Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, χαιρετίζει την Κοινή Δήλωση Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Κυπριακής Δημοκρατίας – Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και Ηνωμένου Βασιλείου, σχετικά με την διάνοιξη θαλασσίου διαδρόμου για την μεταφορά ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα.
Η εξέλιξη αυτή, έστω και με σημαντική καθυστέρηση που είχε ως αποτέλεσμα βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, αποτελεί θετικό βήμα προς την κατεύθυνση της άμεσης κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα, της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, της επιστροφής των ισραηλινών ομήρων και της άμεσης επανεκκίνησης αξιόπιστων συνομιλιών για το Παλαιστινιακό, στη βάση των συνόρων του 1967, για λύση δύο κρατών που συμβιώνουν ειρηνικά, με την Ανατολική Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα της Παλαιστίνης.
Στην εν λόγω ανακοίνωση, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι μαζί με τις ανωτέρω χώρες, Η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Γερμανία «ανακοινώνουν την πρόθεσή τους» για την διάνοιξη του εν θέματι διαδρόμου, χωρίς να αναφέρεται καμία περαιτέρω συμμετοχή της χώρας μας στη σημαντική αυτή πρωτοβουλία.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται για άλλη μια φορά τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ελλάδας σε πρωτοβουλίες ανθρωπιστικού χαρακτήρα και σε προσπάθειες αποκλιμάκωσης και επίλυσης κρίσεων, παραμένοντας πίστη στο δόγμα του «δεδομένου συμμάχου» και της Ι.Χ. αδιαφανούς εξωτερικής πολιτικής Μητσοτάκη. Άντ’ αυτού, η κυβέρνηση αρκείται μόνο σε ανεύθυνες πολιτικές και επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, επιχειρώντας να φιλοτεχνήσει ένα διεθνές προφίλ για τον Πρωθυπουργό στην προσπάθειά του να μην λογοδοτήσει για τα προταγμένα της κυβερνήσεώς του σε σειρά ζητημάτων, με κορωνίδα το κράτος δικαίου.
Η εγκατάλειψη της πολυδιάστατης ενεργητικής εξωτερικής της πατρίδας μας, όπως αυτή εφαρμόσθηκε κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, θέτει σε κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα και πλήττει την ιδιότητα της χώρας μας ως αξιόπιστου συνομιλητή στην ευρύτερη περιφέρεια. Καλούμε λοιπόν τον κ. Μητσοτάκη και τον Υπουργό Εξωτερικών, κ. Γεραπετρίτη, να διευκρινίσουν ποια είναι η συμμετοχή της χώρας μας στην εν λόγω πρωτοβουλία, καθώς και τους λόγους για τους οποίους η ελληνική συμμετοχή δεν είναι στρατηγικού χαρακτήρα, σε αντίθεση με την συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας».