Κρίση τραπεζών – Silicon Valley Bank: Το start up της κατάρρευσης

Κρίση τραπεζών – Silicon Valley Bank: Το start up της κατάρρευσης

Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank, που συμπαρέσυρε σε πτώχευση τη μητρική της, και της Signature Bank, αλλά και οι συνεχιζόμενοι κλυδωνισμοί της First Republic Bank, παρά την «ένεση» 30 δισ. δολαρίων από έντεκα μεγαθήρια του χρηματοπιστωτικού τομέα, και της Credit Suisse, καθώς είναι άγνωστο πού θα φτάσει η κατρακύλα των μετοχών τους και ποιους θα συμπαρασύρει,  ξύπνησαν μνήμες από το 2008, όταν η πτώχευση της Lehman Brothers συμπαρέσυρε ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα σε μια ύφεση που μόνο με αυτήν του 1929 θα μπορούσε να συγκριθεί. Τότε, όπως και τώρα, οι Αμερικανοί είχαν αφήσει τα πρώτα «θύματα» να καταρρεύσουν και στη συνέχεια έτρεχαν να μαζέψουν το χάος που είχε δημιουργηθεί. Οι Ελβετοί από τη μεριά τους, καθώς η κρίση χτύπησε ήδη και την πόρτα της Ευρώπης, βλέποντας την αποσύνθεση ενός εκ των ιστορικότερων τραπεζικών ιδρυμάτων στον κόσμο αποφάσισαν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη, δανείζοντας περίπου 50,6 εκατ. ευρώ ώστε να τη διασώσουν, ενώ υπάρχουν σχέδια επί χάρτου για την εξαγορά της από τη UBS.

Πώς φτάσαμε στην κατάρρευση της SVB

Πάντως η ιστορία της σημερινής κρίσης ξεκινάει εν πολλοίς από την επόμενη μέρα της κρίσης του 2008-09, όταν οι κεντρικές τράπεζες για να αντιμετωπίσουν τις τοξικές συνέπειες της κρίσης αποφάσισαν να τυπώσουν άφθονες ποσότητες χρήματος. Η στρατηγική ήταν απλή. Ο δανεισμός που γινόταν με μηδενικά επιτόκια θα αποτελούσε το κίνητρο για τις επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα ανέτασσαν τα κεφαλαιακά κέρδη και θα μείωναν την ανεργία. Το πρόβλημα, βέβαια, ήταν ότι οι τραπεζίτες που μόλις είχαν διασωθεί χρησιμοποίησαν τα χρήματα αυτά για να αγοράσουν πίσω τις μετοχές τους, οι οποίες με τη σειρά τους εκτοξεύτηκαν σε δυσθεώρητα ύψη.

Η περίοδος χάριτος έληξε με την πανδημία, καθώς η πλειονότητα των δραστηριοτήτων διακόπηκε απότομα λόγω της καραντίνας. Την ίδια στιγμή οι εφοδιαστικές αλυσίδες, οι οποίες εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης ήταν διασκορπισμένες σε όλο τον κόσμο, διαταράχτηκαν σε μεγάλο βαθμό. Η διαταραχή αυτή, ακολούθως, παρήγαγε την πρώτη κλιμάκωση στα επίπεδα του πληθωρισμού.

Οι εταιρείες τεχνολογίας συγχρόνως βίωσαν μια πρωτόγνωρη αύξηση των κερδών τους, ακριβώς επειδή η τεχνολογία θεωρήθηκε το κλειδί για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Αυτά τα κέρδη που αποθησαυρίστηκαν το 2020-21 αποθηκεύτηκαν σε ένα βαθμό στην SVB, η οποία είδε τις καταθέσεις των πελατών της να πολλαπλασιάζονται. Οι πελάτες της στην προκειμένη περίπτωση ήταν ακριβώς εκείνες οι εταιρείες τεχνολογίες που καβαλούσαν το κύμα της κερδοφορίας.

Η ακριβή ενέργεια και ο πληθωρισμός

Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, εντούτοις, η κατάσταση εκτροχιάστηκε κι αυτό διότι η Ρωσία αποφάσισε να παίξει το χαρτί του φυσικού αερίου έναντι της Ευρώπης, οδηγώντας τις τιμές στα ύψη. Η κλιμάκωση των τιμών είχε αποτέλεσμα την εκτόξευση του πληθωρισμού σε επίπεδα που οι κοινωνίες είχαν να δουν από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Οι κυβερνήσεις μαζί με τις κεντρικές τράπεζες, βλέποντας τον εφιάλτη του στασιμοπληθωρισμού να επιστρέφει, αποφάσισαν να «τσιμπήσουν» τα επιτόκια, κλείνοντας επί της ουσίας την κάνουλα του φτηνού δανεισμού. Οι αυξήσεις δεν ήταν απότομες αλλά σταδιακές, μια και κανείς δεν ήθελε να προκαλέσει οικονομική κρίση από τη μία μέρα στην άλλη.

Ομως η ηγεσία της SVB είχε θεωρήσει ως στρατηγικά έξυπνη κίνηση να επενδύσει σε μακροπρόθεσμα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, υποθέτοντας ότι τα επιτόκια θα παρέμειναν εσαεί στα επίπεδα της προηγούμενης περιόδου. Ωστόσο με την αύξηση των επιτοκίων η SVB βρέθηκε εκτεθειμένη κατά 17 δισ. δολάρια. Μόλις αυτό έγινε στην αγορά, πάραυτα ξεκίνησε μια κλασική τραπεζική επιδρομή (bank run), με τους καταθέτες να σηκώνουν 42 δισ. δολάρια σε μόλις μία μέρα. Η τράπεζα, όπως είναι φυσικό, δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει σε όλα τα αιτήματα ανάληψης και κατευθείαν κατέρρευσε. 

Η αλληλουχία των γεγονότων θυμίζει έντονα την εξέλιξη του κραχ της Γουόλ Στριτ το 1929, το οποίο προκάλεσε τη Μεγάλη Ύφεση στις ΗΠΑ του μεσοπολέμου με τη μαζική φτωχοποίηση πληθυσμών, γεγονός που σχολιάστηκε από τον νοτιοαφρικανικής καταγωγής εκκεντρικό δισεκατομμυριούχο Ιλον Μασκ, ο οποίος έγραψε ότι υπάρχουν «πολλές ομοιότητες του τρέχοντος έτους με το 1929».

Η ελβετική εξαίρεση και το δίλημμα του Γουλφ

Η περίπτωση της Credit Suisse, από την άλλη, είναι εντελώς διαφορετική από της SVB, αφού στον ελβετικό κολοσσό δεν εξελίχθηκε ποτέ bank run. Αντιθέτως, η κρίση ξεκίνησε όταν η Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας, ο μεγαλύτερος ιδιώτης επενδυτής στην Credit Suisse, ανακοίνωσε ότι δεν θα χρηματοδοτήσει περαιτέρω το ελβετικό πιστωτικό ίδρυμα, επειδή έχοντας μερίδιο 9,98% δεν επιθυμούσε να υπερβεί το 10% μπαίνοντας σε πολύπλοκα ρυθμιστικά ζητήματα, όπως ισχυρίστηκε. Η κίνηση αυτή, ωστόσο, θεωρήθηκε ότι υποκρύπτει φόβους για την κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας, ενώ το σκηνικό εξελισσόταν μεσούσης της κατάρρευσης της SVB. Αν και την Πέμπτη η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας ενίσχυσε προληπτικά την υπεραιωνόβια τράπεζα, εντούτοις η μετοχή συνέχισε να καταρρέει και την Παρασκευή, παρά την πρόσκαιρη ανάκαμψη, με αποτέλεσμα να διευρύνονται οι απώλειες της αξίας της μετοχής της – κατά ένα τέταρτο είχαν καταγραφεί την Τετάρτη.

Για τον γνωστό αρθρογράφο των «Financial Times» Μάρτιν Γουλφ το δίλημμα είναι απλό: «Οι τράπεζες αποτυγχάνουν. Οταν το κάνουν, εκείνοι που θα χάσουν φωνάζουν για κρατική διάσωση». Το δίλημμα είναι ότι «εάν το απειλούμενο κόστος είναι αρκετά μεγάλο, θα την πετύχουν. Με αυτό τον τρόπο, κρίση με την κρίση, δημιουργήσαμε έναν τραπεζικό τομέα που θεωρητικά είναι ιδιωτικός, αλλά στην πράξη είναι προστατευόμενος του κράτους. Το τελευταίο με τη σειρά του προσπαθεί να περιορίσει την επιθυμία των μετόχων και της διοίκησης να εκμεταλλευτούν τα δίκτυα ασφαλείας που απολαμβάνουν. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα απαραίτητο για τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, το οποίο όμως δεν λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της».

«Είναι ένα χάος» καταλήγει ο Γουλφ, ένας φιλελεύθερος σε απόγνωση.

Documento Newsletter