Δεν ήταν ο καλύτερος ή ο διασημότερος ηθοποιός στον κόσμο. Ήταν όμως ένας τόσο αξιόπιστος καρατερίστας και δευτεραγωνιστής, που στα μάτια του θεατή έμοιαζε σαν τον πραγματικό πρωταγωνιστή ενός φιλμ.
Ήρεμη δύναμη. Έτσι τον αποκαλούσαν όσοι τον γνώριζαν. Κατάφερνε να επιβληθεί απλώς με την παρουσία του σε θεατρικές σκηνές και κινηματογραφικά πλατό, την ίδια ώρα που άλλοι συνάδελφοι του μαλλιοτραβιόντουσαν για λίγη παραπάνω προσοχή. Οι σκηνοθέτες έπιναν νερό στο όνομα του όχι απλώς για το ταλέντο που είχαν στα χέρια τους αλλά κυρίως για την επαγγελματική συνέπεια και το ήθος του. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ έχει να το λέει πως ο σπουδαίος ηθοποιός έσωσε το φιλμ του «Όλα τα λεφτά του κόσμου», όταν το 2017 έσκασε το σκάνδαλο σεξουαλικών παρενοχλήσεων για τον πρωταγωνιστή Κέβιν Σπέισι. Ενώ είχαν ήδη ξεκινήσει τα γυρίσματα, ο Σπέισι αντικαταστάθηκε και ο Πλάμερ όχι απλώς έμαθε το ρόλο σε χρόνο dt αλλά τον έβγαλε σε πέρας με τρομερή επίδοση. Στο ρόλο του εκκεντρικού μεγιστάνα Πολ Γκέτι ο Πλάμερ είναι απλώς συγκλονιστικός. Το διανοείστε? Είναι 88 ετών, του τηλεφωνούν για να του κάνουν την πρόταση, διαβάζει το σενάριο, δέχεται, κάνει τις πρώτες πρόβες και στο αρχικό γύρισμα όλοι μένουν άναυδοι. Αν εγώ στην ηλικία αυτή μπορώ απλώς να περπατώ και να μην τα έχω χάσει τελείως θα είμαι τρισευτυχισμένος. Φαντάζομαι κι εσείς.
Η καριέρα του απλώθηκε σε παραπάνω από 60 χρόνια, μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ θεάτρου και σινεμά. Ο γεννημένος στις 13- 12-1929 στο Τορόντο ηθοποιός κάνει το ντεμπούτο του στη θεατρική σκηνή το 1950 στην Όταβα, ενώ το χάρισμα του πυρός στο σινεμά θα το πάρει με την ταινία του Σίντνεϊ Λιούμετ «Stage Struck» το 1957. Δύο χρόνια αργότερα θα αποσπάσει την πρώτη του υποψηφιότητα για Tony χάρη στο θεατρικό «J.B.» του Ελίας Καζάν αν και η φήμη του αρχίζει να χτίζεται γύρω από τις ερμηνείες του στα σαιξπηρικά δράματα. Ειδικά ο Ιάγος του στον Οθέλλο θεωρείται ερμηνεία ζωής. Το σημαντικό θεατρικό βραβείο θα το κερδίσει εντέλει το 1973 υποδυόμενος τον Σιρανό ντε Μπερζεράκ. Σημαντική ήταν η μεταμόρφωση του στον βάναυσο αυτοκράτορα Κόμοδο το 1964 για τις ανάγκες της ταινίας «Η πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας». Ένα χρόνο μετά έρχεται η επιτυχία που τον έκανε διάσημο σε μια νύχτα. Ήταν η ταινία «Μελωδία της ευτυχίας» και ο ρόλος του πατέρα της φαμίλιας των Φον Τραπ. Το μιούζικαλ του Ρόμπερτ Γουάιζ, που κέρδισε 5 Όσκαρ, έμοιαζε με το τζακ ποτ για κάθε συντελεστή του φιλμ. Ο Πλάμερ όμως, που ήταν δισέγγονος του Τζον Αμποτ, του τρίτου πρωθυπουργού του Καναδά- όχι δεν ήταν πλούσιος καθώς η μητέρα του ήταν γραμματέας στο πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ και ο πατέρας του πουλούσε ασφάλειες- δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες της επιτυχίας. Κι ενώ θα μπορούσε να αφήσει την καριέρα του να πάρει άλλη πορεία αυτός επέλεξε το δύσκολο δρόμο. Ευχαριστεί τον Γουάιζ για το ρόλο που του χάρισε («ένας εξαίρετος και ευγενέστατος σκηνοθέτης που θα τον ευγνωμονώ για πάντα για την ευκαιρία που μου έδωσε» λέει), αν και είναι δυσαρεστημένος που τον ντούμπλαραν στις σκηνές που τραγουδά. Στο «Inside Daisy Glover» που ακολουθεί υποδύεται τον σατράπη παραγωγό που κάνει τη ζωή κόλαση για μια ηθοποιό που παίζει η Νάταλι Γουντ. Ακολουθεί η ανατριχιαστική μεταμόρφωση του σε Ρόμελ στη «Νύχτα των στρατηγών», ενώ το 1967 γλιτώνει από το φιάσκο του «Dr Dolittle» καθώς αντικαθίσταται από τον Ρεξ Χάρισον στην ομότιτλη ταινία που πήγε άκλαυτη στα ταμεία και κόντεψε να βάλει λουκέτο στην Fox.
Άλλες μεγάλες στιγμές στα 70ς και 80ς ήταν όταν υποδύθηκε τον Δούκα του Γουέιλγκτον (του πρόσφεραν συχνά βασιλικούς ή αριστοκρατικούς ρόλους) στο φιλμ του Sergei Bondarchuk «Waterloo» το 1970, ο ανεπανάληπτος Σέρλοκ Χολμς του στο «Murder by Decree»(1979), ο ρόλος του Κίπλινγκ στο «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς», ο ευγενής κλέφτης του «Η επιστροφή του Ροζ Πάνθηρα» (1975), ο Ηρώδης του «Ιησού Ναζωραίου» του Τζεφιρέλι το 1977 κ.α.
Η δυνατή και βελούδινη φωνή του ήταν επίσης ένα από τα χαρακτηριστικά του και για αυτό τον επέλεξαν κάποιοι σκηνοθέτες για …ειδικές αποστολές (το θρίλερ «Eyewitness» του Πίτερ Γέιτς, το εκκεντρικό «Lily in love» δίπλα στη Μάγκι Σμιθ, το «Dragnet» όπου υποδύθηκε έναν τηλε- ευαγγελιστή, το «Star Trek VI: The Undiscovered Country» κλπ. Ο Πίτερ Τζάκσον τον ήθελε διακαώς για το ρόλο του Γκάνταλφ στον «Άρχοντα τον δαχτυλιδιών» αλλά εκείνος αρνήθηκε ανοίγοντας το δρόμο στον Ίαν μακ Κέλεν. Όπως έχει παραδεχτεί μετανιωμένος ήταν ίσως το μεγαλύτερο λάθος στην καριέρα του.
Κι όμως αυτός ο σπάνιος ηθοποιός που συμμετείχε επίσης σε φιλμ όπως το «Brazil», το «Insider», το «Malcolm X», το «A Beautiful mind», το «The Inside man», το «Syriana», το «New World»- ο μόνος σκηνοθέτης με τον οποίο δεν θα ξαναδούλευε ήταν ο Τέρενς Μάλικ όπως έχει πει, επειδή η ιδιοτροπία του είναι κάπως δήθεν και η εμμονή του με το λυρισμό καταργεί και την ιστορία και τους ηθοποιούς – άργησε να προταθεί για όσκαρ. Το2009 κι ο ρόλος του Τολστόι στο «The Last Station» του Μάικλ Χόφμαν είναι εκείνος που του χαρίζει την πρώτη του υποψηφιότητα, για να έρθει την επόμενη χρονιά και το πρώτο βραβείο (Β ρόλου) με τους ιδιοσυγκρασιακά κωμικούς και τρυφερούς «Beginners» («Οι πρωτάρηδες» όπως βγήκε στα ελληνικά) του Μάικ Μιλς. Για τον ρόλο του ηλικιωμένου καρκινοπαθή που αποκαλύπτει στο γιο του ότι είναι γκέι είναι απλώς συγκλονιστικός.
Σκέφτομαι ποια είναι η κορυφαία σκηνή που μας χάρισε. Κάποιοι θα σταθούν ίσως και δικαίως στην ταινία που του έδωσε το όσκαρ. Άλλοι θα σταθούν στην τελευταία μεγάλη παράσταση του στο νευρώδες θρίλερ του Σκοτ, το «Όλα τα λεφτά του κόσμου». Μερικοί θα θυμηθούν τον δαιμόνιο Σέρλοκ Χολμς του ή τον Captain Von Trapp. Ειδικά για τη σκηνή που ο τελευταίος σκίζει και κάνει κομμάτια τη ναζιστική σημαία, ε δεν μπορούμε να μην του χαρίσουμε το πιο θερμό και απλόχερο χειροκρότημα μας. Ένα χειροκρότημα που ισοδυναμεί με τουλάχιστον ένα Όσκαρ και μια Χρυσή Σφαίρα μαζί. Καλό ταξίδι φίλε από τον Καναδά.
Η σκηνή με το σκίσιμο της ναζιστικής σημαίας στο Η μελωδία της ευτυχίας