Οικονομικό εμπάργκο και πανδημία στερούν από το νησί βασικά αγαθά και δημιουργούν κοινωνική ανάφλεξη.
Το κουβανικό σοσιαλιστικό εγχείρημα –δοκιμασμένο στον Ψυχρό Πόλεμο– δοκιμάζεται ξανά. Ο κουβανικός λαός που έχει περάσει τα μύρια όσα εδώ και δεκαετίες αυτήν τη στιγμή βιώνει τις σκληρές συνέπειες της οικονομικής κρίσης, καθώς και την επιθετικότητα του αμερικανικού imperium.
Η Κούβα στις αρχές της περασμένης εβδομάδας βίωσε κοινωνική ένταση σε αρκετές πόλεις σε μια κατάσταση που έμοιαζε επικίνδυνα με το –όχι και τόσο– μακρινό 1994, όταν τα μαύρα σύννεφα μιας ιδιαίτερα σκληρής οικονομικής κρίσης είχαν σκεπάσει το νησί ως αποτέλεσμα της πτώσης της ΕΣΣΔ.
Ετσι και τώρα μια οικονομική κρίση βούλιαξε το νησί της Καραϊβικής ως αποτέλεσμα της πανδημίας του SARS-CoV-2. Η Κούβα είχε δομήσει το οικονομικό της μοντέλο με κινητήριο μοχλό τον τουρισμό. Συγκεκριμένα το 10,6% του κουβανικού ΑΕΠ (2019) αποτελούνταν από τον τουρισμό. Παράλληλα, το αμερικανικό εμπάργκο, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, έχει κοστίσει στην κουβανική οικονομία 130 δισεκατομμύρια δολάρια σε βάθος εξήντα ετών. Ταυτόχρονα, η συμμαχική Βενεζουέλα στραγγαλιζόταν οικονομικά από τις ΗΠΑ και δεν μπορούσε να εξαγάγει για ένα έτος ούτε ένα βαρέλι πετρελαίου.
Επιπλέον, οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 39,7% (ειδικά στα δημητριακά και τα προϊόντα αμύλου) από τον Μάιο του 2020, σύμφωνα πάλι με τον ΟΗΕ και τον δείκτη τιμής τροφίμων FAO. Η Κούβα από τη μεριά της εισάγει το 60-70% των τροφίμων (κυρίως δημητριακά και ρύζι). Εξαιτίας της πανδημίας η οικονομία της χώρας μειώθηκε κατά 11% το 2020 σύμφωνα με την κουβανική κυβέρνηση.
Συνεπώς, υπάρχουν πάρα πολλά υπαρκτά προβλήματα που την ταλανίζουν. Αν προσθέσει κανείς και την επιβάρυνση του κουβανικού συστήματος υγείας εξαιτίας της πανδημίας, τότε το μείγμα γίνεται εκρηκτικό. Οπότε η εκδήλωση μιας κοινωνικής έντασης είναι απολύτως φυσιολογική. Μια δυσθυμία περισσότερο ή λιγότερο έντονη εναντίον του πολιτικού συστήματος –που έχει τελικώς την ευθύνη της πορείας της χώρας– είναι και πάλι φυσιολογική.
Αυτό που σίγουρα δεν είναι φυσιολογικό είναι ότι από την πρώτη μέρα των διαδηλώσεων στη χώρα υπήρξαν φωνές για στρατιωτική εισβολή, καλέσματα για αλλαγή καθεστώτος και ένα όργιο παραπληροφόρησης. Μπροστάρηδες στην παραπάνω προσπάθεια ήταν οι Αμερικανοκουβανοί της διασποράς που κατοικούν στο αμερικανικό Μαϊάμι, τα γεράκια, η αμερικανική προεδρία, διπλωματία καθώς και τα τρολς του Twitter. Η μεθοδολογία είναι παρόμοια με αυτή που εφαρμόστηκε στη Βολιβία, τη Βενεζουέλα, την Ουκρανία, τη Συρία κ.λπ.
Η κουβανική κυβέρνηση φαίνεται ότι πιέστηκε αρκετά, αν και προσώρας τα χειρότερα αποφεύχθηκαν. Η εφαρμογή του δοκιμασμένου ιστορικά δόγματος της σιδερένιας πυγμής από τη μεριά της καθεστηκυίας εξουσίας έσωσε την παρτίδα προτού ακόμη αυτή εξελιχθεί. Το τίμημα από την άλλη ήταν η περικοπή βαθμών ελευθερίας των Κουβανών. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (όπως το Facebook, το Twitter και Telegram) σταμάτησαν να λειτουργούν ώστε να κοπεί η ψηφιακή σύνδεση των δυσαρεστημένων Κουβανών με τους αντικαθεστωτικούς της διασποράς. Ταυτόχρονα στους δρόμους ξεχύθηκαν οι «φιντελίστας» μαζί με τη φυσική και πολιτική τους ηγεσία ώστε να απαντηθούν οι οποιεσδήποτε προκλήσεις και στους δρόμους. Αλλωστε ο Κουβανός πρόεδρος Μιγκέλ Ντίας-Κανέλ έδωσε το μήνυμα στα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος λέγοντας ότι «οι δρόμοι ανήκουν στους επαναστάτες και όχι στους μισθοφόρους». Ουσιαστικά με αυτή την κίνηση αποσκοπούσε στην ανάδειξη της νομιμοποίησης που απολαμβάνει ακόμη η Κουβανική Επανάσταση και να δείξει ότι οποιαδήποτε κλιμάκωση μπορεί να οδηγήσει σε εμφύλιο.