Η Κάτια Δανδουλάκη πρωταγωνιστεί στο θρίλερ «Ο αόρατος επισκέπτης», μια σφιχτοδεμένη αλλά χωρίς εκπλήξεις παράσταση.
Στην ελληνική θεατρική εκδοχή της ταινίας του Ισπανού Οριόλ Πάουλο, που σκηνοθετεί η Σοφία Σπυράτου, ο επισκέπτης μπορεί να είναι αόρατος για τους ήρωες, είναι όμως απολύτως ορατός στους θεατές. Παρακολουθεί την εξέλιξη της υπόθεσης από το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου που βρίσκεται απέναντι από το διαμέρισμα του κατηγορούμενου και μοιάζει με τον «Σιωπηλό μάρτυρα», την πασίγνωστη ταινία. Με τη διαφορά ότι στην ταινία του Χίτσκοκ ο μάρτυρας παρατηρεί την προετοιμασία ενός φόνου για να τον αποτρέψει, ενώ εδώ επαγρυπνεί για τη σύλληψη του ενόχου μετά τη διάπραξη του φόνου.
Το αστυνομικό θρίλερ παίζει συνήθως και κατά κύριο λόγο με την αγωνία του θεατή παρά με εκείνη των ηρώων του έργου. Παρατείνει τον χρόνο της αναμονής μέχρι το πλήρες ξετύλιγμα των δραματικών περιστατικών και κρατά σε εγρήγορση όλα τα μάτια μπροστά στην επικείμενη αποκάλυψη του δράστη. Καμιά φορά, κατεξοχήν στις τηλεοπτικές σειρές, αυτή η παράταση χαλαρώνει τους αρμούς της περιπέτειας και ιδιαίτερα όταν εκτρέπεται σε παχυλούς συναισθηματισμούς ξεχειλώνει σε αχρείαστες περιγραφικές λεπτομέρειες που προξενούν περισσότερη πλήξη και λιγότερο ενδιαφέρον.
Διαβολική σύμπτωση
Υπ’ αυτές τις συνθήκες λοιπόν, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της παράστασης στη διασκευή της Λουίζας Μητσάκου είναι η συντομία της. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ωστόσο ότι σύντομο δεν σημαίνει αναγκαστικά φτωχό σε δράση ούτε λειψό ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την πλοκή του. Αντιθέτως, μερικές φορές η συντομία έγκειται στην πυκνότητα με την οποία εκτίθεται η διεξαγωγή των επεισοδίων του, στον κοφτό και περιεκτικό διάλογο, στην ταχεία διαδοχή των σφιχτοδεμένων σκηνών.
Κατά τα άλλα η υπόθεση του έργου είναι απλή. Δύο παράνομοι εραστές, ο Αντριαν και η Λάουρα, που γυρίζουν με το αυτοκίνητο από κάποιο ερωτικό ραντεβού, προξενούν άθελά τους ένα θανατηφόρο τροχαίο με θύμα έναν νεαρό, τον Ντάνιελ. Καθώς η αποκάλυψη της κρυφής τους σχέσης θα κατέστρεφε την καριέρα τους, οι υπαίτιοι του δυστυχήματος, παρά τις αρχικές τους αμφιταλαντεύσεις, αποφασίζουν να μην καλέσουν την αστυνομία αλλά να καλύψουν τα ίχνη τους. Η Λάουρα αναλαμβάνει να φτιάξει το δικό τους αυτοκίνητο στο κοντινότερο συνεργείο και ο Αντριαν να εξαφανίσει το αυτοκίνητο του νεαρού με το πτώμα του.
Τα πράγματα όμως περιπλέκονται γιατί κατά διαβολική σύμπτωση το συνεργείο όπου καταφεύγει η Λάουρα ανήκει στον πατέρα του νεαρού θύματος και η αστυνομία, έχοντας επαρκή περιγραφή της, δεν θ’ αργήσει να την εντοπίσει – αλλά νεκρή!
Βεβιασμένα πάθη
Η παράσταση ξεκινάει με τη συνάντηση που έχει ο εραστής της και κατηγορούμενος πλέον για τον φόνο της με μια πεπειραμένη δικηγόρο που σκαλίζει κάθε λεπτομέρεια της υπόθεσης. Η αναδρομή στα περιστατικά που προηγήθηκαν του θανατηφόρου τροχαίου και του φόνου της Λάουρα γίνεται με σκηνές κινηματογραφημένες από τον Νίκο Σούλη, οι οποίες ωστόσο έχασαν αισθητικά από την προβολή τους σε μια πολύ πεπλατυσμένη οθόνη.
Η πειστικότητα της δράσης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη φροντισμένη σκηνογραφική εργασία του Νίκου Παντελιδάκη, που με τη βοήθεια ενός περιστρεφόμενου σκηνικού μάς μεταφέρει από το σπίτι του κατηγορούμενου στο ανακριτικό γραφείο και από το μοιραίο δωμάτιο ξενοδοχείου στο εξίσου μοιραίο συνεργείο αυτοκινήτων. Η σκηνοθεσία εντούτοις, αν και έχει κοινή ρεαλιστική βάση με τη σκηνογραφία, δεν την ακολουθεί στην περιγραφική της αμεσότητα. Τα κρίσιμα σημεία του διαλόγου εκφέρονται στεγνά, η κίνηση των ηρώων φαίνεται αφύσικη και τα πάθη τους προκύπτουν βεβιασμένα.
Η Κάτια Δανδουλάκη (Βιρτζίνια) με την πολύχρονη υποκριτική της εμπειρία αποτελεί ασφαλώς το κέντρο της παράστασης και αποδίδει με ακρίβεια τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά της ψυχρής δικηγόρου. Κοντά της ο Χρήστος Πλαΐνης ζωντανεύει με ανθρωπιά τον ρόλο του δύστυχου πατέρα, ο Θανάσης Πατριαρχέας (Αντριαν) ενσαρκώνει πειστικά τη φιγούρα του πετυχημένου επιχειρηματία, η Μελίνα Λεφαντζή ανταποκρίνεται με επάρκεια στη φυσιογνωμία της άτυχης ερωμένης και όλοι μαζί κλείνουν την αυλαία μιας συμβατικής παράστασης.
Οι μάστορες του νουάρ
Το αστυνομικό θρίλερ έχει μακρά παράδοση και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που, αν και σμιλεμένα από τους μάστορες του είδους, συνεχώς εξελίσσονται. Από τον Εντγκαρ Αλαν Πόε και μετά το σκηνικό υπόβαθρο του εγκλήματος μεταβάλλεται και καλύπτει κάθε πιθανό χώρο.
Η Αγκαθα Κρίστι προτιμά τις επαρχιακές πόλεις και τα απομονωμένα εξοχικά, τις κοσμικές λουτροπόλεις και τα πολυτελή τρένα.
Οι Αμερικανοί συγγραφείς του μεσοπολέμου Ντάσιελ Χάμετ και Ρέιμοντ Τσάντλερ αναδεικνύουν τη σκοτεινή πλευρά της μεγάλης πόλης, ενώ οι σύγχρονοι Σκανδιναβοί ποντάρουν στην πρόσμειξη υπαίθριου και αστικού περιβάλλοντος. Το αστυνομικό μυθιστόρημα αποκτά βαθμηδόν ποικίλες διαστάσεις. Γίνεται ψυχολογικό με την Πατρίσια Χάισμιθ, πολιτικό με τον Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II και αντικείμενο κοινωνικής καταγγελίας από το σύνολο σχεδόν των νεότερων συγγραφέων. Το θέατρο και το σινεμά γίνονται με τη σειρά τους καθρέφτες αυτής της μετάβασης.
Η πιο χαρακτηριστική αλλαγή όμως αφορά τους πρωταγωνιστές. Αλλοτε κυριαρχούσαν οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ, ο Ηρακλής Πουαρό της Κρίστι και ο Φίλιπ Μάρλοου του Τσάντλερ, τώρα παρόμοιες φιγούρες αποστρακίζονται γιατί το οργανωμένο έγκλημα απαιτεί επαγγελματίες αστυνομικούς.
INF0
Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη Τετάρτη – Κυριακή