Στα βασικά χαρακτηριστικά ενός κράτους δικαίου περιλαμβάνονται ο διαχωρισμός των εξουσιών αλλά και ο περιορισμός των εξουσιών από τη γενική ισχύ του νόμου!
Ο νομοθέτης μπορεί να νομοθετεί αλλά μόνο στα πλαίσια του συντάγματος, η εκτελεστική εξουσία μπορεί να κυβερνά αλλά μόνο εφαρμόζοντας τους νόμους, η δικαστική εξουσία μπορεί να αποφασίζει ποιος είναι ένοχος και πώς θα τιμωρηθεί αλλά μόνο στα πλαίσια των νόμων της πολιτείας. Επίσης όλες αυτές οι εξουσίες είναι υποχρεωμένες να λειτουργούν σεβόμενες τη λογική και την υποχρέωση να δικαιολογούν τις αποφάσεις και επιλογές τους με λογικά και ελέγξιμα επιχειρήματα βασισμένα στη γενική ισχύ των νόμων. Σε μια δημοκρατία κάθε πολίτης δικαιούται να ελέγξει την εξουσία για το αν σέβεται αυτές τις βασικές αρχές κράτους δικαίου. Η εφαρμογή των νόμων δεν μπορεί να εξαρτάται ούτε από πολιτικές σκοπιμότητες ούτε από διεθνείς πιέσεις.
Δεν είναι δυνατό οι δικαστές με ιδεολογικούς όρους να εφαρμόζουν τους νόμους κατά περίπτωση και η πολιτεία πρέπει να μπορεί να εμποδίζει την αυθαιρεσία, ακόμη και των δικαστών όταν ΔΕΝ εφαρμόζουν τους νόμους.
Η ποιότητα ενός κράτους δικαίου και μιας δημοκρατίας δοκιμάζεται όχι στα εύκολα (π.χ. όταν όλοι συμφωνούν σε ένα ευεργετικό μέτρο) αλλά στα δύσκολα, δηλαδή όταν πρέπει ακριβώς η δημοκρατία να αποδείξει ότι σέβεται τις ίδιες τις αρχές της, έστω κι αν κάποιοι ενοχλούνται από την εφαρμογή τους.
Η περίπτωση των καταδικασθέντων στη δίκη της 17 Νοέμβρη (αλλά και η ίδια η διαδικασία της δίκης) είναι από τις πιο μελανές στιγμές όπου δοκιμάστηκε και ντροπιάστηκε το περίφημο κράτος δικαίου.
Στην ίδια τη δίκη ένα φυλλάδιο δημοσιογράφων επηρέαζε πολλούς δικαστές περισσότερο από την ίδια τη δικογραφία και οι κανόνες απόδειξης και πειστηρίων παρακάμφθηκαν υπό την πίεση πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων και της ανάγκης να μην εμποδιστεί με κανέναν τρόπο ούτε να μπει σε κίνδυνο το «μέγα φαγοπότι» των Ολυμπιακών Αγώνων.
Μετά τη δίκη και συστηματικά η εφαρμογή των ευεργετικών μέτρων του νόμου αναστελλόταν κατά περίπτωση με πολιτικά κριτήρια (που βέβαια δεν ίσχυαν για κοινούς εγκληματίες).
Ετσι, απλά μέτρα άδειας ή απελευθέρωσης έπειτα από κάποια χρόνια ή για λόγους υγείας, τα οποία ίσχυαν δίχως πρόβλημα για κοινούς εγκληματίες, με διάφορα προσχήματα ή δίχως καμία δικαιολογία δεν εφαρμόζονται σε αυτές τις περιπτώσεις (ενώ συστηματικά εφαρμόζονται στις περιπτώσεις εγκληματιών μαφιόζων ή γενικότερα ανθρώπων που εγκλημάτησαν με το «ευγενές» και «κατανοήσιμο» κίνητρο του κέρδους).
Η πιο σκανδαλώδης περίπτωση είναι αυτή του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου, που όχι μόνο καταδικάστηκε δίχως επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και για τον οποίο η εφαρμογή των νόμων αναστέλλεται συστηματικά ώστε να καλυφθεί η εμπάθεια ενός κομματιού του πολιτικού κόσμου και του δικαστικού σώματος. Η παροχή άδειας κατά τον νόμο θα έπρεπε να είναι προφανής στην περίπτωσή του γιατί υπήρξαν πολλά προηγούμενα, ακόμη και καταδικασθέντων της δίκης της 17 Νοέμβρη που τελικά πήραν άδεια, αλλά για τον ίδιο τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο δεν έγινε καμία εφαρμογή αυτού του νόμιμου μέτρου και με καμία επαρκή δικαιολογία. Επίσης του αφαιρέθηκε με προσχηματικά επιχειρήματα η δυνατότητα να γράψει σε υπολογιστή το διδακτορικό του στα μαθηματικά και να επικοινωνεί με τον επιβλέποντα καθηγητή μαθηματικών μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας.
Το ίδιο ισχύει για την αποφυλάκισή του, την οποία κατά νόμο δικαιούται αφού έχει περάσει πάνω από τα κατά τον νόμο 17 χρόνια στη φυλακή. Τελείως αυθαίρετα αρνούνται κάποιοι δικαστές (και δίχως να συντάξουν οποιοδήποτε δικαιολογητικό σημείωμα, όπως κατά τον νόμο οφείλουν να κάνουν).
Η απελευθέρωση καταδικασθέντων έπειτα από κάποια χρόνια φυλάκισης ή για λόγους υγείας, καθοριζόμενα από τον νόμο, είναι κανόνας από τον οποίο ούτε ο χουντικός Παττακός δεν εξαιρέθηκε ούτε πολλοί άλλοι καταδικασθέντες ακόμη και για στυγερά εγκλήματα.
Δηλαδή φτάνουμε στην παρανοϊκή κατάσταση όπου κάποιοι νόμοι δεν εφαρμόζονται μόνο και κατ’ εξαίρεση στην περίπτωση του Αλ. Γιωτόπουλου και δίχως καμία νομική δικαιολογία!
Σε τέτοιες περιπτώσεις η πολιτεία έχει το καθήκον να προστατεύει τους πολίτες από την αυθαίρετη εμπάθεια κάποιων δικαστών και να συμπληρώσει τους νόμους με εφαρμοστικά διατάγματα που να επιτρέπουν ακριβώς αυτό που οφείλει να κατοχυρώνει, δηλαδή την εφαρμογή των νόμων με το γράμμα και το πνεύμα με τα οποία ψηφίστηκαν.
Η εκτελεστική εξουσία πρέπει και μπορεί να απαιτεί από τους δικαστές να εφαρμόζουν τους νόμους που ψήφισε η νομοθετική εξουσία και να ζητάει λογαριασμό από όσους κατάφωρα αρνούνται το καθήκον τους να δικαιολογούν τις αποφάσεις τους με γνώμονα τους νόμους και την απλή λογική.
*Ο Δημήτρης Σκαρπαλέζος είναι επίκουρος καθηγητής Μαθηματικών, Παρίσι 7 (συνταξιούχος)