«Κείνο που με τρομάζει είναι μη γίνω συνένοχος… »
Το 1962 η Διδώ Σωτηρίου γράφει τα «Ματωμένα Χώματα» σε μια προσπάθεια καταγραφής και διάσωσης της ιστορίας μέσα από τις διηγήσεις ενός προσώπου, του Μανώλη Αξιώτη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που καταπιανόταν με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Είχε προηγηθεί το αντλημένο από τα παιδικά της χρόνια «Οι νεκροί περιμένουν» κι ήταν αυτό που την έφερε κοντά με τον Αξιώτη και τις πολύτιμες αναμνήσεις του, βάση στις οποίες ψυχώθηκαν τα «Ματωμένα Χώματα».
Εκατό χρόνια μετά την Καταστροφή της Σμύρνης και την άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά επιστρέφει σε ένα αντιπολεμικό έργο, καθρέπτη μιας ιστορίας που επιμένει τραγικά να κάνει κύκλους.
Πολλά έχουν γραφτεί για το μικρασιατικό, τους συμμάχους, την δημιουργία της Ελλάδας «των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων» και πολλά περισσότερα που δεν θα μάθουμε ποτέ. Το μόνο σίγουρο είναι πως κανείς δεν νοιάστηκε για το λαό -και τον ελληνικό και τον τουρκικό- και, τελικά, η Μεγάλη Ιδέα δεν ήταν και τόσο μεγάλη και πως θα μπορούσε όταν η γέννα της βασίστηκε στον διχασμό.
Ο Γιώργος Παλούμπης μαζί με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο ανέλαβαν ένα μικρό άθλο. Να μεταφέρεις στην σκηνή ένα έργο τόσο πυκνό και πολυπρόσωπο που επιχειρεί να καλύψει χρονικά τα τελευταία 10-15 χρόνια, πριν την καταστροφή δεν είναι κάτι εύκολο. Η δραματουργική προσαρμογή απαιτούσε γενναίο ψαλίδισμα που αφενός θα διευκόλυνε τη θεατρική οικονομία και αφετέρου δεν θα άφηνε σημειολογικά κενά που θα αδικούσαν το ίδιο το κείμενο. Σταχυολογώντας στιγμές και γεγονότα που εξυπηρετούσαν την ιστορική αλληλουχία κατάφεραν να συνθέσουν ένα οδοιπορικό που εξασφάλιζε πως τίποτα δεν θα έλειπε και τίποτα δεν θα περίσσευε.
Ο κίνδυνος να εργαλειοποιηθεί ένα έργο που μιλάει για τον πόλεμο από συνθήματα και πατριωτικά ξεσπάσματα είναι κάτι που ελλοχεύει και, δυστυχώς, το έχουμε δει να συμβαίνει. Τα «Ματωμένα Χώματα» είναι ένα βαθιά ουμανιστικό έργο και η σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη αυτό το δικαιώνει. Ο σκηνοθέτης έχοντας τη μνήμη για σύμμαχο από την πρώτη στιγμή δημιουργεί συναισθηματική γέφυρα προβάλλοντας μια παλιά φωτογραφία από τη γεμάτη πλατεία του θεάτρου της πόλης όπου 40.000 πρόσφυγες φτάνοντας στο λιμάνι βρήκαν στέγη στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Αυτό το τέχνασμα μας έκανε συνενοχους σε ένα αφήγημα που, ενώ αρχικά μας αιφνιδίασε στην συνέχεια κατέλυσε τον χρόνο αναδεικνύοντας την οικουμενικότητα και διαχρονικότητα του έργου. Στην σκηνοθετική του φαρέτρα υπάρχουν εκφραστικά μέσα, όπως η ενσωμάτωση του θεάτρου σκιών, του Σπύρου Αγγελόπουλου, αποδίδοντας φόρο τιμής σε μια πολιτιστική κληρονομιά που υπογραμμίζει την λαϊκότητα του έργου. Το ίδιο κάνει και με τους μουσικούς επί σκηνής, Αθηνόδωρο Καρκαφίρη και Βαγγέλη Παρασκευαϊδη, που μέσα από τους ροκ ήχους του Κώστα Νικολόπουλου συνθέτουν ένα πολυφωνικό σκηνοθετικό καμβά, αποτρέποντας την επίπεδη αφήγηση, που θα μπορούσε να κουράσει και λόγω της αναπόφευκτης διάρκειας του έργου και του έντονα συναισθηματικού περιεχομένου. Το ίδιο ισχύει και για τις βιντεοπροβολές της Σοφίας Σάτου και για το σκηνικό της Νατάσσας Παπαστεργίου που αφήνει χώρο στους δεκατέσσερις ηθοποιούς να κινηθούν με άνεση στην σκηνή. Οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα ενισχύουν και διαιρούν το χώρο για τις επιμέρους δράσεις που συμβαίνουν παράλληλα. Τα κοστούμια της Έλενας Γιαννίτσα είναι μελετημένα πάνω στις λαογραφικές αναφορές της εποχής, όπως και τα χορευτικά μέρη της Βρισηίδας Σολωμού. Εξαιτίας της χρήσης χειλοφώνων υπάρχουν προβλήματα στον ήχο, κυρίως όπου απαιτείται σωματική επαφή δημιουργώντας αντίλαλο στην αίθουσα.
Το μεγάλο στοίχημα της παράστασης είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών. Οι περισσότεροι είναι σε πολλαπλές διανομές που απαιτούν μια ταχεία ερμηνευτική κλιμάκωση και άμεση συναισθηματική αποδέσμευση για να ανταποκριθούν στις ποικίλες αναθέσεις τους. Ο Γιώργος Παλούμπης ενορχηστρώνει ένα υποκριτικό σύνολο που βασίζεται στο θέατρο των ερμηνειών και της ψυχικής κατάθεσης, χωρίς τερτίπια και μανιέρες.
Ο Νικήτας Τσακίρογλου πολύτιμος και πατρικός αγκαλιάζει μια καλοδουλεμένη ομάδα που όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά βρίσκει τον χώρο του, έχοντας διαρκή επαφή μαζί του. Ο Μιχάλης Σαράντης έχει δύσκολο ρόλο, είναι την περισσότερη ώρα πάνω στη σκηνή και «ενηλικιώνεται» δραματουργικά ζυμώνοντας το σύγχρονο παίξιμο του σε ένα τίμιο ερμηνευτικό κρεσέντο. Ο Αντίνοος Αλμπάνης αναπτύσσει ωραία χημεία με τον Μιχάλη Σαράντη, κινείται με ευκολία στη σκηνή κάνοντας δικό του το πολιτικό μέρος του έργου σε έναν χαρακτήρα που του ταιριάζει.
Ο Φώτης Λαζάρου ανοίγει την παράσταση δίνοντας τον απαραίτητο ρυθμό και κατορθώνει να ξεχωρίσει από την πρώτη στιγμή μέσα από την αμεσότητα που διακρίνει το παίξιμο του και την ευκολία του να μεταμορφώνεται. Η Μαρία Νεφέλη Δούκα, προς το τέλος μας χαρίζει έναν από τους πιο συγκινητικούς μονολόγους με την καθαρότητα της φωνής της και την δωρική της παρουσία. Ο Στέλιος Δημόπουλος σκηνικά έμπειρος και ερμηνευτικά στιβαρός κλέβει τις εντυπώσεις στη σκηνή των τριών, όπου υποδύεται τον Λευτέρη Κανάκη. Ιδιαίτερη μνεία στην σκηνή της Δάφνης Λιανάκη που ως αρμένισσα προσφύγισσα καθηλώνει με την δύναμη του συναισθήματος της. Ο Θάνος Αλεξίου εύπλαστος υποκριτικά καταφέρνει έναν αξιόπιστο τούρκο προύχοντα, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της εύκολης επιθεωρησιακής μπαλαφάρας. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος επιβάλλεται ό, τι και να ερμηνεύσει. Δώστε βάρος στην σκηνή που υποδύεται τον παππού, προς το τέλος.
Η Παναγιώτα Παπαδημητρίου, ο Κώστας Φυτίλης, ο Αντώνης Χρήστου, ο Ευθύμης Ξυπολιτάς και τέλος η Τζένη Κόλλια συμπληρώνουν ισότιμα μια ομάδα ηθοποιών που κατάφερε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα προβών να δέσει και να μας παραδώσει ένα θίασο αξιώσεων.
Ο Γιώργος Παλούμπης πήρε ένα πολύ δυνατό κείμενο, αναμετρήθηκε με σεβασμό μαζί του και εντελώς ακομπλεξάριστα αντιμετώπισε, ίσως, μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές πληγές του ελληνισμού αναδεικνύοντας τον άνθρωπο ως σύμβολο αγώνα και ματαίωσης. «Θηρίο ο άνθρωπος» ναι, και ικανός για τα θαυμαστά και τα ειδεχθή, μα πάνω από όλα με δίψα και ανάγκη για ζωή!!