Κριτική: Ματωμένος Γάμος, του F. G. Lorca, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη

Το 1932, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα γράφει το «Ματωμένο γάμο», το πρώτο από την τριλογία της «ισπανικής υπαίθρου» με τη «Γέρμα» και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» να συμπληρώνουν τα άλλα δυο. Είναι η εποχή που ως διευθυντής της θεατρικής εταιρείας Teatro Universitario la Barraca μεταφέρει το θέατρο στις πιο απομακρυσμένες επαρχίες.

Μέσα από τον έρωτα και το θάνατο που συνδιαλέγονται σε όλη τη διάρκεια του έργου δραματουργικός πυρήνας αναδεικνύεται η γυναίκα. Η μητέρα, η σύζυγος, η κόρη, η ερωμένη και οι πολλαπλές αξιώσεις που τη δεσμεύουν πάντα σε μια πατριαρχική κοινωνία που δεν είναι πρόθυμη να την αναγνωρίσει πόσο, μάλλον, να την συμπεριλάβει.

Η πρώτη ανάγνωση του έργου σκοντάφτει στο προφανές, που δεν είναι άλλο από μια μεγάλη ιστορία αγάπης κι όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι μια ιστορία επιθυμίας και γυναικείας αποκαθήλωσης.

Ο Λόρκα κατάφερε μέσα σε τρεις πράξεις και επτά σκηνές να περιγράψει με τον πιο ρεαλιστικό και γενναίο τρόπο την πιο καλοστημένη συνομωσία από γένεσις κόσμου που δεν είναι άλλη από τον συγκαταβατικό ρόλο της γυναίκας σε αντρικές ζωές. Δεν είναι ο γαμπρός, μήτε ο Λεονάρντο πρόσωπα του έργου. Είναι τα κορίτσια που ονειρεύονται το γάμο, είναι οι νύφες που πρέπει να αποδείξουν την τιμιότητα τους, είναι οι μάνες που βυζαίνουν τους γιους-άντρες τους και οι περιφρονημένες σύζυγοι που γερνάνε πίσω από ασβεστωμένα σπίτια. Είναι και κάτι άλλο, όμως. Είναι επιθυμία κι εκεί έρχεται μαζί με τον έρωτα κι ο θάνατος να ορίσουν το τέλος.

Η Μαρία Μαγκανάρη σκηνοθετεί ένα «Ματωμένο Γάμο» τολμώντας μια σκηνική απόδοση η οποία μας συστήνει εκ νέου τη Λορκική ποίηση που επιτέλους της αναγνωρίζεται η συγγένεια με την αρχαία ελληνική τραγωδία, ως προς την οικουμενικότητα των χαρακτήρων. Τα ερωτήματα που βάζει η σκηνοθέτρια είναι αδιαπραγμάτευτα. Μια απλή ιστορία καμωμένη με όλη την συναρπαστική μαγεία της Ανδαλουσίας έρχεται να μας ξεγυμνώσει μπροστά στο απόλυτο της επιθυμίας, που τόσες και τόσες φορές έχει σακατευθεί στο θέατρο είτε καταλήγοντας να είναι αστικά συγκαλυμμένο είτε απελπισμένα προκλητικό. Λαγνεία ζωώδης, εγωιστική που αρκεί για να μετατρέψει το σύμβολο της γυναίκας τροφού σε μαινάδα.

Η τελευταία σκηνή με τη νύφη (Δήμητρα Βλαγκοπούλου) να εξηγεί τους λόγους που πρόδωσε τον άντρα της και με την μάνα (Μαρία Κεχαγιόγλου) να της επιτρέπει να κλάψει παραπέρα είναι μια σιωπηλή συμφιλίωση γυναικών.

Λίγοι συγγραφείς έχουν αγγίξει τόσο τρυφερά τη γυναίκα κι έχουν σταθεί στη ψυχή της. Η Μαρία Μαγκανάρη με αυτή την παράσταση αφουγκράστηκε αυτή την διάσταση του έργου και συνομιλεί με το σήμερα, χωρίς, νεωτερισμούς που θα παραγκώνιζαν την λυρικότητα του κειμένου.

Ίσως, για αυτό αποφάσισε να δουλέψει πάνω στη νέα μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου, που στάθηκε με αξιώσεις στην αναπόφευκτη σύγκριση με τηνμετάφραση του Νίκου Γκάτσου (1947). Το ίδιο ισχύει και για τη μουσική της Μάρθας Μαυροειδή. Ο Μάνος Χατζιδάκις παραμένει αξεπέραστος, χωρίς αυτό να σημαίνει, όμως πως δεν χρειαζόμαστε σύγχρονα σημεία αναφοράς.

Η σύλληψη του σκηνικού με εντυπωσίασε. Απλωμένα προικιά που όσο περνάει η ώρα ένα, ένα γκρεμίζεται, όπως και τα στερεότυπα που θίγει ο συγγραφέας για να μείνουν στο τέλος οι άνθρωποι γυμνοί και εκτεθειμένοι, χωρίς να μπορούν να κρυφτούν σε ψιθυρους και κλειστές πόρτες. Το σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη προαναγγέλλει αυτό που πρόκειται να συμβεί. Τα κουστούμια του Άγγελου Μέντη αέρινα, σε έντονα χρώματα, πορφύρες σαν πίνακας του Καραβάτζιο. Κόκκινη η νύφη κι ο Λεονάρντο, σαν το πάθος που γεμίζει η σκηνή από τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, λίγο μετά το κυανό του θανάτου.

Η Μαρία Κεχαγιόγλου έχει τέτοια δυναμική στην ερμηνεία της που την στιγμή του θρήνου, χωρίς, κραυγές και περίσσιες αντάρες γίνεται η πιο πονεμένη μάνα. Η σκηνή με την νύφη φέρει την Δήμητρα Βλαγκοπούλου στο ίδιο, σχεδόν, επίπεδο, αποτέλεσμα μιας ερμηνευτικής διαδρομής, 90 λεπτών, που περνάει από άρνηση, φόβο, επιθυμία, απελευθέρωση. Η Συρμώ Κεκέ με την μεταξένια φωνή της κεντάει ως σύζυγος του Λεονάρντο. Είναι αδύνατον, όποιον ρόλο και να δώσεις στην συγκεκριμένη ηθοποιό να μην τον πραγματώσει.

Η Μαρία Σκουλά, η Νόνη Ιωαννίδου και η  Ευσταθία Λαγιόκαπα απαραίτητες στους πολλαπλούς τους ρόλους κρατάνε τον ρυθμό στην παράσταση. Ωραία η χημεία του γαμπρού-Βαγγέλη Αμπατζή με τα υπόλοιπα πρόσωπα, ήρεμη δύναμη όπως ταιριάζει στο ρόλο του. Για αυτόν το λόγο θα ήθελα τον Νικόλα Παπαγιάννη περισσότερο αιχμηρό και ξεκάθαρο για να έχουμε ένα ωραίο αντρικό δίπολο. Τον  Γιάννη Σαμσιάρη τον ευχαριστιόμαστε ως πατέρα, αλλά ως φεγγάρι υπάρχει πρόβλημα. Γενικά, η σκηνή φεγγάρι- θάνατος πετυχαίνει έναν μεταφυσικό εξανθρωπισμό, που όμως, το μουσικό μέρος που προηγείται εμένα με πέταξε έξω. Ο Πέτρος Μάλαμας και ως Λόρκα και ως θάνατος έχει μια απόκοσμη απόσταση, αλλά καταλήγει να απαγγέλει παρά να ερμηνεύει. Ίσως, να είναι σκηνοθετικό απαιτούμενο, όμως, δημιουργεί κοιλιά σε ένα πολύ κρίσιμο δραματουργικό σημείο.

Κλείνοντας, θέλω να σταθώ στην τελευταία δράση του έργου η οποία έρχεται να αναδείξει το μεγαλείο της ζωής που επιμένει. Μου δημιούργησε, αμέσως, τη σύνδεση με τα υπόλοιπα έργα της τριλογίας και κυρίως της «Γέρμα».

Δεν ξέρω αν ήταν αυτή πρόθεση και δεν έχει και καμία σημασία. Ο Λόρκα αγάπησε τη γυναίκα και αυτό το είδαμε στη σκηνοθετική κατάθεση της Μαρίας Μαγκανάρη.

Ετικέτες