Προβλέψιμη αλλά επίκαιρη η παράσταση «Linda», την οποία σκηνοθετεί η Ελένη Σκότη, για το στημένο παιχνίδι εναντίον μιας γυναίκας που μεγαλώνει.
Αγχώδης και κάποτε οριακά εναγώνια, η ακροβατική ταλάντευση στο σχοινί που συνδέει την αφοσιωμένη σύζυγο και την τρυφερή μητέρα με τη σκληρά εργαζόμενη αποτελεί εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα εξαιρετικά κοινόχρηστο θέμα. Ευνόητο γιατί αφότου η γυναίκα βγήκε στην αγορά εργασίας επωμίστηκε το κύριο βάρος των ανισομερώς επιμερισμένων ρόλων στους δικούς της ώμους. Το γνωρίζουμε καλά και στην Ελλάδα από την τόσο δημοφιλή, απολαυστική παρλάτα της Αννας Παναγιωτοπούλου για τα κατά συρροήν παθήματα της άμοιρης Μαίρης Παναγιωταρά – που είναι συνάμα εργαζόμενη γυναίκα και σωστή νοικοκυρά.
Στη δική της διαπραγμάτευση του θέματος λοιπόν η Πενέλοπε Σκίνερ, ατυχώς, όχι μόνο δεν προσθέτει τίποτε ουσιώδες αλλά, πράγμα εντελώς παράδοξο για Βρετανίδα συγγραφέα, αφαιρεί από την ηρωίδα της το αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Μια έλλειψη που ασφαλώς θα προβλημάτισε τη σκηνοθέτρια Ελένη Σκότη, η οποία την αντιπαρήλθε σιωπηρά, όπως δηλαδή αντιμετωπίζουμε μια ανήκεστο βλάβη. Βρήκε ωστόσο ως μοναδικό αντίβαρο στο στεγνό κείμενο τη σκηνή όπου η ταλαιπωρημένη Λίντα πιάνει τον άπιστο σύζυγό της στα πράσα και την προίκισε με ελαφρώς γελοιογραφική χροιά και σαφή ανεκδοτολογικά υπονοούμενα.
Μέχρι τελικής εξόντωσης
Με αυτή την εξαίρεση, η παράσταση κυλάει από την αρχή ως το τέλος πάνω στις ράγες ενός απολύτως προβλέψιμου κειμένου. Η Λίντα είναι μια γυναίκα που θυσίασε ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής της ζωής για να διακριθεί κατερχόμενη σε έναν ιδιαίτερα ανταγωνιστικό επαγγελματικό στίβο. Στρίμωξε τις οικογενειακές της υποχρεώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται ένας σκιώδης σύζυγος και δύο κάπως ιδιότροπες κόρες, στο περιθώριο μιας απαιτητικής έως εξοντώσεως καριέρας και τώρα ατενίζει το μέλλον από τον υψηλότερο όροφο της εταιρείας στην οποία έχει αναδειχθεί ηγετικό στέλεχος.
Στα πενήντα πέντε της χρόνια, εντούτοις, το μέλλον της Λίντας μορφάζει δυσοίωνα και στον επαγγελματικό τομέα και στην προσωπική της ζωή. Οι παλιές της επιτυχίες ωχριούν μπροστά στις νέες προκλήσεις τής διαρκώς αναπτυσσόμενης αγοράς και η καινούργια σειρά αντιγηραντικών προϊόντων που εισηγείται για γυναίκες άνω των πενήντα ετών απορρίπτεται ως παρωχημένη. Η μέχρι πρότινος αναμφισβήτητη θέση της αρχίζει να απειλείται, αρχικά πλαγίως και στη συνέχεια ανοιχτά, από την ορμητική άνοδο στα ανώτερα κλιμάκια της εταιρείας τής Εϊμι, μιας απροκάλυπτα ανταγωνιστικής εικοσιπεντάχρονης, ενώ ο αδιάφορος σύζυγος της Λίντας βρίσκει παρηγοριά στην αγκαλιά μιας εξίσου νεαρής ερωμένης.
Το πέρασμα της κεντρικής ηρωίδας από την καλπάζουσα αυτοπεποίθηση στην προοδευτική της καταρράκωση η Ελένη Σκότη το εικονογραφεί πληρέστατα σε δύο συναρτώμενα μεταξύ τους επίπεδα, που σκηνογραφεί με την ευφυέστατη ανάμειξη ρεαλιστικών στοιχείων και συμβολικών παραμέτρων ο Γιώργος Χατζηνικολάου. Κεντρικό άξονα της σκηνοθεσίας αποτελεί ο αμείλικτος πόλεμος που εξαπολύει η Εϊμι για να παραγκωνίσει την ηλικιωμένη της αντίπαλο, με διαιτητή το εμφανιζόμενο μόνο σε βίντεο κυνικό αφεντικό της εταιρείας. Η έκβαση της πάλης ωστόσο είναι σαφέστατα προδιαγεγραμμένη από τη συγγραφέα, οπότε η σκηνοθέτρια, στερημένη από τη δυνατότητα μιας έστω και μερικής ανατροπής, περιορίζεται στην ενδελεχή αποτύπωση των φάσεών της.
Αυξανόμενη ανασφάλεια
Ντυμένοι με τα εύστοχων αναφορών, πολυποίκιλα κοστούμια της Μαρίας Αναματερού και φωτισμένοι άλλοτε ελλειπτικά και άλλοτε αδρά από τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο εμφανίζονται και οι ηθοποιοί. Η Κατερίνα Λέχου αποδίδει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Λίντας με ξύλινη βεβαιότητα, την οποία διαδέχεται μια ολοένα αυξανόμενη ανασφάλεια. Με την εξαίρεση ενός νευρικού ξεσπάσματος, διατηρεί χαμηλούς τόνους υπογραμμίζοντας έτσι την παθητική απελπισία της διπλά εξαπατημένης γυναίκας και τη ματαιότητα ενός ήδη χαμένου παιχνιδιού.
Η Νεφέλη Κουρή (Αλις) επωμίζεται με άκρα ευαισθησία τον ρόλο ενός κοριτσιού που βρίσκεται ανίατα καθηλωμένο στην τραυματική του εφηβεία και η Μαριέλα Δούμπου (Μπρίτζετ) διαπλάθει άψογα την αφελώς συγκινητική αδελφή της. Ο Μιχάλης Μαρκάτης (Νιλ) ως υποθερμικός σύζυγος, η Εριέττα Μανούρη (Εϊμι) ως επιτήδεια δολοπλόκος και ο Βασίλης Καζής (Λουκ) ως παραπειστικό κωλόπαιδο ολοκληρώνουν με επαρκείς ερμηνείες το καλοδεμένο σύνολο, ενώ ιδιαίτερης μνείας αξίζει η μετρημένη, ψυχρά αποφασιστική, βιντεοσκοπημένη παρουσία του Αλκη Κούρκουλου στον ρόλο του μεγάλου και απροσέγγιστου αφεντικού.
Το άφυλο υποκείμενο
Στον κόσμο των επιχειρήσεων τα έμφυλα στερεότυπα διαλύονται μπροστά στον αδυσώπητο ανταγωνισμό των στελεχών τους για μια εξέχουσα θέση στην κορυφή της ιεραρχίας. Το επίζηλο γωνιακό γραφείο καταλαμβάνεται από ένα άφυλο υποκείμενο και προσφέρει ίσες ευκαιρίες στην ανεμπόδιστη θέα και την αφ’ υψηλού αυτοκτονία. Κατά τη διάρκεια της πάντοτε επικίνδυνης και κοπιώδους αναρρίχησής τους, όσοι διεκδικούν διευθυντικές αμοιβές μάχονται λυσσαλέα και με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Οι καλοστημένες πλεκτάνες διαδέχονται αβίαστα τις παρορμητικές τρικλοποδιές και οι άρτια μεθοδευμένες ραδιουργίες αποκτούν το προβάδισμα έναντι οποιασδήποτε ευθείας επίθεσης. Η τεχνική του υποσκελισμού όχι μόνο των δεδηλωμένων αλλά ακόμη και των δυνητικών αντιπάλων εξελίσσεται βαθμιαία σε αποτρόπαιη χειρουργική και το νυστέρι αφαιρεί προνοητικά κάθε πιθανό πλεονέκτημα από το σώμα των επίδοξων διαδόχων του μεγάλου αφεντικού. Οι συνάδελφοι γίνονται πληνάδελφοι και τα άτομα προχωρημένης ηλικίας, ιδιαίτερα αν είναι γυναίκες, εξωθούνται κυνικά και ανελέητα από τους νεότερους σε τιμητική σύνταξη ή ατιμωτική απόλυση.
INFO
Θέατρο Επί Κολωνώ. Τετάρτη – Κυριακή