Σύγχυση και ασυνέπεια στη σκηνοθεσία της ευριπίδειας «Ιφιγένειας εν Αυλίδι» από τον διεθνούς φήμης Τιμοφέι Κουλιάμπιν, η οποία ολοκλήρωσε τον κύκλο της στο Ηρώδειο.
Η ευθεία δήλωση των ανατρεπτικών προθέσεων του σκηνοθέτη απέναντι σ’ ένα κλασικό έργο είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη. Ξεκαθαρίζει το πεδίο των προσδοκιών του κοινού, επανατοποθετεί σε νέους άξονες την υπόθεση που παρέλαβε από τον συγγραφέα και προδιαγράφει την απόσταση που θα πάρει από τη δομή του αρχικού κειμένου. Αυτό έκανε και ο Ρώσος σκηνοθέτης Τιμοφέι Κουλιάμπιν ανεβάζοντας την τραγωδία του Ευριπίδη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Στην πινακίδα όπου αναρτώνται και οι υπότιτλοι του έργου μάς πληροφορεί από την αρχή της παράστασης για τις επικείμενες αλλαγές στο χρονικό πλαίσιο και στην πολιτειακή κατάσταση της χώρας όπου διαδραματίζεται η δική του εκδοχή των πραγμάτων. Η Ελλάδα δεν είναι πια συνασπισμός αυτόνομων πόλεων αλλά ένα σύγχρονο απολυταρχικό κράτος, η Τροία ένα όμορο κρατίδιο που μάχεται για την ανεξαρτησία του και η Αρτεμη όχι θεά αλλά… μια πανίσχυρη οργάνωση άγνωστων λοιπών στοιχείων.
Στην τραγωδία του Ευριπίδη τα πλοία των Αχαιών παραμένουν καθηλωμένα από την άπνοια στην Αυλίδα, ο στρατός δυσανασχετεί και η τρωική εκστρατεία κινδυνεύει να ματαιωθεί αν ο Αγαμέμνων δεν θυσιάσει την κόρη του. Παρασύρει λοιπόν, ύστερα από δισταγμούς και παλινωδίες, την Ιφιγένεια στο στρατόπεδο των Ελλήνων τάζοντας ψευδώς γάμο με τον Αχιλλέα, μα όταν εκείνη καταφτάνει μαζί με τη μητέρα της, την Κλυταιμνήστρα, αναγκάζεται να τους αποκαλύψει τη φρικτή αλήθεια.
Η κατάσταση γίνεται έκρυθμη όταν ο Αχιλλέας εμφανίζεται αποφασισμένος να υπερασπιστεί μέχρι τελευταίας πνοής τη ζωή της κόρης. Τη λύση της τραγωδίας θα την προσφέρει η ίδια η Ιφιγένεια, όταν με μια αναπάντεχη μεταστροφή καλεί τον Αχιλλέα να βάλει το ξίφος του στο θηκάρι και δηλώνει έτοιμη να θυσιαστεί για το καλό της πανελλήνιας εκστρατείας.
Αυτόματα όπλα και… πανιά!
Η «Ιφιγένεια» είναι μαζί με τις «Βάκχες» τα τελευταία γνωστά έργα του Ευριπίδη. Ανέβηκε στην Αθήνα από τον γιο του μετά τον θάνατο του ποιητή και μεταξύ των φιλολόγων υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι η σύνθεσή της δεν είναι ολοκληρωμένη και το κείμενο που μας παραδόθηκε, ιδιαίτερα προς το τέλος του, οφείλεται σε μεταγενέστερες προσθήκες. Στα χέρια λοιπόν ενός σκηνοθέτη με αναμορφωτικές φιλοδοξίες ανοίγει ευρύτατο πεδίο δυνατοτήτων για ανατρεπτικές παρεμβάσεις. Αρκεί να υπάρχουν τόλμη και συνέπεια στην αναδιάρθρωση του δραματουργικού υλικού. Δύο προϋποθέσεις που έλειπαν από την παράσταση του Κουλιάμπιν, ο οποίος στην προσπάθειά του να κρατήσει αμετάβλητη την υπόθεση του έργου και παράλληλα να τη μεταφέρει στην εποχή μας έμεινε μεσοστρατίς.
Ετσι, ενώ οι ήρωες κρατούν σύγχρονα όπλα, πιστόλια και αυτόματα, το ναυτικό φαίνεται πως αγκυροβόλησε στην αρχαιότητα γιατί τα πλοία κινούνται ακόμη με πανιά και περιμένουν ούριο άνεμο να φυσήξει για να αποπλεύσουν από την Αυλίδα! Και ο Ρέιφ Φάινς βέβαια μετέφερε τη δράση του σαιξπηρικού Κοριολανού από την αρχαία Ρώμη σ’ ένα σύγχρονο κράτος σπαρασσόμενο από εμφύλιο πόλεμο, αλλά δεν έκανε την ανοησία να εμφανίσει βαριά πυροβόλα όπλα παράλληλα με τόξα και ακόντια. Ο Κουλιάμπιν όφειλε επομένως να επινοήσει ένα εμπόδιο για τον απόπλου του ελληνικού στόλου που να αντιστοιχεί στον καιρό μας, μια κατάρρευση των ηλεκτρονικών συστημάτων επικοινωνίας για παράδειγμα ή κάτι παρόμοιο, αλλά δυστυχώς δεν το έπραξε. Είναι επίσης απίθανο η διαβόητη Αρτεμη, μια πανίσχυρη οργάνωση όπως είπαμε, μυστική ή φανερή δεν ξέρουμε, να επιβάλει στον αρχηγό ενός σύγχρονου κράτους να θυσιάσει την κόρη του, αντί εκβιάζοντάς τον με την απειλή εναντίον της ζωής της να τον κρατά σε κατάσταση ομηρίας.
Ο εξευτελισμός του Αχιλλέα
Τα τεχνικά λάθη του σκηνοθέτη όμως είναι ασήμαντα μπροστά στον εξευτελισμό του Αχιλλέα, την πλήρη διαστρέβλωση της μορφής του και την καταρράκωση του χαρακτήρα του. Ο Αχιλλέας του Ευριπίδη υποδέχεται την Κλυταιμνήστρα με σεβασμό, εδώ όμως ο ήρωας (στον ρόλο του εμφανίζεται ο Θάνος Τοκάκης) φέρεται σαν συνοικιακός τραμπούκος τέταρτης κατηγορίας, μιλά με αναίδεια στη βασίλισσα και την κρίσιμη ώρα αποδεικνύεται γελοίος και θρασύδειλος. Την ίδια έκπτωση στη βαθμίδα των νευρόσπαστων υφίστανται άλλωστε, αν και σε μικρότερο βαθμό, ο δόλιος Αγαμέμνων (Νίκος Ψαρράς) και ο αχρείος Μενέλαος (Νικόλας Παπαγιάννης), η Κλυταιμνήστρα (Μαρία Ναυπλιώτου) που υποβιβάστηκε σε κοσμική κυρία και η Ιφιγένεια (Ανθή Ευστρατιάδου) που εξετέθη σε κατάσταση διαρκούς υστερικής κρίσης. Ο μόνος ήρωας που γλίτωσε από την κατεδαφιστική μανία του Κουλιάμπιν ήταν ο Πρεσβύτης (Δημήτρης Παπανικολάου).
Δεν θα κρίνω λοιπόν τους καλούς ηθοποιούς, που κινούμενοι ανάμεσα σ’ ένα πληθωρικά ασυνάρτητο σκηνικό (Ολεγκ Γκολόβκο) διεκπεραίωσαν τους ρόλους τους σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν λάβει, γιατί θεωρώ ότι θυσιάστηκαν άδικα στον βωμό της ματαιοδοξίας του σκηνοθέτη. Ο Κουλιάμπιν εντούτοις είχε μια τελευταία, πράγματι ανατρεπτική ευκαιρία να σώσει την παράστασή του και δεν την άρπαξε. Αντί για την απότομη (και απαράδεκτη για τον Αριστοτέλη) μεταστροφή της Ιφιγένειας στην υποτακτική εθελοθυσία, μπορούσε να την οδηγήσει σε μια παθιασμένη αναρχική έκρηξη εναντίον κάθε θανατηφόρας εξουσίας. Αντ’ αυτού όμως την έσπρωξε σ’ ένα κούφιο εθνικιστικό παραλήρημα και σ’ ένα θλιβερά κιτσάτο γάμο. Κρίμα.