Κριτική θεάτρου: «Άλλες εποχές»

Η Δέσποινα Κούρτη (αριστερά) ενσάρκωσε με περίσκεψη την Αννα, ενώ η Ερατώ Πίσση απέδωσε με επάρκεια την Κέιτ

Το δημοφιλές στη χώρα μας έργο «Άλλες εποχές» του Χάρολντ Πίντερ σκηνοθετεί ο Άρης Τρουπάκης αφήνοντας τον λόγο να κυριαρχήσει.

Κοινωνικά μάχιμος από τα νιάτα του, ο Χάρολντ Πίντερ έγραψε ελάχιστα έργα με άμεσα πολιτικό περιεχόμενο, όπως η «Βουνίσια γλώσσα» που αναφέρεται στις διώξεις των Κούρδων από το τουρκικό κράτος. Η έννοια της απειλής ωστόσο και μάλιστα με την πολυδιάστατη σημασία της δεν έλειψε ποτέ από τα θεατρικά και ραδιοφωνικά του κείμενα, που αποκλήθηκαν, λιγάκι επικριτικά, υποθέσεις δωματίου. Στα έργα αυτά ο Εγγλέζος συγγραφέας κατέστησε σαφές ότι τα όρια ιδιωτικής ζωής και δημόσιου βίου είναι ρευστά. Έδειξε δηλαδή πως η βαναυσότητα της πολιτικής καταστολής που επιβάλλεται σε μεγάλη κλίμακα βρίσκει τη φθοροποιό της αντανάκλαση στη μικροκλίμακα των διαπροσωπικών σχέσεων και ότι οι εξουσιαστικές απαιτήσεις θεριεύουν ακόμη και στα πιο υπήνεμα καταφύγια.

Πολλές φορές οι απαιτήσεις αυτές αναπτύσσονται σε αισθηματικό ημίφως, η εκφορά τους είναι πλάγια και η γλώσσα τους υπαινικτική. Οι αντιμαχόμενοι ήρωες διαδηλώνουν ειρηνικές προθέσεις και το ύφος, αντί για την ξηρότητα λακωνικού τελεσιγράφου, διαθέτει την υγρασία μιας αορίστως επιθετικής εξομολόγησης.

Στρατηγική αντιπερισπασμών

Ειδικά στις λεγόμενες απειλητικές κωμωδίες του Πίντερ κυριαρχεί η στρατηγική των αντιπερισπασμών, η ατμόσφαιρα είναι φαινομενικά ανέφελη και η βραδιά ξεκινάει με τις αστειότητες ενός λίγο πολύ ανούσιου κοκτέιλ πάρτι διανθισμένου με μπόλικες κοινοτοπίες. Παρόμοιο είναι και το κλίμα στις «Αλλες εποχές», όπως απέδωσε το «Old times» («Παλιοί καιροί») η μεταφράστρια του έργου Έλσα Ανδριανού.

Δύο άλλοτε στενές φίλες που έχουν τραβήξει χωριστούς δρόμους, η Κέιτ και η Άννα, ξαναβλέπονται ύστερα από είκοσι χρόνια στο σπίτι της πρώτης. Η οικοδέσποινα είναι παντρεμένη μ’ έναν καλλιτέχνη και ζει απομονωμένη σε μια παραθαλάσσια εξοχή της Αγγλίας ενώ η επισκέπτρια βρίσκεται εγκατεστημένη στην Ιταλία. Η αιφνιδιαστική άφιξή της στη ζωή του ζευγαριού δεν είναι εντούτοις τόσο αθώα γιατί οι επισκέψεις από το παρελθόν εισβάλλουν με ανατοκισμένες αξιώσεις στο παρόν. Έτσι, αν και η αντάμωση των δυο γυναικών φέρνει στην επιφάνεια αναμνήσεις ενός κοινού παρελθόντος, η ερμηνευτική τους ανάγνωση διαφέρει.

Οι διαλείψεις της καρδιάς

Η ανέμελη περίοδος της νιότης στο μεταπολεμικό Λονδίνο, οι εξορμήσεις σε θέατρα και γκαλερί, οι ξέφρενοι χοροί και τα ανώδυνα φλερτάκια γίνονται αντικείμενο παράλληλων αλλά και συχνά αντιφατικών αφηγήσεων. Η λειτουργία της μνήμης υπονομεύεται από τις διαλείψεις της καρδιάς πού τόσο ανεξίτηλα σηματοδότησε ο Μαρσέλ Προυστ και πυροδοτεί τον έως τότε αφανή μηχανισμό των αποσιωπημένων εντάσεων.

Ακροατής των δονήσεών τους είναι ο Ντίλι, ο εκ πρώτης όψεως κάπως αφελής σύζυγος της Κέιτ, που αποτελεί το τρίτο σκέλος του τριγώνου ή μάλλον την αρσενική υποτείνουσα των δύο κάθετων γυναικείων πλευρών του. Σ’ αυτή την υποτείνουσα ο Αρης Τρουπάκης έδωσε τις αρμοδιότητες του διαιτητή, αλλά η έκβαση του αγώνα ελάχιστα επηρεάζεται από την παρουσία του: ο ρόλος του είναι χημικά καταλυτικός αλλά συστατικά επουσιώδης. Αν και σε πολλά σημεία η δομή του έργου μοιάζει να στηρίζεται πάνω του, ο ίδιος είναι ασταθής και ευπρόσβλητος από τις διακυμάνσεις του ψυχικού κλίματος, πράγμα που δεν διέφυγε της προσοχής του σκηνοθέτη.

Μία ακόμη κομβικής σημασίας παράμετρος που επίσης δεν πέρασε απαρατήρητη αφορά τις σχέσεις των δύο γυναικών την περίοδο που συγκατοικούσαν στο Λονδίνο. Ο Πίντερ αφήνει αρκετές νύξεις για τον παιγνιώδη ερωτισμό που συνδέει τις ηρωίδες του, με χαρακτηριστικότερη μεταξύ τους ότι η Αννα αρέσκεται να φορά τα εσώρουχα της Κέιτ, αλλά τα όρια αυτής της συνάφειας παραμένουν αδιευκρίνιστα και ο Τρουπάκης ευτυχώς δεν υποκύπτει στον πειρασμό να τα αποσαφηνίσει.

Ηθελημένα ασαφής παραμένει και η σχέση του Ντίλι με την Αννα, που χρονολογείται από την εποχή της γνωριμίας του με την Κέιτ.

Αινιγματική σχέση κατά ζεύγη

Η αινιγματική σχέση των τριών προσώπων εντούτοις προϋποθέτει ένα βαθμό γοητευτικής συνενοχής που η σκηνοθετική γραμμή δεν ανέδειξε επαρκώς. Οι ηθοποιοί παίζουν κατά ζεύγη, ο Ντίλι με την Κέιτ, η Κέιτ με την Αννα, η Αννα με τον Ντίλι, αλλά σε καμία στιγμή δεν συντονίζονται ως τριάδα στην ακανθώδη περίπτυξη έκδηλου ανταγωνισμού και υφέρποντος ερωτισμού.

Ο Δημήτρης Αλεξανδρής ενσάρκωσε πειστικά τον αδύναμο χαρακτήρα του Ντίλι και έδωσε έμφαση στη μετέωρη θέση του μεταξύ των δύο γυναικών, αλλά οι κραυγαλέες του εξάρσεις ήταν εντελώς αχρείαστες. Η Δέσποινα Κούρτη έντυσε με περίσκεψη τον χαρακτήρα της Αννας τονίζοντας τα εναλλασσόμενα χρώματα υποτονικής προσδοκίας και εντατικής παρουσίας. Η Ερατώ Πίσση απέδωσε επιτυχώς την Κέιτ, με την ψυχρή αλαζονεία της οικοδέσποινας που παραμένει αταλάντευτη και απρόσβλητη στις αιχμές που εξαπολύονται εναντίον της.

Ο Δημήτρης Αλεξανδρής ήταν πειστικός ως Ντίλι αλλά έχει κάποιες εντελώς αχρείαστες εξάρσεις

Η παράσταση ωστόσο που έστησε ο Τρουπάκης, αν και δεν απέκτησε ενιαίο παλμό, έχει το στοιχειώδες μεν αλλά δυστυχώς σήμερα εν ανεπαρκεία ευρισκόμενο γνώρισμα του αυθεντικού θεάτρου: αφήνει να ακουστεί ο λόγος του συγγραφέα χωρίς να τον κατασκεπάζει με σκηνοθετικά τερτίπια.

Συνακόλουθα, η σκηνογραφική οργάνωση του χώρου από τον Θοδωρή Χρυσικό είναι λειτουργικά απλή, σε δύο επίπεδα και με φόντο τις εικαστικές παρασημάνσεις που ταιριάζουν στην όλη ατμόσφαιρα των διαρκών μετατοπίσεων, ενώ οι φωτισμοί του Δημήτρη Λογοθέτη, διόλου φλύαροι αλλά μετρημένοι, υπογραμμίζουν με σχεδόν απαρατήρητη ακρίβεια τις αισθηματικές διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν το έργο και στιγματίζουν τους ήρωές του.

INFO
Παρασκευή – Κυριακή (έως 9 Ιουνίου) Θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής», Κυκλάδων 11 και Κεφαλληνίας, Κυψέλη