Τα πάθη της Ραραούς εξιστορούνται στη θεατρική αναβίωση του εμβληματικού μυθιστορήματος «Η μητέρα του σκύλου» του Μάτεσι.
Με τις πρώτες λέξεις που τινάζονται από το στόμα αυτής της εμφανώς κακοπαθημένης και συγκινητικά αστείας γυναίκας, την αδέξια είσοδό της στη σκηνή και την εντατική της προσπάθεια να γίνει στο κοινό περισσότερο αρεστή παρά πειστική, ο θεατής που έχει διαβάσει το μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι βρίσκεται στα νερά του. Στην ευκολία της μετάβασης από το λογοτεχνικό έργο στη δραματοποιημένη του εκδοχή θα παίζει, υποθέτω, κάποιο ρόλο και το παλιό θέατρο Ακροπόλ με την υπερυψωμένη σκηνή και τους πλαϊνούς εξώστες, το μνημειακό ταβάνι και τον βαρύ πολυέλαιο που ρίχνει το χλωμό του φως σε μια ιστορικά πρόσφατη αλλά αισθηματικά απομακρυσμένη εποχή.
Το μυθιστόρημα του Μάτεσι μετρά ήδη τριάντα πέντε χρόνια ζωής. Διαβάστηκε πολύ και με πάθος κι έφερε την τραγελαφική του πρωταγωνίστριά κοντά σε γενιές που μόνο εξ ακοής, από το σινεμά ή από παρεμφερή αναγνώσματα, έχουν σχηματίσει μια εικόνα για την επαρχιακή Ελλάδα της Κατοχής και την Αθήνα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Η θεατρική διασκευή με την οποία η Υρώ Μανέ και η Κατερίνα Γιαννάκου επιχείρησαν να μεταφέρουν τον λογοτεχνικό του μύθο στο σανίδι δεν είναι η πρώτη και μάλλον δεν θα είναι η τελευταία, εφόσον τουλάχιστον το μυθιστόρημα εξακολουθεί να διαβάζεται. Οι διασκευάστριες έμειναν πιστές στο γράμμα του πρωτοτύπου, ακολουθώντας τα βήματα της αφηγήτριας από την παιδική της ηλικία ως την πικρή της ενηλικίωση και βασίζοντας την παράσταση στον ακατάσχετο μονόλογό της.
Εμφαση στον ρεαλισμό
Η Ραραού, σύμφωνα με το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο, βίωσε μαζί με τ’ αδέλφια της την ακραία φτώχεια της Κατοχής. Ο πατέρας της καταχωρίστηκε ως εξαφανισμένος στο αλβανικό μέτωπο και η μητέρα της, μια εντελώς αγράμματη αλλά καθόλου αδιάφορη γυναίκα, ενέδωσε, όχι για τα λούσα αλλά για να ταΐσει τα παιδιά της, στο ερωτικό κάλεσμα ενός συμπαθητικού Ιταλού αξιωματικού. Συμπεριφορά τόσο απαράδεκτη για τους προμάχους των πατριωτικών ηθών, ώστε επέφερε τη δημόσια διαπόμπευση και τον εξοβελισμό της από την τοπική κοινότητα. Η Ραραού θα καταφύγει στην Αθήνα παίρνοντας μαζί τη στιγματισμένη μάνα της και αποφασίζει, αντί κομπάρσος της πραγματικότητας, να γίνει πρωταγωνίστρια ενός ονείρου!
Η σκηνοθετική γραμμή που ακολούθησε ο Κώστας Γάκης πήρε υπόψη της την τραχύτητα των περιπετειών της ηρωίδας και επέμεινε στη ρεαλιστική αναπαράσταση των παθών της. Συνταγή που εξασφάλισε μεν την πιστότητα στην ατμόσφαιρα της εποχής, αλλά περιόρισε τον ορίζοντά της στο πρώτο και αβαθέστερο επίπεδο της ιστορικής μνήμης. Με την εξαίρεση ελάχιστων συμβολικών στοιχείων που άνοιγαν την προοπτική της παράστασης σε σύγχρονους συσχετισμούς, το κάδρο έμοιαζε να συμπιέζει τον πίνακα σε μια μουσειακή διάσταση και η ροή των επεισοδίων, παρά τις επιμελημένες χορογραφίες της Φαίδρας Νταϊόγλου, δεν έσπασε τα αναχώματα της στασιμότητας.
Εναρμόνιση επιλογών
Ο σκηνοθέτης, εντούτοις, υπεράσπισε την ενότητα της παράστασής του, αφού εναρμόνισε επιτυχώς τις ατμοσφαιρικά εύστοχες μουσικές επιλογές του Σταμάτη Κραουνάκη με τους διακριτικούς φωτισμούς του Περικλή Μαθιέλλη και την άρτια σκηνική διάταξη της Ασης Δημητρολοπούλου με τα θαυμάσια κοστούμια εποχής της Χαράς Τσουβαλά.
Το καλό χαρτί της παράστασης είναι βέβαια η Υρώ Μανέ, που διέπλασε με αβίαστη φυσικότητα τη Ραραού και προσέδωσε στην ταλαίπωρη φιγούρα της ταπεινότητα και ειρωνικό σπινθηρισμό, παραληρηματική διάθεση και τραυματική αυτοπάθεια. Κοντά της ο Λεωνίδας Κακούρης, αδρός μα προσηνής στον ρόλο του ψυχιάτρου, η Νικόλ Δημητρακοπούλου σπαρακτική αλλά χωρίς κανένα μελοδραματισμό ως στιγματισμένη μητέρα, ο Σπύρος Μπιμπίλας ως γραφικός παπάς του χωριού, η Φωτεινή Ντεμίρη στην εναλλαγή των προσωπείων της, ο Νίκος Ορφανός στη βάναυση απεικόνιση του σακάτη, η Ειρήνη Θεοδωράκη σπαρακτικά αφελής ως μικρή Ραραού.
Στυλοβάτες της παράστασης στο μέτρο που αξιοποιήθηκαν και οι Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, Γιάννη Βασιλώτος, Στεφανία Καλομοίρη, Νατάσα-Φαίη Κοσμίδου, Σύνθια Μπατσή, Γιώργος Παρταλίδης.
Το κορμί και το σώμα
Οι γυναίκες υπήρξαν ανέκαθεν προτιμητέα θύματα του πολέμου, της λεηλασίας και της κατοχής. Οσες αναγκάζονται από την αβάσταχτη πείνα να ενδώσουν στη σεξουαλική βουλιμία των κατακτητών αντιμετωπίζουν την ταπείνωση και τη χλεύη των απελευθερωτών τους. Για τα πλήθη που τις κουρεύουν και τις ξεγυμνώνουν, τις φτύνουν στα μούτρα και τις γιουχάρουν δεν είναι ανυπεράσπιστες αλλά εύκολες. Αθλιες πόρνες που τους αξίζει στη χειρότερη περίπτωση ο θάνατος και στην καλύτερη η δημόσια διαπόμπευση. Ο προπηλακισμός και η διά βίου σπίλωση των παιδιών τους επιφυλάσσονται όμως μονάχα στις γυναίκες που δίνουν το κορμί τους στον εχθρό. Οι άντρες που, επίσης αναγκασμένοι από τη στέρηση, δίνουν τη σωματική τους δύναμη στον κατακτητή μπορούν να δουλεύουν για τις κατοχικές δυνάμεις, να σκάβουν για τα οχυρωματικά έργα του εχθρού ή να φτιάχνουν πολεμοφόδια στα εργοστάσιά του. Ισως να έχουν κάποιες τύψεις που μισθώνουν το σώμα τους, αλλά δικαιολογούνται: το κάνουν για το ψωμί. Οι γυναίκες όμως που εκχωρούν το κορμί τους ως μόνο μέσο επιβίωσης είναι άτιμες!
INFO
Πέμπτη – Κυριακή Θέατρο Ακροπόλ