Η παράσταση «Η μέρα της φούστας» σε σκηνοθεσία Ζωής Χατζηαντωνίου είναι γροθιά στο στομάχι και ταυτόχρονα ένα ρεσιτάλ υποκριτικής της Θεοδώρας Τζήμου.
Σε μια περιπέτεια του Λούκυ Λουκ ο πιο αδίστακτος από τη συμμορία των αδελφών Ντάλτον βάζει υποψηφιότητα για δήμαρχος σε κάποια πολίχνη της Αγριας Δύσης. Απευθύνεται λοιπόν στους ψηφοφόρους ακουμπώντας το χέρι στο περίστροφο και δηλώνει με πυγμή: «Σας υπόσχομαι ότι θα είμαι βίαιος, άδικος και κακός». Εννοείται πως ανάλογες προγραμματικές δηλώσεις αποφεύγονται στα ευπρεπισμένα σχολεία του πολιτισμένου κόσμου, αλλά στα υποβαθμισμένα, σχεδόν αόρατα συνοικιακά λύκεια του ημικόσμου ο νταής της τάξης εκβιάζει τους συμμαθητές του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Σκηνικό σύγχρονης Αγριας Δύσης
Σ’ ένα τέτοιο λύκειο λοιπόν μεταφέρει ο Γάλλος σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ζαν-Πολ Λίλιενφελντ το σκηνικό τοπίο της σύγχρονης Αγριας Δύσης, με τη μόνη διαφορά ότι οι μαθητευόμενοι συμμορίτες έχουν περισσότερο τακτ και κρύβουν το πιστόλι στο σχολικό τους σακίδιο, ανάμεσα στα άχρηστα αντικείμενα που αποκαλούνται βιβλία. Γιατί τα παιδιά των εξαθλιωμένων κοινωνικών στρωμάτων, μετανάστες στην πλειονότητά τους, δεν φοιτούν στο σχολείο. Αδιαφορώντας ακόμη και για τα στοιχειώδη τυπικά προσχήματα, συχνάζουν απλώς στις αίθουσές του ψάχνοντας για πρόσφορα θύματα που θα εξελιχθούν σε αυριανούς θύτες.
Το παραβατικό υπόβαθρό τους γίνεται εξαρχής φανερό στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παράσταση που σκηνοθετεί στη μεσοτοιχία σκληρότητας και ειρωνείας η Ζωή Χατζηαντωνίου. Με τις απαραίτητες πλέον εθιμοτυπικές κουκούλες και τα φθαρμένα ρουχαλάκια της περιθωριακής μόδας που εύστοχα επέλεξε η Ιωάννα Τσάμη, τα παιδιά εμφανίζονται επί σκηνής για να προκαλέσουν. Με το βλέμμα κενό και τα μέλη τους χύμα χειρονομούν αισχρά, συστρέφονται με θρασύτητα και λικνίζονται με αναίδεια. Βρίζουν και ρεύονται, φτύνουν και ρογχάζουν, τσαμπουκαλεύονται και καρπαζώνονται κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος που όχι μόνο κανείς δεν παρακολουθεί, αλλά όλοι μαζί το χλευάζουν απροκάλυπτα. Στη διαρκή και επιθετική τους λοιδορία παίρνουν αμπάριζα και τη Σόνια, τη φιλόλογο που – εκτός από τη διδασκαλική της εμμονή– έχει το θράσος, αψηφώντας τις προειδοποιήσεις του διευθυντή, να εμφανίζεται στο σχολείο με παραδοσιακή, ντεμοντέ φούστα.
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη
Η κατάσταση όμως την οποία η σκηνοθέτρια εικονογραφεί με περίσσεια ρεαλιστικών στοιχείων ανατρέπεται δραματικά όταν το πιστόλι που ο θρασύδειλος νταής κουβαλά ως εργαλείο εκφοβισμού της τάξης πέφτει στα χέρια της Σόνιας. Τώρα ο συρφετός αιφνιδιάζεται, οι πόρτες κλείνουν και η τάξη, σε κατάσταση ομηρίας πλέον, γίνεται πράγματι εύτακτη. Το μάθημα, που εκείνη την ημέρα αφορά τους «Ληστές» του Σίλερ, επιβάλλεται και οι μαθητές της συμφοράς θα υποστούν τα αντίποινα της χυδαιότητάς τους. Με το δάχτυλο στη σκανδάλη η ταπεινωμένη καθηγήτρια θα ανταποδώσει όλες τις προσβολές που έχει δεχτεί και θα υποχρεώσει την τσογλαναρία να μεταλάβει έως πνιγμού τα διδάγματα του γερμανικού ρομαντισμού αλλά και της δυτικής κουλτούρας γενικότερα.
Η Ζωή Χατζηαντωνίου, λοιπόν, ακολουθώντας τη σκοπίμως αντιφατική οπτική του συγγραφέα, παίζει εξαρχής και με ιδιαίτερη οξύτητα πάνω σ’ ένα εντελώς παράδοξο σχήμα: το μάθημα της ανωτερότητας των ευρωπαϊκών αξιών εναντίον της βίας παραδίδεται με τη βία, την ίδια δηλαδή μέθοδο που επέλεξε η αποικιοκρατική Δύση για τον εκπολιτισμό των «αγρίων». Ετσι, η πολιτική υποτείνουσα του σωφρονισμού, που επέλεξε η αποικιοκρατική Δύση μετατοπισμένη στα εξαθλιωμένα προαστιακά σχολεία, παραμένει όμοια και απαράλλαχτη. Οι μικροί βάνδαλοι είναι τα αποκαΐδια της ανάπτυξης, τα υλικά κατεδάφισης που παραμερίζονται βάναυσα για να ορθωθεί ο πύργος της καπιταλιστικής προόδου.
Μεταξύ συναισθηματικής σύγχυσης και επιθετικών παρορμήσεων, η εξαίρετη Θεοδώρα Τζήμου στον εξουθενωτικό ρόλο της Σόνιας βυθίζει την ηρωίδα της σ’ ένα ντελίριο ορθολογικής διαύγειας και ρατσιστικών σχολίων, αναμορφωτικού πόθου και ιεραποστολικού πάθους. Με αιφνίδιες συστροφές και αγωνιώδεις εκτινάξεις οδηγεί σε ακραία όρια την τάξη, την οποία συγκροτούν με συντονισμένη υποκριτική ένταση η Μαρία Αρζόγλου, η Νατάσα Βλυσίδου, ο Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, ο Θάνος Κόνιαρης, ο Στέργιος Μικρούτσικος, ο Τίτος Πινακάς, ο Γιάννης Σανιδάς και ο Πάνος Χατσατριάν.
Η οργή του έξαλλου σπασμού
Οι μαριονέτες του Κακού είναι παιδιά με σπασμένη ραχοκοκαλιά, τσαλακωμένα και ηττημένα από την αρχή του παιχνιδιού. Αναζητούν τη χαμένη τους ταυτότητα στην ωμή δύναμη, θέλγονται απ’ αυτήν, μαγνητίζονται από τη βία. Υποκλίνονται λοιπόν δουλικά σε όποιον φαντάζονται ότι θα την ασκήσει πιο ανεμπόδιστα και διακινούν την οργή τους από την τραυματική αυτοπάθεια στον έξαλλο σπασμό. Ξεμπουκάρουν από τις συνοικίες της χαμένης ευκαιρίας με μια επιθετικότητα που φορτώνει με άσχημη ένταση την ατμόσφαιρα. Περιφέρονται ξέμπαρκα με σφιγμένα πρόσωπα και βαθιά καχυποψία και παραφέρονται από τα βίαια ρεύματα ενώ στον λαιμό τους δένεται κόμπος μια αίσθηση γενικής αποδιοργάνωσης και τραυλίζουσας ασυναρτησίας. Είναι τα απορριγμένα παιδιά του συστήματος που έμαθαν να βλέπουν τη ζωή ως υπαίθριο παζάρι από σπασμένα κρύσταλλα, κραυγές και ποδοβολητά, σκουπίδια σε καιόμενους σωρούς και σειρήνες πανικού. Είναι παιδιά παραδομένα σε τυφλή απόγνωση, μια απάθεια γενικευμένη, ένα τρελό μούδιασμα που απλώνεται έρποντας και απειλώντας να πιάσει όλο το κοινωνικό σώμα. Είναι τα δικά μας θύματα, οι νεοσύλλεκτοι μιας τεράστιας παγκόσμιας μάζας απελπισμένων που τώρα παίζουν τα ρέστα τους σ’ ένα παιχνίδι με κακά ξέτελα.
INF0
Θέατρο Δίπυλον Πέμπτη – Κυριακή