Κριτική θεάτρου: «Δον Ζουάν»

Κριτική θεάτρου: «Δον Ζουάν»
Ο Πάνος Βλάχος διαθέτει έμφυτη άνεση, γυμνασμένη αντοχή και το ενεργειακό σθένος που απαιτείται για να παραμείνει αεικίνητος σχεδόν δύο ώρες επί σκηνής

Δεν γλίτωσε από την παγίδα του εύκολου εντυπωσιασμού η παράσταση «Δον Ζουάν».

Η ιδέα μιας κωμικής εκδοχής του Δον Ζουάν, όπως αυτή που προτείνουν ο Πάνος Βλάχος και η Λητώ Τριανταφυλλίδου, είναι καταρχήν ευπρόσδεκτη αν και η σύλληψή της δεν μπορεί πλέον να διεκδικήσει δάφνες πρωτοτυπίας. Το «Φάντασμα της όπερας» του Γκαστόν Λερού ξαναγράφει επινοητικά τον θρύλο του ακάματου καρδιοκατακτητή ως διασκεδαστικά θριαμβεύοντος ήρωα. Ο Iνγκμαρ Μπέργκμαν σκηνοθέτησε σε δικό του σενάριο μια ευτράπελη εκδοχή του στο «Μάτι του Διαβόλου». Μόνιμα αστείος, απλοϊκά θρασύς και με παραμόνιμο σεξουαλικό ερεθισμό σαν τους αρχαίους σατύρους εμφανίζεται άλλωστε ο Δον Ζουάν σε διάφορες –και κατά συνθήκην αδιάφορες– πορνογραφικές ταινίες δευτέρας διαλογής.

Η διακωμώδηση λοιπόν των αρχέτυπων χαρακτηριστικών ενός κλασικού ήρωα, η γελοιοποίηση της μυθικής του αποσκευής, ακόμη και ο ανελέητος διασυρμός της ερωτικής του πολυπραγμοσύνης αποτελούν ευρέως διαδεδομένες και κάποτε καλλιτεχνικώς επιτυχείς πρακτικές. Η επιτυχία εντούτοις εξαρτάται από τον τρόπο της μεταφοράς, τη δραματουργική αξιοποίηση των ορίων της φαιδρότητας και την επιδεικτική διάσταση των επιπόλαιων χαρακτήρων. Προϋποθέσεις που έλειπαν από τη σκηνοθετική προσέγγιση της Λ. Τριανταφυλλίδου, στην οποία κυριάρχησαν ο εύκολος εντυπωσιασμός, η κατανάλωση κοινόχρηστων βωμολοχιών και, όλως παραδόξως, ο αφελής διδακτισμός.

Θρασύς αλιτήριος

Πράγματι η παράσταση ξεκινά μ’ έναν μονόλογο του πρωταγωνιστή όπου διεκτραγωδούνται οι συνέπειες του άκρατου φεμινισμού, της πολιτικής ορθότητας και του έξαλλου γουοκισμού. Το νόστιμο όμως είναι ότι αυτή η ανοστόγλυκη διδαχή γίνεται σ’ ένα ύποπτο νυχτερινό κατάστημα – κοινώς κωλόμπαρο! Εκεί, καταφεύγει ένα όμορφο ρεμάλι που μόλις το έχει σκάσει από τον παρ’ ολίγον γάμο του. Ο αλιτήριος όμως είναι και θρασύς. Χωρίς να έχει γράψει αράδα, θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα και με το ψευδώνυμο Δον Ζουάν ψαχουλεύει με το ένα χέρι το ταμείο του μαγαζιού που ανήκει στον πατέρα του και με το άλλο τις πεταλουδίτσες που κατά το γοητευτικό δίκαιο ανήκουν στον ίδιο. Σύντομα μάλιστα και με αρωγό την παιδαριώδη του αυτοπεποίθηση, θα αναβαθμίσει το κακόφημο στέκι σε… εκκλησία, με ιέρειες τις υποτελείς του και αρχιερέα τον ίδιο.

Υπόθεση που κάλλιστα θα μπορούσε να σταθεί επί σκηνής αν το χιούμορ του κειμένου ήταν περισσότερο πιπεράτο και λιγότερο χυδαίο. Η σκηνοθέτρια έχασε επίσης την ευκαιρία να σύρει το φανταχτερό σκηνικό του Δημήτρη Πολυχρονιάδη προς την κατεύθυνση μιας μπρούτας επιθεώρησης και να ελαφρύνει λίγο παραπάνω τους ηθοποιούς από τα εφαρμοστά κοστούμια της Ματίνας Μέγκλα.

Τηλεοπτικές ευκολίες

Ο Π. Βλάχος δεν είναι βέβαια ο Eρολ Φλιν, ο ασυναγώνιστος ξιφομάχος με τον ειρωνικό σπινθηρισμό και την αστραφτερή φινέτσα που πρωταγωνιστεί στην ταινία «Οι περιπέτειες του Δον Ζουάν». Ούτε ανταποκρίνεται στη σκοτεινή φαιδρότητα του Τζόνι Ντεπ στην ταινία «Δον Χουάν ντε Μάρκο», όπου μπαίνει στο πετσί του ακάματου εραστή ως ανίατα ψυχασθενής και φαντασιώνεται τον εαυτό του ως πρωταγωνιστή απίθανων ερωτικών περιπετειών. Θα ήταν επομένως άδικο να τον συγκρίνουμε με αυτά τα αναστήματα. Είναι όμως ένας ηθοποιός που δεν στερείται σκηνικού εκτοπίσματος. Εχει κάποια προβλήματα ταχυλογικής άρθρωσης που τα ξεπερνά με αβίαστη χάρη. Παίζει περισσότερο με την κίνηση του σώματος παρά με τις εκφραστικές εναλλαγές του προσώπου. Διαθέτει έμφυτη άνεση, γυμνασμένη αντοχή και το ενεργειακό σθένος που απαιτείται για να παραμείνει αεικίνητος σχεδόν δύο ώρες επί σκηνής.

Ο Κώστας Φιλίππογλου, εκτός από ικανός σκηνοθέτης, είναι ηθοποιός με αυθεντική υποκριτική στόφα και πλούσια εμπειρία σε πολυσύνθετους και άκρως απαιτητικούς ρόλους, αλλά εδώ περιορίζεται εκ των πραγμάτων σε δισδιάστατη φιγούρα με σκιώδη και τυποποιημένα χαρακτηριστικά. Ο Παναγιώτης Κατσώλης, η Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, η Ειρήνη Μπούνταλη και η Μελίνα Βαμπούλα ανταποκρίθηκαν επαρκέστατα στις ελάχιστες απαιτήσεις των ρόλων τους και μπορεί να διακρίνει κανείς πως θα απέδιδαν πολύ περισσότερο αν τα πρόσωπα που ενσαρκώνουν ξεπερνούσαν τις προδιαγραφές μιας βιαστικά σχεδιασμένης τηλεοπτικής σειράς.

Ανθεκτικές μεταμορφώσεις

Ο Δον Ζουάν συγκαταλέγεται –μαζί με τον Αμλετ, τον Δον Κιχώτη και τον Φάουστ– στις πιο μυθολογημένες ανδρικές φιγούρες του δυτικού πολιτισμού. Βγήκε από την πένα του Ισπανού δραματουργού Τίρσο ντε Μολίνα το 1630 και κατά τη διάρκεια της μακράς του σταδιοδρομίας γνώρισε εξαιρετική ποικιλία μεταμορφώσεων. Ετσι ο αμαρτωλός «απατεώνας της Σεβίλλης» έφτασε τυλιγμένος στην κάπα του έως το Παρίσι κι έγινε στα χέρια του Μολιέρου αδίστακτος και παιγνιώδης ερωτύλος. Διέσχισε το στενό της Μάγχης και ανακηρύχθηκε σε πρότυπο της εξεγερμένης ύπαρξης στο επικό ποίημα του Βύρωνα. Εφυγε για την Πράγα φορώντας τη μάσκα του αμετανόητου θηρευτή της ηδονής στην όπερα του Μότσαρτ. Ενέπνευσε πληθώρα διασκευών και αποχρώσεων της διαταραγμένης προσωπικότητάς του στον Χόφμαν και τον Πούσκιν, στον Κίρκεγκωρ και τον Θορίγια, τον Ρίχαρντ Στράους και τον Μπέρναρ Σω, τον Αλμπέρ Καμύ και τον Γιώργο Κοροπούλη. Με τέτοια μεταναστευτική δυναμική ήταν φυσικό να προσλάβει τα ιδιάζοντα κατά περίσταση, κάποτε αντιφατικά μα στο σύνολό τους πάντοτε αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά. Λαγνεία και σκληρότητα, ναρκισσιστική αυταρέσκεια και κοσμική άνεση, κυνική εμπάθεια και μελαγχολική προδιάθεση, ανταριασμένο θυμικό και βουλιμική σεξουαλικότητα.

INFO
Θέατρο Βεάκη, Τετάρτη έως Κυριακή

Documento Newsletter