Μπορεί εκ πρώτης ανάγνωσης να μην εκτιμάται ως επιχείρημα ενός δημοσιογράφου που ασχολείται με το θέατρο, αλλά στην αυλαία της «Λαμπεντούζα» το μόνο που διέκοπτε τη σιωπή ήταν τα ρουθουνίσματα, η βουβή, ασυγκράτητη συγκίνηση.
Ο,τι ακριβώς λείπει από την εποχή και από την εσωτερική μας διάθεση. Συν & κινώ – σε ελεύθερη μετάφραση, μαζί & κίνηση, κινητοποίηση. Αν αυτά τα πολύτιμα συναισθηματικά αγαθά (που είθισται να οδηγούν σε πράξεις) είναι αποτέλεσμα μιας θεατρικής παράστασης, τότε το θέατρο έχει κιόλας καταφέρει πολλά.
Γιατί η «Λαμπεντούζα», αν εκτιμηθεί ψυχρά για τον θεματολογικό της προσανατολισμό, δεν έχει και πολλά να χωρίσει από τα καθημερινά δελτία ειδήσεων. Μιλά για την προσφυγική τραγωδία στο «γιγάντιο πνευμόνι της Μεσογείου» και την χωρίς πάτο παγίδα στην οποία έχουν εξελιχτεί τα δάνεια για τη μεσαία τάξη. Το ευεργετικό εδώ, χάρη στη γραφή του Βρετανού συγγραφέα Αντερς Λουστγκάρντεν (με εβραϊκές και ουγγρικές καταβολές να τον καθορίζουν), είναι πως η κρίση όχι μόνο παίρνει πρόσωπο –γιατί και στα ρεπορτάζ πρόσωπο παίρνει επίσης–, αλλά το πρόσωπο αυτό εκδηλώνει και μεταδίδει σαν πομπός συναισθήματα.
«Γιατί είναι οι καλοί οι άνθρωποι;» αναρωτιέται η Ντενίζ, η μετανάστρια δεύτερης γενιάς από Κινέζα μητέρα και Βρετανό πατέρα (αγνώστου ταυτότητας) που εργάζεται σαν όργανο πίεσης των εισπρακτικών εταιρειών πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι και υπενθυμίζοντας τα ανεξόφλητα δάνεια σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Η Ντενίζ ‒που συνάμα βιώνει τον ρατσισμό, την κοινωνική απόρριψη για τη δουλειά που έχει επιλέξει να κάνει, την προσωπική της φτώχεια και ματαίωση‒ είναι ένας από τους δύο ήρωες του Λουστγκάρντεν, πάνω στον πληγωμένο ψυχισμό των οποίων χτίζεται η κρίση. Ο άλλος, ο Στέφανο, ένα παιδί ψαράδων στην ειδυλλιακή Λαμπεντούζα του ιταλικού Νότου, έχει εξελιχθεί σε ψαράς νέας γενιάς που περισυλλέγει με την τράτα του «τις μαύρες σιλουέτες των πνιγμένων» προσφύγων που χάνονται στα ανοιχτά. «Οι επιζώντες φτάνουν στη στεριά με μάτια που λάμπουν και μου τη δίνουν που ακόμα μπορούν να ελπίζουν» μονολογεί παλεύοντας πότε με τα κύματα και πότε με τον τρόμο του θανάτου των άλλων.
Δύο παράλληλοι μονόλογοι που παρότι δραματουργικά δεν διασταυρώνονται, ζωντανεύουν δυο ζωές Ευρωπαίων οι οποίοι οριακά επιβιώνουν καλύπτοντας θέσεις εργαζομένων που έχει δημιουργήσει η σαρκοβόρα κρίση. Κι όμως δεν κάνουν μόνο αυτό. Η αφήγηση του Στέφανο και της Ντενίζ αναβιώνει τη θαμμένη μας ελπίδα. Εχοντας τοποθετήσει προσεκτικά ποιητικές αιχμές μέσα στη σκληρή ρεαλιστική αφήγηση, ο Αντερς Λουστγκάρντεν βγάζει από τον πάτο στον αφρό την ελπίδα που είναι φωτεινή σαν ήλιος, ακόμη και όταν φέγγει σε εποχές αστείρευτου ζόφου σαν τη δική μας. Και όπου ελπίδα, συγκίνηση.
Μέσα σε ένα ψυχρό αλλά συνάμα εύγλωττο και άμεσο στο συμβολισμό του σκηνικό (το υπογράφει η Μαγδαληνή Αυγερινού), με την ωραία μουσική (από τον Σταύρο Γασπαράτο) και την αποτελεσματική σκηνοθετική καθοδήγηση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, η συγκίνηση χορεύει. Ο Αργύρης Ξάφης δεν σε αφήνει να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Το βλέμμα, οι παύσεις του, ακόμη και η φορτισμένη του ανάσα –καμιά φορά φουσκώνει σαν τα δολοφονικά κύματα της Μεσογείου– παρασύρουν στην έμψυχη αλήθεια της αφήγησης ενός ανθρώπου larger than life. Και όλα αυτά, με θεατρικούς όρους, αν ακόμη μιλάμε για την ερμηνεία του, είναι ένα ρεσιτάλ. Στο πλάι του, παρά τη σχετική απειρία και την κινησιολογική της αμηχανία, η Χαρά Μάτα Γιαννάτου αποδίδει με ψυχραιμία και καθαρότητα την οργή του νέου ανθρώπου για την κοινωνική απελπισία που ωστόσο δεν είναι πιο δυνατή από την ελπίδα. Σαν να δίνουν και δυο τους ένα σύνθημα: πάμε να ανακαλύψουμε ξανά τη συγκίνηση.