Κριτική: «Ο Μορμόλης» του Ράινερ Χάχφελντ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη & Βασίλη Κουκαλάνι

«Με πιάνει το παράπονο και λέω/ δε θα ‘ρθει κάποτε η στιγμή

να ρίξουν τα παιδιά τους φράχτες κάτω/ να μπουν και να χαρούν τη Γη… »

Ο «Μορμόλης» του Ράινερ Χάχφελντ παίχτηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1973, από την παιδική σκηνή του Γιάννη Φέρτη και της Ξένιας Καλογεροπούλου τη χειμερινή περίοδο 1973-1974. Ένα πολιτικό, παιδικό έργο που ανέβηκε στα χρόνια της επταετής δικτατορίας στην Ελλάδα. Ένα κείμενο γεμάτο συμβολισμούς και αλληγορίες, που για όσους, μεγαλώσαμε στον απόηχο της μεταπολίτευσης συνόδευσε, όχι μόνο τα παιδικά μας χρόνια, αλλά έγινε αφορμή για να το αναζητήσουμε και αργότερα, στα χρόνια της πολιτικής μας ενηλικίωσης.

Η Μάντα και ο Ρίκι κάθε καλοκαίρι επισκέπτονται στην εξοχή τους θείους τους, Αγησίλαο και η Πολυξένη Χαζοπέτρου. Στην προσπάθεια τους να απεγκλωβιστούν από τους αυστηρούς κανόνες που τους επιβάλλουν αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι που στην κυριολεξία θα τους τρελάνει όλους. Εφευρίσκουν έναν φανταστικό φίλο, τον Μορμόλη, και πείθουν τους μεγάλους πως είναι αληθινός. Και, μήπως δεν είναι; Ο Μορμόλης είναι οτιδήποτε θέλουμε να είμαστε, ό,τι επιθυμούμε και το σημαντικότερο ό,τι μας απαγορεύουν οι μεγάλοι. Ένας από μηχανής θεός που πιστεύει μόνο στην φαντασία των παιδιών και αλίμονο σε όποιον τα βάλει μαζί τους.

Η ομάδα νεανικού θεάτρου «Συντεχνία του Γέλιου» επαναφέρει για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, στο Σύγχρονο Θέατρο,  ένα από τα πιο επιδραστικά έργα που έθεσε το σημείο εκκίνησης νέων παιδαγωγικών προσεγγίσεων παγκοσμίως. Ο Μορμόλης γράφτηκε από τον Ράινερ Χάχφελντ, αδελφό του Φολκερ Λουντβιγκ, ο οποίος είχε γράψει τα τραγούδια. Το έργο ανέβηκε το 1969 στο θέατρο Grips, λεγόταν «Mugnog Kinder» και είναι η αφετηρία του είδους θεάτρου του Grips του Βερολίνου και του υλικού της Συντεχνίας του Γέλιου.

Σε μετάφραση και διασκευή Παναγιώτη Σκούφη και σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη και Βασίλη Κουκαλάνι με μια πολύ δυνατή ομάδα ηθοποιών έχουμε μια χειραφετημένη και διερευνητική αντιμετώπιση ενός κειμένου που, δυστυχώς, από αρκετούς θιάσους στον παρελθόν έχει αντιμετωπιστεί φαιδρά και, εντελώς, άστοχα. Πέρα από νόρμες και προχειρότητες η σκηνοθεσία των Παλούμπη και Κουκαλάνι αναδεικνύει όλες τις ανήλικες –και, ενήλικες- αποχρώσεις, ενός έργου που  υπήρξε ο πιο χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος μιας ολόκληρης γενιάς που σχηματοποιήθηκε γύρω από τις διεκδικήσεις του (γερμανικού) Μάη του ’68 και ακολούθησε τις επιταγές του για την ανάρρηση της φαντασίας σε βασικό συστατικό της οργανωμένης ζωής. Ακόμα, και τα ονόματα των χαρακτήρων σε συνδυασμό με τα πρόσωπα που συμβολίζουν αποτελούν διαμαρτυρία μιας πραγματικότητας που περιγράφει ρεαλιστικά το πώς αντιμετωπίζονται τα παιδιά ως κοινωνική ομάδα. Η Συντεχνία του Γέλιου, μας έχει καλομάθει σε ανάλογες παραγωγές επιμένοντας να επενδύει σε υποψιασμένους λιλιπούτειους θεατές.

Οι ηθοποιοί Βασιλική Διαλυνά, Φώτης Λαζάρου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Βάσια Λακουμέντα, Αντώνης Χρήστου και Δήμος Μαμαλούδης δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους πάνω στην σκηνή προκαλώντας, στην κυριολεξία «μορμολήτιδα» στο κοινό, που σε όλη την διάρκεια συμμετέχει και ξεσπά σε χειροκροτήματα. Είναι, ακόμα, ένα στοιχείο της σκηνοθετικής και δραματουργικής προσέγγισης οι ηθοποιοί να μην υπέρ- παίζουν ούτε να «επιβάλλονται» ερμηνευτικά μέσα από διδακτισμούς και ανόητα παιδιαρίσματα.

Η Συντεχνία του Γέλιου και ο εμπνευστής της, Βασίλης Κουκαλάνι  επιστρέφουν, εκεί που ξεκίνησαν όλα, στην Μπρεχτική προσέγγιση ενός παιδικού θεάτρου που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία.

Ετικέτες