«Ιρίνα Γκριγκόργιεβνα, ετών 28… Την είχες δει να χορεύει…»;
To 2004 ο Γιάννης Τσίρος βραβεύεται για το θεατρικό έργο «Αξύριστα πηγούνια» με το Α΄ κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα στο θεατρικό διαγωνισμό τού υπουργείου πολιτισμού. Μια συμπυκνωμένη ομολογία για την ανθρώπινη εκμετάλλευση, την σεξιστική αντιμετώπιση της γυναίκας, τους μετανάστες, την οικονομική κρίση και τις σχέσεις εξουσίας. Είκοσι χρόνια μετά ο Γιάννης Τσίρος παραμένει «δυσάρεστα» επίκαιρος με ένα έργο που με ζόρισε από το πρώτο λεπτό.
Τρεις άντρες, υπάλληλοι ενός νοσοκομείου, εργάζονται καθημερινά στην υπηρεσία τους στην υπόγεια πτέρυγα. Από τους πάνω ορόφους δέχονται και στη συνέχεια ταξινομούν, φροντίζουν και φυλάνε προσωρινά ανθρώπους που δεν κατάφεραν να επιζήσουν. Ακολουθούν μια ρουτίνα με τυπικές διαδικασίες. Απόψε όμως «έρχεται» μια γυναίκα να ταράξει τη νεκρή τους πραγματικότητα. Τα μυστικά, οι αποκαλύψεις και οι συγκρούσεις θα φέρουν στο φως τις αδυναμίες και τα ταπεινά τους ένστικτα. Ακολουθεί το έγκλημα, η εκδίκηση, η ενοχή και όταν φτάσει το πρωί δε θα είναι τίποτα ίδιο.
Ο Γιώργος Παλούμπης αποφεύγει με μαεστρία τα κλισέ που, ενδεχομένως, να παρερμηνευτούν στο κείμενο στήνοντας μια παράσταση με πολυεπίπεδη ερμηνεία. Για όποιον έχει διαβάσει το βιβλίο οι τέσσερις χαρακτήρες του έργου πολλαπλασιάζονται αντιπροσωπεύοντας και συμβολίζοντας κοινωνικές ομάδες που συναντάμε καθημερινά. Όλοι μαζί οι ρόλοι και ο καθένας χωριστά σέρνουν μαζί τους νοοτροπίες και στερεότυπα που η σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη αφήνει να ξεδιπλωθούν σταδιακά οδηγώντας σε δραματουργικό κρεσέντο μια ιστορία που ακόμα και οι θεατές εν αγνοία τους τοποθετούνται ακριβώς εκεί που βρίσκεται η πλειοψηφία της κοινωνίας μας. Να παρακολουθούν το δράμα και την απόγνωση τεσσάρων ανθρώπων που μετά από ένα σημείο είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις αν είναι θύτες ή θύματα. Ωραίος σκηνοθετικός ρεαλισμός από τον Παλούμπη, που, ευτυχώς, δεν στηρίζεται σε εντυπωσιασμούς και ακραίες προσεγγίσεις κινδυνεύοντας να γίνει αυτοαναφορικός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αναπνέει η πλοκή και να αναγνωρίζεις τον λόγο του συγγραφέα, που φλερτάρει με το αποτύπωμα της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Το σκηνικό της Νατάσσας Παπαστεργείου είναι πολύ δυνατό. Βγάζει όλη την αμηχανία και την παγωμάρα μιας συνενοχής που αποκαλύπτεται σιγά με τους φωτισμούς του Βασίλη Κλωτσοτήρα να τρεμοπαίζουν θυμίζοντας το πριν και το μετά του θανάτου.
Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος είναι συνεπής ερμηνευτικά και τεχνικά άρτιος -τον βοηθάει η εμπειρία του, σε αυτό-, αλλά χωρίς ψυχή. Ενώ, προσπαθεί να δώσει ενέργεια μιας και είναι ο χαρακτήρας που βρίσκεται σε όλη την διάρκεια της παράστασης πάνω στην σκηνή υπάρχουν στιγμές που γίνεται διεκπεραιωτικός και δεν τον έχουμε συνηθίσει σε τέτοιες ερμηνείες. Σίγουρα δεν τον βοηθάει ο Ηλίας Βαλάσης, που τον αφήνει απροστάτευτο στους μεταξύ τους διαλόγους τους. Ο δεύτερος εκτός, του περιγραφικού τρόπου που παίζει έχει και μια δυσκολία να πει τα λόγια. Προσωπικά, και ίσως, να έτυχε η ημέρα, αλλά δυσκολευόμουν να καταλάβω τι έλεγε. Δεν ξέρω αν είναι θέμα τοποθέτησης φωνής ή αδυναμίας κατανόησης κειμένου, αλλά υπήρχε έλλειμα. Ο Στέλιος Δημόπουλος σκηνικά άνετος και ακριβής απέφυγε οποιαδήποτε μανιέρα και με ωραίο λόγο έδινε τα απαραίτητα πατήματα δημιουργώντας ερμηνευτικές γέφυρες με τους συμπρωταγωνιστές του, σώζοντας το παιχνίδι. Η Μαρία-Νεφέλη Δούκα είναι η παράσταση. Ο ρόλος της είναι δύσκολος, δεν έχει λόγια, οπότε όλα τα συναισθήματα σωματοποιούνται. Αυτό το καταφέρνει από το πρώτο λεπτό εικονοποιώντας στην ουσία όλο το έργο στην οδύνη που βγάζει το πρόσωπο της. Κι αυτό γίνεται αντιληπτό στο τέλος, όπου όλα έχουν ξεκαθαρίσει και ενώ χορεύει αισθησιακά, γιατί το απαιτεί ο ρόλος, όλη η προσοχή συγκεντρώνεται στο έκφραση της. Ο ρόλος μπορεί να μην έχει λόγια, αλλά η Δούκα ουρλιάζει μέσα από το βλέμμα της.