Κριτική θεάτρου: «50 χρόνια, μια νύχτα»

Κριτική θεάτρου: «50 χρόνια, μια νύχτα»
Ολοι οι ηθοποιοί είχαν φυσικότητα στο παίξιμο, συνδυασμένη με δίκοπο χιούμορ και εύγλωττα αμήχανα αισθήματα

Η παράσταση «50 χρόνια, μια νύχτα» του Μάνου Καρατζογιάννη για το Φεστιβάλ Αθηνών επιχείρησε μια σύγχρονη ανάγνωση του βίαιου και παλλόμενου γεγονότος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

Διάσπαρτοι κύβοι στοιβαγμένοι εδώ κι εκεί σε ανολοκλήρωτες και διαφορετικές μεταξύ τους κατασκευές αποτελούν τον σκηνικό χώρο που ανέπτυξε η Λουκία Μάρθα για να υποδεχτεί τους αφανείς πρωταγωνιστές του Πολυτεχνείου στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Μάνος Καρατζογιάννης. Επιλογή με ιδιαίτερη συμβολική αξία, καθώς τα κομμάτια της ιστορικής εξέγερσης του 1973 δεν πρόκειται να συμπληρωθούν ποτέ. Κάποια χάθηκαν στους μαιάνδρους της επιλεκτικής μνήμης, άλλα περιφέρονται συγκεχυμένα από την ταραχή εκείνων των τριών ημερών κι άλλα περιβάλλονται από τέτοια ποικιλία ετεροχρονισμένων εκτιμήσεων που δεν μπορούν να τοποθετηθούν με ασφάλεια παρά σε ασαφές πλαίσιο μεταβαλλόμενων διαστάσεων. Οσα απόμειναν ανήκουν σε όλους και σε κανέναν. Οι αφηγήσεις των αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων κάπου συγκλίνουν και κάπου αποκλίνουν, η εξέλιξη των γεγονότων συντίθεται από θραύσματα, τα λόγια είναι μισά, οι συνεντεύξεις έχουν κενά, οι συνομιλίες επισκιάζονται από εμβόλιμα ιστορικά παράσιτα.

Χάρη σ’ αυτήν τη γενικευμένη αταξία όμως, τις νωπές κι αχτένιστες εντυπώσεις, τη μνημονική ακαταστασία, χάρη στον κονιορτό, στις στατιστικές αβεβαιότητες και στη διαταραγμένη χρονική ακολουθία, χάρη σ’ αυτή την τραυματική και τραυματισμένη ασάφεια, έχουμε σήμερα τη μεγάλη εικόνα όσων συνέβησαν τότε πιο στέρεη, πιο σίγουρη, πιο καθαρή από ποτέ. Αν η χούντα των συνταγματαρχών είναι η πιο σκοτεινή σελίδα της πρόσφατης ιστορίας μας, το Πολυτεχνείο είναι το πιο φωτεινό της ορόσημο.

Ενα έγκλημα σε συνέχειες

Από μια θεατρική αναπαράσταση, ακόμη κι αν είναι ιδιαίτερα μελετημένη και επιμελώς φροντισμένη, δεν περιμένει βέβαια κανείς να πιάσει τον σφυγμό του ανεπανάληπτου. Η ορμή και ο φόβος, το πάθος και η απόγνωση, η ελπίδα και ο τρόμος, η εκτίναξη και η συντριβή εκείνων των συγκλονιστικών ημερών δεν αισθητικοποιούνται με τη συμπύκνωσή τους σε καλλιτεχνική αναβίωση. Πράγμα που ο Καρατζογιάννης και η δραματουργός της παράστασης Δήμητρα Κονδυλάκη αντιλήφθηκαν εγκαίρως και αντί να προσπαθήσουν να υποτάξουν ένα εκ φύσεως ανυπότακτο υλικό, περιορίστηκαν στην επιλεκτική του προβολή κατά τρόπο που o κάθε θεατής να συγκροτήσει την προσωπική του σύνθεση.

Αυτό το επιλεκτικώς ανεπίλεκτο υλικό προβάλλεται από την αρχή του δρώμενου σε μεγάλη οθόνη, ως πρόλογος όσων θα ακολουθήσουν. Πρόκειται για έναν αναμνηστικό πλοηγό στα γεγονότα και στις καταστάσεις αλλά κυρίως στην ιστορική ατμόσφαιρα της εποχής που προηγείται του Πολυτεχνείου και παρακολουθεί τον απόηχό του ως τις μέρες μας. Κομμάτια κι αποσπάσματα μιας ανατομικής τεκμηρίωσης ενός εγκλήματος σε συνέχειες και μιας εξέγερσης με διακοπές: ο Παπαδόπουλος και η χουντική του ακολουθία στη βεβήλωση των παραδοσιακών μας χορών, εικόνες από το αντιπολεμικό κίνημα για το Βιετνάμ, σκηνές από τη γαλλική εξέγερση του 1968, συνθηματικά πανό και ξεδιπλωμένες σημαίες, κρίκοι από την αλυσίδα των απανταχού μεγάλων διαδηλώσεων που ξεκινούν από τη δεκαετία του ’60 και φτάνουν ως τις σημερινές εκδηλώσεις αλληλεγγύης για την Παλαιστίνη. Αθροισμα ιστορικών συνδηλώσεων δηλαδή με κοινό πολλαπλασιαστή το Πολυτεχνείο.

Οι αυθεντικοί πρωταγωνιστές

Για το Πολυτεχνείο μίλησαν λίγοι και σιώπησαν πολλοί. Κάποιοι από τους λίγους, όχι όλοι, το χρησιμοποίησαν ως πρακτορείο των προσωπικών τους φιλοδοξιών∙ οι πολλοί, αντιθέτως, δεν μιλούν για το πώς έζησαν τις μέρες της τρελής ελπίδας και του αίματος παρά ιδιωτικά, σε στενό κύκλο φίλων που μπορούν να νιώσουν τη βαρύτητα της ανόθευτης εξομολόγησης. Ετσι η γενιά του Πολυτεχνείου, μια διατύπωση ύποπτα βεβιασμένης και σίγουρα αμφισβητούμενης συμπερίληψης, συκοφαντήθηκε όσο καμία άλλη στην πρόσφατη ιστορία μας. Οι πενήντα που έκαναν την εξέγερση εφαλτήριο καριέρας επισκίασαν κραυγαλέα τους 1.500 που ήταν μέσα και τους 50.000 που συνέρρευσαν απέξω. Αυτοί όμως, οι πολλοί, είναι οι αυθεντικοί πρωταγωνιστές του Πολυτεχνείου και η δάφνη τους, ό,τι κι αν λένε οι πικρόχολοι συκοφάντες, είναι αμάραντη.

Γι’ αυτό και η σκηνοθετική επιλογή να μιλήσουν άνθρωποι από ένα ευρύ φάσμα που βρέθηκαν εκεί εκ πεποιθήσεως ή σχεδόν τυχαία υπήρξε πολλαπλά ευτυχής. Εδωσε τον λόγο όχι σε ονομαστές φιγούρες αλλά στο σκίρτημα του απρόοπτου συμβάντος και μετέγραψε τις εντυπώσεις των παρόντων στη δραματική στιγμή, από ιδιωτικό βίωμα σε δημόσια αρετή. Δεν έλειψαν εντούτοις οι βαρύγδουπες διατυπώσεις και η συνθηματική αφέλεια, που φόρτωσαν την παράσταση με περιττά βαρίδια και επιμήκυναν κουραστικά τη διάρκειά της. Παρότι λοιπόν ο σκηνοθέτης είχε ασφαλώς υπόψη τους κινδύνους που κρύβουν η γλυκόπικρη νοσταλγία και η επετειακή της απολίθωση, δεν κατάφερε πάντα να τους αποφύγει. Σ’ αυτό το πλαίσιο η μεν Υβόννη Μαλτέζου που μετέφερε το βίωμά της σε προσωπικούς τόνους υπήρξε αρκούντως πειστική, ενώ ο Γιάννης Νταλιάνης, που χρεώθηκε τον ρόλο του καθηγητή στους σπουδαστές της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης, έκανε ορθές επισημάνσεις αλλά με κοινότοπο διδακτισμό. Οι ηθοποιοί πάντως που σπονδύλωσαν την παράσταση (Γιώργος Βουρδαμής, Μαρία Ζορμπά, Ιφιγένεια Καραμήτρου, Καλλιόπη Παναγιωτίδου, Γιώργος Νούσης, Στρατής Χατζησταματίου), με εξαίρεση λιγοστές αχρείαστες κορόνες, ανταποκρίθηκαν στο ορμητικό ρεύμα των τριών ημερών του Νοεμβρίου που συγκλόνισαν την Ελλάδα, με φυσικότητα και σβελτάδα, δίκοπο χιούμορ και εύγλωττα αμήχανα αισθήματα, που υπογραμμίζονταν από τις παραισθητικές μουσικές παρεμβάσεις του Τηλέμαχου Μούσα.

Documento Newsletter