Κριτική θεάτρου: Ο «Γυάλινος κόσμος» και η διάφανη μνήμη

Κριτική θεάτρου: Ο «Γυάλινος κόσμος» και η διάφανη μνήμη
Ο Ιταλός σκηνοθέτης της παράστασης κατάφερε να αποσπάσει ερμηνείες ποιότητας από τους ηθοποιούς του 

Ο καταξιωμένος Αντόνιο Λατέλα παρουσιάζει τον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς, με τη Μαρία Καλλιμάνη να ξεχωρίζει ως Αμάντα.

Μια παράσταση που ξεκινά με μια παιδαγωγική διάλεξη εναντίον του συμβατικού ρεαλιστικού θεάτρου είναι συνήθως συμβατική, όσο κι αν προσποιείται την προχωρημένη. Γιατί δεν είναι δουλειά του σκηνοθέτη να πάρει τον θεατή από το χεράκι και να του εξηγήσει τις προθέσεις του – όχι να του πει τι πρόκειται να κάνει, αλλά απλώς να του δείξει τι κατάφερε να κάνει. Ο Ιταλός σκηνοθέτης βέβαια επικαλείται λόγια του συγγραφέα – αλλά μόνο για να τα φέρει στα μέτρα του. Διότι ο Τενεσί Ουίλιαμς στρέφεται εναντίον των ρεαλιστικών συμβάσεων επικαλούμενος την ποιητικότητα ενώ ο Αντόνιο Λατέλα σκηνοθετεί με γνώμονα την αφαιρετικότητα.

Ο Ουίλιαμς λέει ότι προσφέρει ψευδαισθήσεις που μοιάζουν με αλήθεια σ’ ένα έργο που φωτίζεται θαμπά και οι αναπολήσεις του ανάγονται στη μακρινή μουσική ενός βιολιού. Ο Λατέλα, αντιθέτως, αντί για θαμπή ατμόσφαιρα λούζει τη σκηνή με άφθονα και σκληρά φώτα ενώ αφαιρεί το βιολί, που προφανώς το βρίσκει πολύ νοσταλγικό. Ο Ουίλιαμς θεωρεί ότι τα σκηνικά αντικείμενα δεν βλάπτουν την ποιητικότητα, γι’ αυτό οι σκηνικές του σημειώσεις για το έργο είναι γεμάτες από μπουγαδόσκοινα και σκουπιδοτενεκέδες, ξεθωριασμένα παραπετάσματα, παλιά έπιπλα και φυσικά τη συλλογή με τα γυάλινα ζωάκια της Λόρα. Ο Λατέλα πάλι αρκείται σ’ ένα τροχήλατο σιδερένιο καβαλέτο στο οποίο στηρίζεται το μεγάλο διάφανο τζάμι που χωρίζει τον φαντασιακό από τον πραγματικό κόσμο. Ο Ουίλιαμς πιστεύει στη χαμηλόφωνη εκμυστήρευση ενώ ο Λατέλα βάζει τον αφηγητή να κραυγάζει ανάμεσα στους θεατές.

Ευέλικτη αφαιρετικότητα

Ο «Γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς, ωστόσο, ραγίζει αλλά δεν σπάει, η κραυγή των ηρώων του είναι εσωτερικευμένη και τα πρότυπά τους τα έλαβε από νωρίς, ως προικώο του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Η Αμάντα, την οποία ξεπατίκωσε από τη μητέρα του, οικονομικά ξεπεσμένη πλέον, παραδίδεται σε αναμνήσεις χαμένων μεγαλείων. Η ψυχικά ασθενής και λοβοτομημένη αδελφή του παρέχει το πρόπλασμα για την εσωστρεφή και με κινητικό πρόβλημα Λόρα, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας δανείζει στον αδελφό της, τον Τομ, την ιδιοσυγκρασία που του επέτρεψε να μεταμορφώσει τα πλήγματα της εφηβείας του σε ώριμη μυθοπλασία. Ο Τομ θα καλέσει στο σπίτι του, ως υποψήφιο γαμπρό για τη Λόρα, το τέταρτο πρόσωπο του έργου, τον Τζιμ, που κάνοντας μια ταπεινή δουλειά επιδιώκει την κοινωνική του αναβάθμιση και επιπλέον αποδεικνύεται αρραβωνιασμένος.

Πέραν αυτών ωστόσο υπάρχει στον ορίζοντα του έργου κι ένα πέμπτο, αφανές πρόσωπο. Ο πατέρας που εγκατέλειψε πριν από πολλά χρόνια την οικογένειά του «γιατί ήταν τηλεφωνητής κι ερωτεύτηκε τις μακρινές αποστάσεις». Τις ίδιες αποστάσεις κρατάει και ο Λατέλα απέναντι στον Ουίλιαμς παραμένοντας πιστός στην αφαιρετική του γραμμή αλλά και αρκετά ευέλικτος ώστε να κλείσει τα φώτα οροφής και να ρίξει κινητό προβολέα στη σκηνή της Λόρα με τον Τζιμ, διασώζοντας έτσι τις σκιές που πλανώνται γύρω τους.

Ξεχωριστοί στους ρόλους τους

Η μεγάλη επιτυχία του Λατέλα όμως είναι ότι, με αρωγό την πιστή μετάφραση του Δήμου Κουβίδη, απέσπασε από τους ηθοποιούς του ερμηνείες ποιότητας. Ο Νίκος Μήλιας (Τζιμ) απέδωσε με άνεση τον πραγματιστή και αφελώς φιλόδοξο επισκέπτη. Η Λήδα Κουτσοδασκάλου (Λόρα) έπλασε με χάρη και τρυφερότητα την κοπελίτσα που ζει απομονωμένη στον εύθραυστο προσωπικό της κόσμο. Ο Βαγγέλης Αμπατζής (Τομ – αφηγητής) πέρασε από την κραυγαλέα εξωστρέφεια σε πιο εσωτερικούς τόνους, αναδεικνύοντας την ασφυκτική πίεση που αισθάνεται ο έγκλειστος στην οικογενειακή του μοίρα νεαρός.

Ασυναγώνιστο ατού της παράστασης υπήρξε όμως η πράγματι συνταρακτική ερμηνεία της Μαρίας Καλλιμάνη στον ρόλο της Αμάντα. Η ηθοποιός προίκισε την απελπισμένη μητέρα με τον έξοχο συνδυασμό ντελικάτης προδιάθεσης και απωθημένης ηδυπάθειας. Κινήθηκε αβίαστα από τη νευρωτική πόζα στη γυμνή ειλικρίνεια και από την κοκεταρία στον σπαραγμό, οδηγώντας την ηρωίδα της από την υπομανιακή φόρτιση σε εκρηκτικά ξεσπάσματα με θυμικό μαγνητισμό και υποκριτική αρτιότητα που αξίζει κάθε έπαινο.

Μαδώντας τα φτερά

Ο Τενεσί Ουίλιαμς, όπως άλλωστε κάθε παραδαρμένος άνθρωπος, καταπιάστηκε με πολλές δουλειές προτού γράψει τον «Γυάλινο κόσμο» που τον έκανε διάσημο το 1944. Παιδί σε ασανσέρ παρακμασμένου πολυτελούς ξενοδοχείου, ταξιθέτης σε σινεμά, υπάλληλος σε αποθήκη υποδημάτων. Από τους ρόλους αυτούς έμαθε πόσο προβληματικά λειτουργεί ο ανελκυστήρας της φήμης, με τι φακό οδηγούνται οι θεατές στο υπαρξιακό σκοτάδι, πώς τραβάς το κατάλληλο παπούτσι για κάθε ξυπόλητο χαρακτήρα. Φαίνεται όμως ότι πιο σημαδιακή υπήρξε η εμπειρία που απέκτησε ως ξεπουπουλιαστής σ’ ένα ράντσο με πιτσούνια στα περίχωρα του Λος Αντζελες. Οπως γράφει στις «Αναμνήσεις» του, «για κάθε πιτσούνι που ξεπουπούλιαζε ο καθένας από μας έριχνε κι ένα φτερό σ’ ένα μπουκάλι γάλακτος που έγραφε τ’ όνομά του και όταν σχολούσε πληρωνόταν ανάλογα με τον αριθμό των φτερών». Κάπως έτσι εξακολούθησε να πληρώνεται ο Τενεσί Ουίλιαμς και ως αναγνωρισμένος πλέον συγγραφέας: ανάλογα με τον αριθμό των θεατρικών ηρώων που ξεπουπούλιαζε. Με τη διαφορά ότι τώρα έκανε διπλή δουλειά. Πρώτα στόλιζε τους ήρωες και – κυρίως– τις ηρωίδες των θεατρικών του έργων με πολύχρωμα φτερά κι ύστερα τα μαδούσε, με χέρι τρυφερό και συνάμα ανελέητο.

INF0
Θέατρο Τέχνης Φρυνίχου 14 Τετάρτη – Κυριακή

Documento Newsletter