Κριτική θεάτρου: «Bella figura»

Ο Μάνος Καρατζογιάννης σκηνοθετεί με μαεστρία τις ρωγμές της καθημερινότητας στο έργο της Γιασμίνα Ρεζά «Bella figura».

Αν η Γιασμίνα Ρεζά ήξερε λίγα ελληνικά, ίσως να ξεκινούσε το έργο της με τον στίχο του λαϊκού άσματος: «Ασφαλώς και δεν πρέπει να μας δούνε παρέα». Τον γνωστό δηλαδή καταστατικό ύμνο των απανταχού θλιμμένων γυναικών, που αναγκαστικά διανθίζουν τον δύσκολο ρόλο της ερωμένης με τον συνδυασμό ειρωνικής εγκαρτέρησης και εκρηκτικής θυμηδίας. Φυσικά τα παράνομα φιλιά έχουν άλλη γλύκα από τα συμβατικά, τα νόμιμα, λέει ο Κίρκεγκωρ, μέσω των οποίων «οι σύζυγοι σκουπίζουν τα χείλη τους μετά το δείπνο κάνοντας οικονομία στις πετσέτες»! Τέτοιου είδους φιλοσοφικοί σαρκασμοί ωστόσο αφήνουν σχεδόν ανέπαφο το βάθρο της οικογενειακής ευτυχίας ακόμη κι όταν, ολοφάνερα πλέον, έχει μετατραπεί σε ικρίωμα. Στην κρατούσα κοινωνική συνθήκη η παραμελημένη σύζυγος εξακολουθεί να κατέχει την επίζηλη θέση και η περιστασιακή ερωμένη την κακόζηλη.

Προβλέψιμοι εραστές

Σ’ αυτήν ακριβώς την ομολογουμένως όχι και τόσο πρωτότυπη συνθήκη οικοδομείται το έργο της Ρεζά «Bella figura». Οι παράνομοι εραστές, ο Μπορίς και η Αντρεά, αρρενωπός επιχειρηματίας εκείνος και όμορφη υπάλληλος φαρμακείου εκείνη, ρίχνουν ένα σύντομο καβγαδάκι με πρόχειρη αφορμή την προτεραιότητα ανάμεσα στο φαγητό και το πήδημα και, ανόρεχτοι τελικά και για τα δύο, καταφεύγουν σ’ ένα απόμερο παραλιακό εστιατόριο. Εκεί, όπως κατά κόρον συμβαίνει στα πασίγνωστα γαλλικά μπουλβαράκια, θα έχουν την όχι και τόσο σπάνια ατυχία να πέσουν (ω του δράματος!) πάνω σε μια οικογενειακή γνωστή του άπιστου. Μια φίλη της γυναίκας του, που βρίσκεται εκεί με τον άντρα της και την αξιαγάπητη πεθερά της για να γιορτάσουν τα γενέθλια της τελευταίας. Ακολουθούν η συνηθισμένη νευρικότητα, οι αμήχανες συστάσεις και οι μπερδεμένες εξηγήσεις που, με όποια σειρά κι αν σερβίρονται, αποσαφηνίζουν απλώς τα δημοφιλέστερα άρθρα του μοιχευτικού δικαίου. Η εξέλιξη της βραδιάς δεν επιφυλάσσει λοιπόν καμία έκπληξη. Ολα, όπως λέει σε ανύποπτο χρόνο η ίδια η Αντρεά, είναι τόσο προβλέψιμα!

Φυσικά η Ρεζά ξέρει να γράφει, πάνω στην πεπατημένη του μέσου όρου, και ιδιαίτερα από το κοινό που αποφεύγει τα επώδυνα άκρα του φάσματος θεωρείται καλή συγγραφέας. Διαχειρίζεται με αρκετά δουλεμένη τεχνική τα σημεία τριβής των ηρώων της με την απτή καθημερινότητα και στρέφει το βλέμμα του θεατή στις υφέρπουσες μα πανταχού παρούσες ρωγμές της σύγχρονης ζωής, υπογραμμίζει την ασφυξία των συμβατικών σχέσεων και καταδεικνύει τον ισοπεδωτικό μηχανισμό που κατατρώει αδυσώπητα την ψίχα της αυθεντικής ύπαρξης. Ολ’ αυτά εντούτοις τα έχουμε ξαναδεί σε καλύτερες εκδοχές και το μόνο που βγάζει στον αφρό το έργο της Ρεζά είναι η παρουσία της Υβόν.

Της εκ πρώτης όψεως απλοϊκής πεθεράς που ούσα στα πρόθυρα της άνοιας κι έχοντας κάψει τα καλύτερα χαρτιά της στον βωμό μιας άχαρης ζωής, μιλάει με σοφία για την παροντικότητα των ανθρώπινων πραγμάτων και προτρέπει ολόκληρη την αγχωμένη παρέα στην απόλαυση της τρέχουσας στιγμής χωρίς να ηθικολογεί, χωρίς να επικαλείται κανόνες και χωρίς να διαχωρίζει την αξία της τάξης από την ζωοποιό αταξία.

Δραστική ανισορροπία

Η επί σκηνής διαχείριση αυτής της πάντοτε φευγαλέας στιγμής αποτέλεσε και την κορυφαία σκηνοθετική πρόκληση για τον Μάνο Καρατζογιάννη, που ξεκινά την παράσταση «Bella figura» με δύο σοβαρά πλεονεκτήματα: την ώριμη, καθαρή και σφιχτοδεμένη μετάφραση του Γιώργου Αρχιμανδρίτη και το αδρό, με τα απολύτως απαραίτητα δομικά στοιχεία σκηνικό της Τέτας Τσαβδαρίδου. Με δεδομένο ότι η δραματουργική αρχιτεκτονική του έργου δεν παρουσιάζει κάποια καινοφανή όψη, τα υλικά του είναι διαθέσιμα σε κάθε θεατρικό κατάστημα και η σύνθεσή τους δεν ευνοεί τις αιφνίδιες ανατροπές, ο σκηνοθέτης όφειλε, όπως κι έκανε, να εξασφαλίσει εκείνη τη δραστική ανισορροπία που προικίζει με οξύτητα μια παράσταση μέσα από την ισορροπημένη δυσφορία των πρωταγωνιστών της.

Σκιτσάροντας συνοπτικά το πιστεύω της, η Ρεζά γράφει πως η μεταφυσική του ανθρώπου δεν βρίσκεται στις μεγάλες ηρωικές στιγμές: «Η απόγνωση και τα μυστικά του κρύβονται στις αόρατες λεπτομέρειες, σ’ αυτές τις μόνιμες και ανεπαίσθητες χαραμάδες της καθημερινότητας».

Σ’ αυτό το έργο όμως η απόγνωση είναι επιφανειακή, όπως στη σκηνή με το μαχαίρι, και μυστικά δεν υπάρχουν. Ο Καρατζογιάννης κατά συνέπεια δεν είχε άλλο δρόμο παρά να κινηθεί στην κόψη αυτής της ρεαλιστικής προφάνειας και να αποσπάσει από το κείμενο την ελάχιστη υγρασία που είναι αρκετή στα κακτοειδή. Ετσι επένδυσε (και καλώς έπραξε) στους έμπειρους ηθοποιούς του που εμφανίστηκαν στις έντονες φωτιστικές μεταβάσεις τού Αγγελου Παπαδόπουλου, ντυμένοι με τα συμβατά στους ρόλους τους κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα.

Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης (Μπορίς) κράτησε με δυναμική ενέργεια τον ακροβατικό ρόλο του αγχώδους εραστή και του χρεοκοπημένου συζύγου. Ο Χρήστος Κοντογεώργης (Ερικ) ανταποκρίθηκε με επάρκεια και αμεσότητα στη διαιτητική και εν μέρει πυροσβεστική του αποστολή. Η Ραφίκα Σαουίς πέρασε με επιτυχία τη γέφυρα από τη φαρμακερή υπεροψία στην κάπως συγκαταβατική αλλά και ώριμη προσήνεια. Η Φαίη Ξυλά (Αντρεά) διακρίθηκε στην πολυεπίπεδη αναμέτρησή της με τα σκιρτήματα της μελαγχολικής εξέγερσης αλλά και την πιπεράτη διάθεση της ελαφρώς νευρωτικής αλλά διόλου ελαφράς ερωμένης. Η Υβόννη Μαλτέζου (Υβόν) εξέφρασε στην άτονη εκφορά της φιλοσοφημένης ουδετερότητας όλες τις εσωτερικές αποχρώσεις της στερεάς πεποίθησης ότι ο άνθρωπος έξω από το βασίλειο της στιγμής δεν είναι παρά ένα θλιβερό σαρκίο.

INF0
Θέατρο Σταθμός, Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο, Τετάρτη – Πέμπτη, Σάββατο – Κυριακή