Νέα ματιά στη διασκευή της νουβέλας του Ανδρέα Καρκαβίτσα «Η λυγερή» από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Ομίχλη, μισόφωτο και πεσμένα φύλλα δεν προμηνύουν ακριβώς βίον ανθόσπαρτον για τη Λυγερή, την κεντρική ηρωίδα δηλαδή του Ανδρέα Καρκαβίτσα στην ομότιτλη νουβελίτσα του 1896. Δείχνουν αντιθέτως πως η φθορά είναι πιο θλιβερή όταν έρχεται με το πρώτο μπουμπούκιασμα. Ετσι η εισαγωγική σκηνή στη σκηνοθεσία της Ειρήνης Λαμπρινοπούλου, πριν ακόμη μπούμε στην ιστορία που θα μας αφηγηθεί, είναι αρκούντως κατατοπιστική γι’ αυτήν τη δυσοίωνη προοπτική. Υστερα βέβαια ο τάπητας των φύλλων που έστρωσε ο σκηνογράφος και φωτιστής της παράστασης Βασίλης Αποστολάτος αλλάζει χρώματα. Στην αρχή είναι ρόδινος όπως τα χρόνια της αθωότητας και οι ελπίδες των εραστών, αλλά σύντομα το σκηνικό θα πάρει σκοτεινότερες όψεις. Η Ανθή (αυτή είναι η Λυγερή) και ο Γιωργής θα σκοντάψουν από τα πρώτα τους βήματα στο ίδιο λιβάδι που μέσα στην ανεμελιά τους ορκίστηκαν αιώνιο έρωτα.
Η ιστορία του Καρκαβίτσα, απόρροια άλλωστε προσωπικών βιωμάτων, διαδραματίζεται στα Λεχαινά και είναι τυπική στην ανάπτυξή της. Η Ανθή, κόρη ενός εμπόρου, εύπορου σύμφωνα με τα μέτρα του περίγυρου, ερωτεύεται τον Γιωργή, ένα νεαρό που κάνει μεταφορές με το κάρο του. Οι γονείς της όμως αντιδρούν στον παράταιρο δεσμό και επειδή τα κουτσομπολιά ένα γύρο φουντώνουν, βιάζονται να τη δώσουν στον Νικολό, έναν καπάτσο μπακαλόγατο που φέρνει λεφτά στο μαγαζί τους. Ο έρωτας των δύο νέων δεν θ’ αντέξει στη συνδυασμένη πίεση του κοινωνικού περιβάλλοντος και της γονικής επιβολής. Η πρόταση της απαγωγής πέφτει στο κενό γιατί ο Γιωργής είναι απότομος και η Ανθή άτολμη, ενώ ο χρόνος εξαντλείται και τα πράγματα οδηγούνται στο πιο συνηθισμένο αδιέξοδο. Στην πλήρη υποταγή της θυγατέρας και την πειθαναγκαστική αποδοχή ενός γάμου δίχως έρωτα.
Αθόρυβη ανατροπή
Ως εδώ τίποτε δεν δικαιολογεί επαρκώς την επιλογή της Ειρήνης Μουντράκη να διασκευάσει αυτό το πρωτόλειο έργο του Καρκαβίτσα. Η συνέχεια όμως είναι ανατρεπτική, αν και με τόσο αθόρυβο τρόπο που το εύρος της περνά απαρατήρητο. Το εντυπωσιακό καταγράφεται σχεδόν ουδέτερα και έγκειται στο γεγονός ότι οι ήρωες του Καρκαβίτσα φθείρονται και συνθηκολογούν ταχύτατα και μάλιστα χωρίς να υφίστανται πλέον καμία εξωτερική πίεση. Ο απαρηγόρητος Γιωργής σε μερικούς μόλις μήνες παντρεύεται μια άλλη κοπέλα, η Ανθή αρκείται αρχικά στις μικροχαρές του έγγαμου βίου και αργότερα στην απόλαυση των μητρικών της καθηκόντων. Το βαρύ πέπλο της συμβιβαστικής προσαρμογής όλων προς όλα πέφτει παντού.
Το ανασήκωμα αυτού του πέπλου βρίσκεται ασφαλώς στη μέριμνα της σκηνοθέτριας, χωρίς ωστόσο να καταστεί επίκεντρο της παράστασης. Το πένθος για τη χαμένη αυτοδιάθεση της Λυγερής, η πλήξη της χαμοζωής και ο υφέρπων κυνισμός που έπονται της γαμήλιας συνδιαλλαγής αποτελούν τον πυρήνα του έργου. Για να εκφραστούν με ενάργεια θα χρειαζόταν κάτι παραπάνω από την απεικόνιση της πλήξης και κάτι διαφορετικό από το καταληκτήριο ξέσπασμα των ηρώων σε ντίσκο μπουζουξίδικο τρίτης υποστάθμης. Το κείμενο του Καρκαβίτσα επέτρεπε την παράταση των σκηνών του ξεπεσμού και η διασκευή της Μουντράκη, με τον διαμοιρασμό της αφήγησης σε όλα τα πρόσωπα του έργου, παρείχε στη σκηνοθέτρια τη δυνατότητα να καταστήσει ευκρινέστερη την παράμετρο της συνενοχικής αμοιβαιότητας.
Επιτυχημένη διανομή
Στην Ειρήνη Λαμπρινοπούλου εντούτοις οφείλουμε να πιστώσουμε την υποκριτική σύμπνοια και το ομαδικό πνεύμα με το οποίο οι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν στα βασικά γνωρίσματα των ρόλων τους. Η Δανάη-Αρσενία Φιλίδου (Ανθή) πέρασε σχεδόν αδιάβροχη από την αφελή προσήλωση στην ερωτική απάρνηση. Ο Θάνος Τριανταφύλλου (Γιωργής Βρανάς) ενσάρκωσε με θέρμη τον ενθουσιώδη και παρορμητικό ήρωά του. Η Μαντώ Γιαννίκου (Παγώνα) διέθετε την υποβλητική ένταση που απαιτούσε ο σχολιαστικός της ρόλος. Η υπαινικτικά σκιώδης Δάφνη Δρακοπούλου (Βασιλική Καινούριου), ο συμφεροντολογικά κινούμενος Βασίλης Καραμπούλας (Παναγιώτης Στριμμένος), ο επιτήδεια υποθερμικός Κωνσταντίνος Σεβδαλής (Νικολός Πικόπουλος) και η υπολογισμένα ουδέτερη Μαρία Τσιμά (Παναγιώταινα Στριμμένου) συμπλήρωσαν επαρκώς την όλη διανομή.
Λεχαινά όπως Λονδίνο
Οταν χαρακτηρίζουμε ένα έργο ηθογραφικό εννοούμε πως η ατομικότητα των ηρώων επισκιάζεται από το εθιμικό δίκαιο της κλειστής κοινότητας όπου ανήκουν. Τέτοιες κοινότητες παλιότερα ήταν κατ’ εξοχήν οι αγροτικές αλλά μετά τη βιομηχανική επανάσταση το ηθογραφικό αφήγημα διεκδικεί και τον χώρο του άστεως. Εχουμε πλέον την ηθογραφία της φτωχογειτονιάς, από το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν ως την «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, καθώς και την ηθογραφία του κοινωνικού περιθωρίου που αποτυπώνεται στο έργο του Ηλία Πετρόπουλου. Ας μη βιαστεί λοιπόν ο θεατής να αποδώσει την κακοτυχία των ερωτευμένων ηρώων του Καρκαβίτσα αποκλειστικά στα μίζερα ήθη της ελληνικής επαρχίας. Ο στραγγαλισμός της προσωπικής επιλογής, των γυναικών κυρίως, εκτείνεται πέρα από εθνικούς ή χωροταξικούς ορίζοντες. Ο,τι συμβαίνει στα Λεχαινά του 19ου αιώνα συμβαίνει και στο Λονδίνο της ίδιας περιόδου. Μια ματιά στη λογοτεχνία της βικτοριανής εποχής, από τον Ντίκενς μέχρι την Τζωρτζ Ελιοτ, αρκεί για να διαπιστώσει κανείς πως οι καλλιεργημένες και πλούσιες κυρίες δεν είχαν περισσότερα δικαιώματα ούτε στην ερωτική αυτοδιάθεση ούτε στην προσωπική τους περιουσία απ’ ό,τι τα κορίτσια της υπαίθρου.
INF0
Εθνικό Θέατρο Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών Θέατρο Ρεξ, Σκηνή «Κατίνα Παξινού». Τετάρτη-Κυριακή