Κριτική: Ο κατά φαντασίαν ασθενής, του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη

Στις 10 Φεβρουαρίου, του 1673, ο «Κατά Φαντασίαν Ασθενής» κάνει την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στο Palais-Royal, το αποκαλούμενο Παλάτι των Καρδιναλίων. Είναι το τελευταίο δημιούργημα του Γάλλου κωμωδιογράφου και κατά ιστορική ειρωνεία, ο Μολιέρος κατέρρευσε επί σκηνής, στην τέταρτη παράσταση του έργου, και πέθανε μετά από λίγες ώρες. Εικάζετε πως είχε δηλητηριαστεί.

Ο Ζαν-Μπατίστ Ποκλέν -όπως, ήταν το πραγματικό του όνομα- ως εκπρόσωπος του κλασικισμού αποτύπωσε όλη την φαιδρότητα και τον αστικό οπορτουνισμό σε τρεις πράξεις αποφεύγοντας το έντονο δραματικό και συναισθηματικό στοιχείο επικεντρώνοντας την διανόηση του στον άνθρωπο και τα πάθη του με μια πιο ρομαντική και γενναιόδωρη ματιά. Όντας ο ίδιος φιλάσθενος και ταλαιπωρημένος από τους γιατρούς και τις μεθόδους τους στήνει μια φάρσα για να υπογραμμίσει, ακριβώς, πόσο ευάλωτος και ελάχιστος μπορεί να σταθεί ο άνθρωπος μπροστά στον φόβο του θανάτου, την ανάγκη για προσοχή και, φυσικά, πόσο νάρκισσο μπορεί να τον κάνει αυτό.

Η Σοφία Καραγιάννη με αριστοφανικό δάνειο και διάθεση να φέρει στο σήμερα το κείμενο του Μολιέρου παίζει με τους συμβολισμούς, τα ονόματα, τους φόβους και τον εγωκεντρισμό μας και όλα αυτά εν μέσω μιας πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης, που μας έχει διαιρέσει σε γιατρούς και ασθενείς -όλων των ειδών-. Η σκηνοθετική κατάθεση της Σοφίας Καραγιάννη βγάζει γλώσσα στους απανταχού δοκησίσοφους τσαρλατάνους και κάνει πενηνταράκια την φροϊδική άποψη πως είμαι άρρωστος, άρα υπάρχω. Χωρίς να σκοντάφτει σε υπερβολές και μονοδιάστατες προσεγγίσεις χαρακτήρων σαρκάζει, με άφθονο χιούμορ -θυμηθείτε το αυτό- που δεν ξεφεύγει ούτε κεραίας από την θεατρική αφήγηση, που τόσο αγαπά.

Τα ενδιάμεσα ιντερμέδια, με τα πανέξυπνα jingles μοιάζουν να έχουν βγει από ένα παράλληλο «The Truman Show» που, εκτός, της επικαιροποίησης τους μας φωτογραφίζουν καταναλωτικά, αποκαλύπτοντας τον ιδεοψυχαναγκασμό της εποχής μας.

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, είναι ένας καθαρόαιμος λαϊκός ηθοποιός. Χωρίς διανοουμενίστικο παίξιμο και αυτοαναφορικότητα γίνεται από την μια ο υποχόνδριος Αργκάν και από την άλλη στέκεται απέναντι του και τον κοροϊδεύει. Την ίδια ερμηνευτική στιγμή. Ένας καραγκιόζης, και το λέω με αμέριστο θαυμασμό τόσο στον ηθοποιό, όσο και στο λαϊκό σύμβολο- που μέσα από τα ίδια του τα παθήματα αυτό ακυρώνεται.Η Σοφία Καραγιάννη σε ρόλο, εκτός, σκηνοθέτριας και της δαιμόνιας «τουαλέτ» είναι αποκάλυψη. Κρατάει όλη την ροή του έργου και την σπιρτάδα δημιουργώντας ερμηνευτικές γέφυρες με όλους τους συμπρωταγωνιστές της. Η Κορίνα Θεοδωρίδου, εντυπωσιακή Μπιμπελίν αναπτύσσει ωραία χημεία με τον Ιωσηφίδη και κινείται με άνεση πάνω στην σκηνή έχοντας δυνατό σύμμαχο το έντονο εκφραστικό της πρόσωπο. Ο Κωνσταντίνος Πασσάς ως κομπογιαννίτης γιατρός, είτε ως «Ντεφορμολί» -ναι, τα ονόματα είναι πειραγμένα, είτε ως τιμωρός Πιγκάλ μας θυμίζει πολύ τους «επιστήμονες» του διαδικτύου και γίνεται καθρέπτης μας. Ακούραστος, πειθαρχημένος ερμηνευτικά, μας έκανε να γελάσουμε πολύ. Η «Αλλερτζίκ» της Γεωργίας Κυριαζή έχει φρεσκάδα, πάθος και, πραγματικά η ηθοποιός το χαίρεται πολύ και αυτό βγαίνει πάνω στη σκηνή. Το ίδιο ισχύει και για τον «ερωτοχτυπημένο» Κωνσταντίνο Παράση που επωμίζεται τον ρόλο των μνηστήρων της ρομαντικής κόρης και το κάνει είτε ως άλλος ήρωας του Μελ Μπρουκ και Δρ Φρανκενστάι είτε ως ακράτητος εραστής. Πολύ εύστοχη συνάντηση. Τέλος, ο Αλέξανδρος Τούντας και εκείνος σε διπλό ρόλο ελίσσεται από τυχοδιώκτης συμβολαιογράφος σε γκουρού φυσιοδίφη. Τον ευχαριστήθηκα περισσότερο στην δεύτερη περσόνα του στην οποία ήταν, αν και με σαρίκι στο κεφάλι, πιο αληθινός και εύστοχος.

Τα σκηνικά και κουστούμια της Γεωργίας Μπούρδα ενισχύουν την φάρσα και την απάτη μιας εικονικής πραγματικότητας όπου ξεπηδά από μπουκαλάκια, σφουγγαρίστρες, πετσετέ υφάσματα, νάιλον και πολλά παπάκια. Ο Μάνος Αντωνιάδης κρατάει με την μουσική του την, έτσι κι αλλιώς, γρήγορη ροή του έργου συμπράττοντας με την κίνηση της Κατερίνας Γεβετζή σε ένα σκερτσόζο γαϊτανάκι. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, λιγότερο πετυχημένοι στερούσαν από το έργο όλο το χρώμα και την πλαστικότητα τόσο των ηθοποιών όσο και του σκηνικού.

Για άλλη μια φορά η Σοφία Καραγιάννη με την ομάδα GAFF παίζουν με την διαχρονικότητα και τους συμβολισμούς ενός κλασικού έργου επιχειρώντας μια ανάγνωση τολμηρή, που, όμως, ακουμπάει στην εποχή της, αποδεικνύοντας την ανάγκη για αναδιατύπωση και ανασύσταση του σύγχρονου θεατρικού γίγνεσθαι.