Η παράσταση «I am falling in love» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά παρουσιάζει μια ανατρεπτική διασκευή της «Δωδέκατης νύχτας» του Σαίξπηρ.
Ενα επιμελημένα ακατάστατο δωμάτιο που θα μπορούσε να ανήκει σε αιώνιο –αν και συνταξιούχο πλέον– φοιτητή άλλων εποχών, ελάχιστα (τα απολύτως αναγκαία) σκηνικά αντικείμενα, ο μακρόστενος πάγκος όπου δεσπόζει ένα παλιό πικάπ περιστοιχισμένο από δίσκους βινυλίου κι ένας ευρηματικά λιτός εικαστικός διάκοσμος απαρτίζουν το σκηνικό τοπίο της Ελένης Στρούλια όπου τοποθετεί τη δράση της παράστασης ο σκηνοθέτης Γιάννης Βαλαής. Ετσι, από την πρώτη εισαγωγική περιήγηση του βλέμματος ακόμη και ο ανυποψίαστος θεατής αντιλαμβάνεται πως δεν πρόκειται να παρακολουθήσει μια σύγχρονη μεν αλλά πλησιέστατη στο σαιξπηρικό πνεύμα μεταφορά της «Δωδεκάτης νύχτας».
Υποβάλλεται εξαρχής, κάπως αόριστα αρχικά και σαφέστερα στη συνέχεια, η εντύπωση πως η παράσταση αποτελεί απλώς μια παραλλαγή που εμπνέεται από τη θεματολογία του πρωτοτύπου, διατηρώντας ωστόσο τη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση από τη δομή του. Η εντύπωση αυτή μάλιστα επιτείνεται από την εξαιρετική ιδέα επίσης της Ελένης Στρούλια να ντύσει τις πρωταγωνίστριες της παράστασης με εντελώς απλά, σύγχρονα ρούχα, κρατώντας εντούτοις γύρω από τη μέση τους, ως μακρινή υπόμνηση, το πλέγμα που υποβάσταζε τα κωδωνόσχημα φορέματα της σαιξπηρικής εποχής – αλλά όχι και τα ίδια τα φορέματα.
Ξεκάθαροι οι όροι της άλλης πρότασης
Κατά ταύτα λοιπόν η σκηνογραφική και ενδυματολογική προσέγγιση υπήρξε επιτυχής καθώς εξεικονίζει με πληρότητα τη σκηνοθετική πρόθεση του Γιάννη Βαλαή να στήσει μια παράσταση με ραγισμένο το σαιξπηρικό κέλυφος και εμφατικά ανανεωμένο περιεχόμενο. Πρόταση καλοδεχούμενη επειδή διαδηλώνει καθαρά τους όρους της. Δεν κρύβεται, όπως δυστυχώς πολύ συχνά γίνεται, πίσω από το όνομα του Σαίξπηρ, πλασάροντας υπογείως έναν κόσμο ανοίκειο προς τον ελισαβετιανό δημιουργό, αλλά επωμίζεται το βάρος των αποφάσεών της. Οφείλουμε λοιπόν να την κρίνουμε ως διασκευή, που περιγράφεται άλλωστε σαφώς από τον ίδιο τον σκηνοθέτη. Σύμφωνα με τα λόγια του: «Πρόκειται για μια δομική αποσυναρμολόγηση του έργου του Ουίλιαμ Σαίξπηρ που αποκαλύπτει την αιωνίως ρευστή φύση τής επιθυμίας μέσα από τις σχέσεις των βασικών ηρώων».
Διατηρείται λοιπόν, μέσες άκρες, ο πυρήνας της σαιξπηρικής υπόθεσης, σύμφωνα με την οποία τα δίδυμα αδέρφια, η Βιόλα και ο Σεμπάστιαν, ναυαγούν και σώζονται, πιστεύοντας όμως ότι το ταίρι τους χάθηκε. Ο Σεμπάστιαν διασώζεται από τον Αντόνιο ο οποίος τον ερωτεύεται χωρίς ανταπόκριση και η Βιόλα μεταμφιεσμένη σ’ ένα νεαρό αγόρι, τον Σεζάριο, γίνεται υπηρέτης του δούκα Ορσίνο και επειδή δεν αργεί να τον ερωτευτεί υποφέρει μεταφέροντας τα ερωτικά του μηνύματα στην κόμισσα Ολίβια που με τη σειρά της αντί για τον δούκα ερωτεύεται τον αγγελιαφόρο, δηλαδή τη Βιόλα με τη μορφή του Σεζάριο. Η διάχυση των αισθημάτων, επομένως, επιτείνεται από τη σύγχυση των φύλων, σε βαθμό που ο σκηνοθέτης αδυνατεί να αντιμετωπίσει και ίσως γι’ αυτό καθυστερεί την έναρξη της δράσης.
Βλέπουμε μια κοπελίτσα να παίζει και να ακκίζεται μονάχη, να κάμπτεται και να τεντώνεται πολύ χαριτωμένα μα και σαν να βαριέται λιγάκι, περιμένοντας την έναρξη της παράστασης. Η ανία της ωστόσο, ή στην καλύτερη εκδοχή η παιχνιδιάρικη ανυπομονησία της, θα παραταθεί για πολύ. Θα πρέπει να υποστεί, μαζί με τους εξίσου ανυπόμονους θεατές, τον μακρύ μονόλογο ενός νεαρού που αλλάζοντας δίσκους στο πικάπ μιλάει για την αξία, τη σημασία και την αισθηματική επίδραση της μουσικής. Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτή η σκηνή, κάτι σαν πειραγμένη λούπα, περιέχει τις πιο τετριμμένες κοινοτοπίες.
Βραδυπορία και ενιαίος ρυθμός
Η εμφάνιση και των υπόλοιπων ηρώων ανοίγει μια χαραμάδα φωτός στην παράσταση αλλά ο ρυθμός της, αν και κάπως επιταχύνεται, εξακολουθεί να βραδυπορεί. Ο παλμός της ανακόπτεται από τους σταθμούς μιας μουσικής σκυταλοδρομίας και οι σχέσεις των ηρώων βαλτώνουν από τη διαρκή επίκληση του αδιεξόδου στο οποίο επιμένουν βασανιστικά. Ο Βαλαής ποίκιλε το έργο του με την παράθεση αποσπασμάτων του σαιξπηρικού κειμένου στην ικανοποιητική μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου αλλά δεν διατήρησε την ποικιλία των ηρώων του.
Η κωμωδία του Σαίξπηρ είναι βέβαια πολυπρόσωπη και ο σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή του μόνο τέσσερις ηθοποιούς, αλλά θα μπορούσε να κρατήσει σε εναλλακτικούς ρόλους δύο τουλάχιστον πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, τον Φέστε και τον Μαλβόλιο. Γελωτοποιός ο ένας και αντικείμενο της φαρσικής πλοκής ο άλλος, έλειψαν από τη διανομή και η παράσταση έχασε σε χάρη και ελαφράδα. Η έμφαση δόθηκε στις όντως γουστόζικες μεταμορφώσεις της Βιόλα σε Σεζάριο, το παρενδυτικό γαϊτανάκι όμως απαιτεί την ίδια παιγνιώδη ταχυκινησία με τις ερωτικές θύελλες που ξαφνικά αλλάζουν κατευθύνσεις. Από το έργο του Σαίξπηρ αναπηδούν πολλά και φρενιτιώδη σκιρτήματα και οι χορευτές συγχέουν τα βήματά τους, μα εδώ ο ρυθμός είναι ενιαίος και οι προσηλώσεις των ηρώων στον ανεπίδοτο ερωτισμό αταλάντευτες.
Οι ηθοποιοί της παράστασης (Ρωμανός Καλοκύρης, Μαρία Κοραχάη, Στράτος Νταλαμάγκος και Χριστιάνα Ματέλσκα Τόκα) εμφανίζονται κάτω από τους επαρκείς φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα ως δεμένη ομάδα αλλά ξεχωριστά δεν μπορώ να τους κρίνω. Σύμφωνα βλέπετε με μια ολέθρια μόδα, τα ονόματά τους παρατάσσονται αλφαβητικά, χωρίς την ενδεδειγμένη αντιστοιχία με τον ρόλο που υποδύονται. Ετσι, για όποιον τουλάχιστον δεν τους ξέρει οι ατομικές τους επιδόσεις ισοπεδώνονται – πολύ δημοκρατικά!
INF0
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά Τετάρτη – Κυριακή Εως 6 Οκτωβρίου