση μεταξύ όσων εποφθαλμιούν τον συνδυασμό των σπάνιων προσόντων που εξασφαλίζουν την ατιμωρησία του.

Αστοχίες και βιασύνη

Διασκευάζοντας και σκηνοθετώντας το διασημότερο μυθιστόρημα της σειράς, τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ», ο Πέτρος Ζούλιας δεν ακολούθησε κάποια από τις εξαιρετικά επιτυχείς κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του έργου. Παίρνοντας υπόψη τους περιορισμούς του λιτού σκηνικού χώρου που φιλοτέχνησε η Αννα Ζούλια και δένοντας τη μουσική επιμέλεια του Γεράσιμου Ευαγγελάτου με τους διακριτικούς φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα, κινήθηκε ευρηματικά στα χνάρια του πρωτότυπου λογοτεχνικού κειμένου. Δεν έλειψαν ωστόσο κάποιες λαϊκιστικές αστοχίες στην ελληνική απόδοση των διαλόγων. Ο Ντίκι Γκρίνλιφ, για παράδειγμα, δεν γίνεται ποτέ «κώλος και βρακί» με τον Τομ Ρίπλεϊ, δεν ταιριάζει στο ύφος της Χάισμιθ, που μπορεί να φτάσει μόνο στο σημείο να υπαινιχθεί έναν παράταιρο δεσμό μεταξύ γραβάτας και σώβρακου. Το άγχος όμως της αμέσου επιδόσεως του κειμένου στον θεατή διακρίνεται σε πολλά σημεία της παράστασης και δεν βρίσκεται σε συμφωνία με τους χαρακτήρες του έργου, εκτός από τον μπρούτο Φρέντι Μάιλς που όντως δεν μασάει τα λόγια του. Ο Ρίπλεϊ απεναντίας και λιγότερο ο Ντίκι και η Μάρτζι εκφράζονται περισσότερο με υπαινιγμούς παρά με ευθείες δηλώσεις. Το παιχνίδι της γάτας και των ποντικιών παίζεται με υπονοούμενα και οι αντιπαραθέσεις των ηρώων εξελίσσονται με διφορούμενα σήματα που αφήνουν ανοιχτό περιθώριο σε υπαναχωρήσεις και αισθηματικές αμφιταλαντεύσεις. Ο σκηνοθέτης όμως φωτίζει έντονα κάθε γωνιά του ψυχισμού των ηρώων, αποσαφηνίζει πρόωρα τις εσκεμμένες ασάφειες που θα έδιναν αγωνιώδη τόνο στην εξέλιξη της δράσης και βιάζεται να μετατρέψει τα ανήσυχα προαισθήματα σε αιχμηρές βεβαιότητες, υπονομεύοντας έτσι την υπόγεια ένταση του έργου της Χάισμιθ. Αυτή η τάση οριστικοποίησης εμφανίζεται καθαρά στην έκθεση της σεξουαλικότητας των ηρώων. Αποτυπώνεται ρητά, αρχικά στη φιλομόφυλη διάσταση των σχέσεων του Ντίκι με τον Τομ, την οποία η Χάισμιθ αφήνει παιγνιωδώς υπόρρητη, και επανέρχεται αργότερα στην προσέγγιση της Μάρτζι από τον Τομ.

Ο άσος στο μανίκι

Ανάλογα με τη σκηνοθετική πρόθεση των ξεκάθαρων λογαριασμών και ντυμένοι τα κοστούμια εποχής του Νίκου Αποστολόπουλου κινούνται και οι πρωταγωνιστές της παράστασης. Ο Μιχάλης Συριόπουλος ενσάρκωσε επιτυχώς έναν παραπειστικά αμήχανο, σχεδόν «σβησμένο» Τομ Ρίπλεϊ στον συνδυασμό δειλής εμφάνισης και δόλιας διάθεσης. Ο Μιχαήλ Ταμβακάκης ανταποκρίθηκε με άνεση στην ανέμελη φιγούρα του πλούσιου Ντίκι Γκρίνλιφ που πέφτει θύμα της υπεροψίας του. Η Ηβη Νικολαΐδου υποδύθηκε τη Μάρτζι Σέργουντ με χάρη και ζωντάνια που σκιάζονται σταδιακά από την πληγωμένη της ευαισθησία. Ο Ιωάννης Αθανασόπουλος έδωσε επαρκέστατα το πορτρέτο τού κάπως άξεστου αλλά και διορατικού Φρέντι Μάιλς, ολοκληρώνοντας τη διανομή σε μια παράσταση της οποίας δεν θα αποκαλύψω το τέλος γιατί αποτελεί τον άσο στο μανίκι του Πέτρου Ζούλια.

INFO
Τετάρτη – Κυριακή, θέατρο Ιλίσια-Βολονάκης, Παπαδιαμαντοπούλου 4