Κριτική θεάτρου: Ο Φρανκενστάιν του ψηφιακού αιώνα

Κριτική θεάτρου: Ο Φρανκενστάιν του ψηφιακού αιώνα
Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφιδάς

Ο μύθος της Μέρι Σέλεϊ στην εποχή της AI στην παράσταση «Φρανκενστάιν και Ελάιζα».

Τα πρώτα που ξεχωρίζει ο θεατής μέσα στην ελαφρά ομίχλη που καλύπτει τη σκηνή είναι η μεγάλη καλοσχεδιασμένη μπάρα του Πάρι Μέξη και ο λιτός διάκοσμος της αίθουσας αναψυχής ενός σοβαρού επιστημονικού ιδρύματος. Οι χαμηλοί, λεπταίσθητοι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου γλείφουν τις ακμές των επίπλων, αφήνουν χώρο σε μεταβαλλόμενες σκιές και έρπουσες υποψίες για ό,τι βαρυσήμαντο μέλλεται να διαδραματιστεί.

Μια εντύπωση που, ενώ διασκεδάζεται από την παιγνιώδη, χορευτική είσοδο των ηθοποιών, παραλλήλως επικυρώνεται από τις σπασμωδικές, σχεδόν κεραυνόπληκτες αντιδράσεις τους μπροστά σε μια αόριστη και αόρατη απειλή.

Η φύση αυτής της μόλις διαφαινόμενης απειλής, ωστόσο, παρότι αρχικά αγγίζει και κατόπιν πιέζει έως συντριβής τους πρωταγωνιστές του έργου, δεν άπτεται μόνο της προσωπικής τους ζωής. Δεν αφορά συνθήκες και περιστατικά του ιδιωτικού τους βίου, αλλά τις επιστημονικές τους αποφάσεις σε μια σφαίρα που μας επηρεάζει όλους. Γι’ αυτό και η επιλογή του σκηνοθέτη της παράστασης Δημήτρη Τάρλοου να τοποθετήσει τη δράση των ηρώων σε δημόσιο χώρο ήταν προσφυέστατη. Εδώ οι ιδιωτικές συνομιλίες αποκτούν οικουμενικό χαρακτήρα και τα παραπετάσματα πέφτουν, διότι οι απόψεις των δρώντων προσώπων στοχεύουν το κοινό μας μέλλον.

Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η ιστορία που μας αφηγείται η Ερι Κύργια, εμπνεόμενη από τον Φρανκενστάιν που έγραψε η Μέρι Σέλεϊ στις αρχές του 19ου αιώνα και επαναδιατυπώνοντας τον μύθο του. Πρωταγωνιστικός της ήρωας είναι ένας Ελβετός μαθηματικός που ανοίγει τον διασκελισμό του στο ακόμη αιρετικό πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης. Οι έρευνές του εντούτοις, πριν από τη μαζική χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και την αποκάλυψη της διαδικτυακής στρατόσφαιρας, φαίνονται ανεδαφικές. Για να υποστηρίξει ενεργά, δηλαδή με προηγμένα εργαστηριακά μέσα, τις πρωτοπόρες αντιλήψεις του θα μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη, όπου θα βρει έναν απροσδόκητο σύμμαχο στο πρόσωπο του κυνικού και αμοραλιστή δόκτορα Κρέμπε. Με τη σύμπραξή του θα θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα ομιλούσας μηχανής που θα αναστατώσει την επιστημονική κοινότητα και θα εξουθενώσει τον δημιουργό του.

Ζητήματα βιοηθικής

Ο κινητήρας της παράστασης αρχίζει να ανεβάζει στροφές όταν η Ελάιζα, όπως ονομάζει το μηχανικό του μοντέλο ο Φρανκενστάιν, αναπτύσσει –εκτός από υποβοηθούμενες ικανότητες συνομιλίες– και διανοητική ανεξαρτησία. Το πέρασμα της Ελάιζα από τη δάνεια συγκρότηση των τυποποιημένων ανακλαστικών στη συνειδησιακή της αφύπνιση ο Τάρλοου το χειρίζεται με τη βοήθεια ποικίλων ηλεκτρονικών μέσων που προσδίδουν αληθοφάνεια στην παράσταση, χωρίς ωστόσο να λύνουν τα προβλήματά της. Η ψυχρότητα που διαπερνά το κείμενο διαποτίζει και το ύφος της παράστασης, οι ήρωες παρά τις επεισοδιακές τους εξάρσεις φαίνονται δισδιάστατοι και οι αντιδράσεις τους κομμένες από ηλεκτρονικό χαρτόνι και ραμμένες από εγχειρίδιο πληροφορικής.

Λειψό αποτέλεσμα

Το εάν η Κύργια, που είναι προφανώς καλά ενημερωμένη για την προϊστορία της τεχνητής νοημοσύνης, επέλεξε κατ’ αναλογίαν με το θέμα της να κρατήσει ψυχικές αποστάσεις από τους ήρωές της αποτελεί παρακινδυνευμένη εικασία, αλλά το αποτέλεσμα είναι λειψό. Τα ζητήματα που εγείρονται μεταξύ βιοηθικών ενστάσεων και ανάλγητης βουλησιαρχίας χρονίζουν, χωρίς η συγγραφέας να προσφέρει κάτι καινούργιο στη διερεύνησή τους. Οι συζητήσεις των πασχόντων προσώπων μοιάζουν ήδη διαβασμένες, οι σχέσεις τους εξαρχής υπονομευμένες και η έκβαση της ατομικής τους περιπέτειας προαποφασισμένη.

Τα ίδια μοιραία αδιέξοδα αντιμετωπίζουν και οι ηθοποιοί. Ο Γιάννης Στάνκογλου (Φρανκενστάιν) σηκώνει με το υποκριτικό του σθένος ολόκληρο το βάρος του διχασμού μεταξύ του φιλόδοξου επιστήμονα και της συντετριμμένης του ανθρωπιάς. Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος (Ανρί Κλερβάλ) φιλοτεχνεί μαεστρικά το πορτρέτο του ευαίσθητου φιλολόγου. Ο Γιώργος Συμεωνίδης (Κρέμπε) οπλίζει με στυγερή βούληση τον δεσποτικό καθηγητή. Η Χριστίνα Στεφανίδη (Ελίζαμπεθ) προικίζει τη νεαρή ηρωίδα της με κάπως αδέξια χάρη. Ο Γιώργος Μπινιάρης (Ρόμπερτ) ενσαρκώνει με ειρωνική πικρία τον φιλοσοφημένο μπάρμαν. Η Μαρία Πανουργιά (Μέρι) ανταποκρίνεται επαρκώς στην άκαμπτη φιγούρα της στερημένης γυναίκας.

Η μπανιέρα δεν είναι θάλασσα

Οι ταπεινοί υδραυλικοί που αντιμετωπίζουν μια διαρροή στην κουζίνα δεν παίρνουν την ευθύνη να μας εξηγήσουν τα αίτια μίας πλημμύρας. Ξέρουν ότι οι σωληνώσεις του σπιτιού δεν είναι ποτάμια και η μπανιέρα δεν είναι θάλασσα. Οι τεχνικοί της γνώσης αντιθέτως, υπερόπτες από τη διδακτορική τους κούνια, δεν φαίνεται να έχουν ανάλογη επίγνωση. Πιστεύουν ότι ο μικρόκοσμος του εργαστηρίου μπορεί να επιβάλει τους κανόνες του στον κόσμο και καταπιάνονται, ατυχώς, με ζητήματα που υπερβαίνουν κατά πολύ τον επιστημονικό τους ορίζοντα. Η όψιμη αλαζονεία τους αντιστοιχεί στη φάση της νηπιακής παντοδυναμίας αλλά, εκδιπλούμενη σε ακαθόριστη έκταση, καθίσταται θανάσιμα επικίνδυνη, γιατί οι ζημιές στην κουζίνα είναι αντιμετωπίσιμες με μικρό κόστος, ενώ οι λανθασμένοι χειρισμοί στο εργαστήριο έχουν ανυπολόγιστες επιπτώσεις για την ανθρωπότητα. Παραμένουν δέσμιοι της αφελούς πεποίθησης ότι η επιστήμη θα διαλευκάνει τα αινίγματα που η μυθολογία εκθέτει σε θωπευτικό ημίφως. Ο Φαέθων και ο Ικαρος αδυνατούν να τους διδάξουν την ελάχιστη σωφροσύνη που είναι αναγκαία για τα μέγιστα διαβήματα. Ετσι ανοίγονται στο κοσμικό χάος χωρίς να λάβουν την πρόνοια να κλείσουν τ’ αυτιά τους στις σειρήνες της αβύσσου.

Documento Newsletter