Με υποδειγματική λιτότητα σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καραντζάς την τραγωδία «Ηρακλής μαινόμενος», ένα από τα σκοτεινότερα και πιο ρηξικέλευθα έργα του Ευριπίδη.
Αντικρίζοντας κανείς το σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη όπου ο μαινόμενος Ηρακλής θα διαπράξει τους άγριους φόνους του, μια μεταλλική κατασκευή σαν παράπηγμα εργοταξίου, διαπιστώνει ότι από την εποχή της ρωσικής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας και το «βιομηχανικό θέατρο» που εισηγήθηκε έναν αιώνα πριν ο Μέγερχολντ μοιάζει σαν να μην πέρασε μια μέρα. Εξίσου αγέραστα, ασχέτως αν θα ταίριαζαν περισσότερο σε διευθυντικά στελέχη πολυεθνικής εταιρείας, είναι και τα σκούρα, με άσπρα πουκάμισα και γραβάτες, κοστούμια του Αμφιτρύωνα και του χορού που σχεδίασε η Ιωάννα Τσάμη, ενώ η κίνηση των ηθοποιών που επιμελήθηκε ο Τάσος Καραχάλιος, μετρημένη και δίχως την παραμικρή υπερβολή, παραπέμπει στα κλασικότερα πρότυπα.
Ρηξιγενής συνέχεια
Υπό τη σκηνοθετική εποπτεία του Δημήτρη Καραντζά εντούτοις, αυτά τα παραδοσιακά υλικά ανακυκλώθηκαν επιτυχώς και με την αυστηρή λειτουργική τους διάρθρωση συνέβαλαν αποφασιστικά στην παραστασιακή εξεικόνιση της ευριπίδειας προβληματικής για τη σχέση ανθρώπων και θεών. Ο «Ηρακλής Μαινόμενος», από την αρχαιότητα έως σήμερα, δεν ανήκει στα δημοφιλέστερα έργα του Αθηναίου δραματουργού και οι σκηνοθέτες έχουν πολλούς και δόκιμους λόγους να αποφεύγουν το ανέβασμά του. Ο κυριότερος από αυτούς είναι η εντελώς ανορθόδοξη δομή του, το χάσμα που χωρίζοντας εμφαντικά το πρώτο από το δεύτερο μέρος δυσκολεύει τη συνύπαρξή τους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα τραγικό δίπτυχο με υποθέσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν δύο συσχετιζόμενα αλλά διαφορετικά έργα, όπως υπαινίσσεται άλλωστε και ο ίδιος ο ποιητής γράφοντας ξεχωριστό πρόλογο για κάθε μέρος.
Η τομή ωστόσο, όπως υποδεικνύει η πρωτοποριακή οπτική του Ευριπίδη, όχι μόνο δεν αποκλείει τη συνέχεια αλλά αποτελεί την προϋπόθεση της υπερβάσεώς της, που στη σύγχρονη ορολογία τόσο των θεωρητικών όσο και των θετικών επιστημών καλείται «ρηξιγενής συνέχεια». Οπτική που ασφαλώς έλαβε υπόψη του ο σκηνοθέτης τής εδώ κρινόμενης παράστασης, εμβαπτίζοντας τα αντίθετα μέρη σε κοινή κολυμπήθρα και κατασκεπάζοντας τα εμφανώς διακριτά συστατικά τους γνωρίσματα με τη βαριά νέφωση μίας και μόνο επικρεμάμενης απειλής: της απειλής του θανάτου.
Πράγματι η αυλαία του έργου ανοίγει με την παρατεταμένη σκηνή της ικεσίας του Αμφιτρύωνα και της Μεγάρας στον βωμό του Δία. Εκεί ο πατέρας του Ηρακλή και η γυναίκα του εκλιπαρούν τη θεϊκή συνδρομή για τη σωτηρία τους, και κυρίως για τη σωτηρία των παιδιών του ήρωα, από τις φονικές διαθέσεις του Λύκου. Ο άρχοντας θεών και ανθρώπων όμως φαίνεται να κωφεύει στις παρακλήσεις τους και καμιά ελπίδα δεν διακρίνεται στον ορίζοντα. Ο Ηρακλής βρίσκεται στον Αδη εκτελώντας τον τελευταίο άθλο που του ανέθεσε ο Ευρυσθέας και ο Λύκος, που εκμεταλλευόμενος την απουσία του έχει υφαρπάξει στασιαστικά την εξουσία των Θηβών και είναι αποφασισμένος να εξοντώσει όλη τη γενιά του ήρωα ώστε να αποφύγει κάθε κίνδυνο από τους απογόνους του. Την κρίσιμη ώρα, ωστόσο, που η μοίρα των θυμάτων φαίνεται σφραγισμένη, ο Ηρακλής, απροσδόκητα πλέον, επιστρέφει νικηφόρος από τον κάτω κόσμο, εξουδετερώνει τον στασιαστή και σώζει την οικογένειά του από τον χαμό.
Ενώ όμως αντηχούν ακόμη οι επινίκιες ωδές για τη λύτρωση των παρ’ ολίγον θυμάτων, μια νέα συμφορά εισβάλλει στο προσκήνιο. Η Λύσσα, επιτηρούμενη από την Ιριδα που ενεργεί ως απεσταλμένη της Ηρας, τυλίγει τον Ηρακλή στα βρόχια της μανίας και ο ήρωας, εκτός εαυτού πλέον, αφανίζει τη γυναίκα του και τα παιδιά τους, αφήνοντας ζωντανό, έπειτα από παρέμβαση της Αθηνάς, αλλά συντετριμμένο τον γέρο πατέρα του.
Ο Καραντζάς προσέδωσε εύστοχα ιδιαίτερη σημασία στο ότι η εκδίκηση της Ηρας εμφορείται από ταπεινά κίνητρα και έδειξε, απηχώντας πιστά το πνεύμα του Ευριπίδη, πως η τιμωρία του ήρωα είναι εξοργιστικά παράλογη αφού ποτέ δεν πέρασε το κατώφλι της ύβρεως. Εχω εντούτοις την εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης, αποσκοπώντας μάλλον στην αιφνίδια κορύφωση της έντασης, προσπέρασε λιγάκι βιαστικά την αποκαλυπτήρια στιγμή που ο Ηρακλής συνέρχεται και αντιλαμβάνεται το φρικτό φονικό που διέπραξε ασύνειδα. Μια στιγμή που η σκηνοθετική της επέκταση θα καθιστούσε περισσότερο ευδιάκριτη την κλιμάκωση των απέλπιδων συναισθημάτων του ήρωα, ενώ αντίστοιχη παράταση θα προσέδιδε στη λυτρωτική παρέμβαση του Θησέα ηπιότερη έξοδο από τον κύκλο του αίματος, σε μια παράσταση που διακρίνεται για τους υπόκωφους τόνους και την υποδειγματική της λιτότητα.
Σφιχτοδεμένος θίασος
Με οδηγό αυτήν τη λιτότητα εξάλλου ο σκηνοθέτης αξιοποίησε στο έπακρο την επιδόσιμη αν και κάπως επίπεδη μετάφραση της Μαίρης Γιόση, τη χαρισματική μουσική παρουσία του Φώτη Σιώτα και τους τραχείς φωτισμούς του Δημήτρη Κασιμάτη, κάτω από τους οποίους κινήθηκε ο σφιχτοδεμένος θίασος. Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης (Ηρακλής) ανταποκρίθηκε πλήρως στην εικόνα του μπρούτου αλλά αγαθού μυθολογικού του προτύπου. Ο Γιώργος Γάλλος (Αμφιτρύων) διέπρεψε αποδίδοντας χαμηλόφωνα και με την προσήκουσα πραότητα το σταθερό σε όλες τις μεταπτώσεις ήθος του ήρωά του. Η Στεφανία Γουλιώτη (Μεγάρα) ανέδειξε σε ποικίλους μετατονισμούς τη σύνεση και την καρτερία της γυναίκας του Ηρακλή. Η Ηρώ Μπέζου (Ιρις) υπήρξε παροξυσμικά πειστική διερμηνεύοντας τη βούληση της Ηρας. Η Αννα Καλαϊτζίδου (Λύσσα) μετακινήθηκε επιδέξια από την επιφυλακτικότητα στην ανελέητη διάθεση. Ο Αινείας Τσαμάτης (Λύκος) εξέθεσε αρκούντως γελοιογραφικά το αλαζονικό μα πυγμαίο ύφος της τυραννικής εξουσίας, ο Νίκος Μήλιας (Θησέας) χρωμάτισε με γλυκύτητα τον βασιλιά των Αθηνών.