Μεταφυσικό και φωνακλάδικο το θρίλερ «2: 22 – A ghost story» που παρουσιάζει ο Φάνης Μουρατίδης στο θέατρο Αλάμπρα.
Κάθε είδους μυστήριο, αστυνομικό, τελετουργικό ή μεταφυσικό, εκκολάπτεται στη σιωπή και όταν εκδηλώνεται στη σκηνή είναι χαμηλόφωνο. Οι ήρωες κινούνται επιφυλακτικά, ανταλλάσσουν μεταξύ τους σχεδόν αδιόρατα νεύματα με κάποια ιδιαίτερη σημασία, αρχικά ακατάληπτη για όσους βρίσκονται έξω από την υπόθεση. Αυτές είναι συνήθως οι κοινές προϋποθέσεις της ιδιάζουσας σε κάθε περίσταση ατμόσφαιρας και λείπουν σε μεγάλο βαθμό από τη βρετανική ιστορία φαντασμάτων «2: 22 – A ghost story» του Ντάνι Ρόμπινς που σκηνοθετεί ο Φάνης Μουρατίδης.
Αντίθετα πλεονάζουν οι κραυγές και τα υστερικά ουρλιαχτά, το κρεσέντο μιας εκνευριστικής μουσικής και τα κόκκινα λαμπιόνια που, προαναγγέλλοντας τις άμεσα επικείμενες εξελίξεις, ανάβουν εκτυφλωτικά δυναμιτίζοντας επαναληπτικά τον προηγούμενο, αρκούντως υποβλητικό φωτισμό. Είναι κι αυτά βέβαια πρόσφορα μέσα για τη διακοπή της δράσης και την ανάσα που έχει όντως ανάγκη να πάρει το κοινό έπειτα από κάθε επεισόδιο που οδηγεί στην κλιμάκωση της δράσης. Ο καθένας λοιπόν αντιλαμβάνεται τη σκοπιμότητά τους, μόνο που νομίζω ότι θα λειτουργούσαν πολύ καλύτερα σε μικρότερες δόσεις, χωρίς να ξεπέφτουν σε ευκολίες που ακόμα και στα μάτια του πιο ανυποψίαστου θεατή φαντάζουν πλέον παλιομοδίτικες και υπερβολικά απλοϊκές.
Ορθολογισμός εναντίον παρορμήσεων
Οφείλουμε εντούτοις να παραδεχθούμε ότι και η ιστορία που αφηγείται ο Ρόμπινς δεν έχει τις δυσκολίες κάποιου περίπλοκου σκακιστικού προβλήματος. Η Τζεν και ο Σαμ με το μωρό τους έχουν μετακομίσει προσφάτως σ’ ένα παλιό σπίτι, το οποίο και έχουν ανακαινίσει κακόγουστα. Ζουν κάπως απομονωμένοι, μέχρι τουλάχιστον που προσκαλούν μια φίλη τους, τη Λορίν, που καταφθάνει με τον σύζυγό της, τον Μπεν, και ο σκοπός της πρόσκλησης αποκαλύπτεται σύντομα. Η Τζεν πιστεύει ότι στο σπίτι τριγυρίζει ένα φάντασμα που απειλεί το μωρό της και χρειάζεται μάρτυρες για να επιβεβαιώσουν τους ισχυρισμούς της απέναντι στον Σαμ, που χλευάζει τα μεταφυσικά φαινόμενα. Το υποτιθέμενο φάντασμα έχει μάλιστα τη συνήθεια να εκδηλώνει με ανεξήγητους θορύβους την παρουσία του μια συγκεκριμένη μεταμεσονύκτια ώρα κάθε βράδυ, οπότε τα δύο ζευγάρια δεν έχουν παρά να περιμένουν ώσπου να διαπιστώσουν αν πράγματι θα φανούν τα σημάδια κάποιας υπερφυσικής δραστηριότητας.
Ο Μουρατίδης διαχειρίζεται το χρονικό διάστημα αυτής της εναγώνιας αναμονής φορτίζοντας έντονα αλλά συμβατικά τις διενέξεις που ανακύπτουν μεταξύ των ανδρών κυρίως αλλά και στο εσωτερικό του κάθε ζευγαριού. Δείχνει πώς οι παλιές δυσαρέσκειες οξύνονται υπό την πίεση των εξελίξεων αλλά ο ανεκπλήρωτος έρωτας ανάμεσα στον Σαμ και στη Λορίν έρχεται στην επιφάνεια άνευρα, αφήνοντας πολλά ερωτήματα για την υποβόσκουσα δυναμική του. Ο σκηνοθέτης φυσικά εστιάζει περισσότερο στη διαμάχη γύρω από την ύπαρξη φαντασμάτων που οι ορθολογικές αρχές απορρίπτουν και οι αρχέγονες παρορμήσεις επικροτούν. Δεν παραλείπει εντούτοις να αναδείξει τις ταξικές και μορφωτικές διαφορές που γίνονται απτές στους καλά δομημένους χαρακτήρες του Ρόμπινς.
Στην τελική σκηνή οι απαντήσεις
Η σκηνοθετική γραμμή ακολουθεί τη στρωτή μετάφραση του Αντώνη Γαλέου και για την ανάπτυξη της πλοκής στηρίζεται στο σύνθετο σκηνικό του Μανώλη Παντελιδάκη, που κάνει ορατή τη διαφορά ανάμεσα στις αισθητικές αντιλήψεις των παλαιών και των νέων ενοίκων του σπιτιού. Το εάν όμως αυτό το σπίτι είναι πράγματι στοιχειωμένο ή το φάντασμα βρίσκεται μόνο στην επινοητική φαντασία της Τζεν θα αποκαλυφθεί μόνο στην τελική σκηνή του έργου, που εμπνέεται από μια πράγματι ευρηματική ανατροπή.
Ο Φάνης Μουρατίδης (Σαμ) διαθέτει μεγάλη σκηνική άνεση αλλά βρίσκεται συνεχώς στα πρόθυρα της κατάχρησής της, εξωθώντας στα άκρα τον είρωνα και καλλιεργημένο χαρακτήρα που υποδύεται. Η Φαίη Ξυλά (Τζεν) αναπαριστά όλες τις πτυχές του αναστατωμένου ψυχισμού της ηρωίδας της, δίνοντας έμφαση στην καταπιεσμένη προσωπικότητά της. Η Ναταλία Δραγούμη (Λορίν) ενσαρκώνει με ηπιότητα την πικρία της γυναίκας που, ενώ υποχρεώθηκε σε ερωτική επιλογή αναντίστοιχη των προσδοκιών της, διατηρεί την αυτοκυριαρχία της. Ο Στάθης Μαντζώρος (Μπεν) ανταποκρίνεται με αβίαστη πειστικότητα στα χαρακτηριστικά του λαϊκού άνδρα που ορθώνει με διακριτικό πείσμα το ανάστημά του απέναντι στη συγκαταβατική στάση των υπόλοιπων ηρώων.
Το πορτρέτο που ξυπνάει
Οι ιστορίες φαντασμάτων αποτελούν αναντικατάστατο μέρος της βρετανικής παράδοσης. Τα πρώτα τους επεισόδια σερβίρονται στο σαλόνι με το απογευματινό τσάι και τα τελευταία με μπράντι στην ανήλιαγη καταθλιπτική βιβλιοθήκη. Τις μεταμεσονύκτιες ώρες κάποιο από τα προγονικά πορτρέτα ξυπνάει. Δραπετεύει από το κάδρο του, κατεβαίνει την τριζάτη σκάλα και τριγυρίζει στον πύργο, αναστατώνοντας τον οικοδεσπότη που λαγοκοιμάται μπροστά στο τζάκι… Η γοτθικής έμπνευσης παράδοση ασφαλώς ανανεώνεται, τα ψυχρά αφηγηματικά χρώματα ζωηρεύουν και οι πρόσφατες μεταφυσικές πινελιές φορτίζουν τον ψυχισμό των φαντασμάτων με διαφορετικούς τόνους. Τα βασικά τους γνωρίσματα όμως, όσο κι αν έγιναν πιο διακριτικά, δεν αλλάζουν. Μπορεί πλέον να μη σέρνουν θορυβωδώς βαριές αλυσίδες και να μην κραδαίνουν εκδικητικά εκείνα τα ασήκωτα μεσαιωνικά ξίφη, αλλά η παρουσία τους παραμένει εξίσου απειλητική. Χειρονομούν αινιγματικά, μορφάζουν ελάχιστα και γενικώς εκφράζονται πολύ λιτά σε μια γλώσσα με συνθηματικές λέξεις, σύμβολα και γρίφους, στην οποία σταδιακά μυείται και ο θεατής τους.
INFO
Θέατρο Αλάμπρα Τετάρτη-Κυριακή